THEATRALE: Όταν ένα κλασικό κείμενο, “ξεσκονίζεται” και ροκάρει, τότε το Εθνικό κι ο Χουβαρδάς, με σεβασμό το έχουν παρτάρει. Ο ΤΑΖ παραδίδεται χωρίς άμυνες σε μια αιματοβαμμένη συναυλία. Ποιον είπες καμπούρη ρε;
Μου λέει μια φίλη όταν βλέπαμε τους 5ωρους “Καραμάζοφ” από τον Μπογκομόλοφ “πραγματικά δεν υπάρχει νόημα να ανεβάσεις στο θέατρο κλασικό έργο αν δεν έχεις να του προσφέρεις μια νέα ανάγνωση”. Μου λέει από την άλλη η μάνα μου, “πώς ήταν, τι φοράγανε, δερμάτινα και τέτοια και καπνίζανε στη σκηνή; Έλεος”. Οκ, σέβας δείχνω στη μαμά που το κλασικό το έχει δεμένο ακόμα με θηρία του θεάτρου τύπου Παξινού και Μινωτή. Οφείλω όμως να της υπενθυμίσω πως όταν ανέβηκαν οι επαναστατικές “Όρνιθες” του Κουν που σόκαραν τους τότε “ελεγκτές” της καλής τέχνης θεωρήθηκαν προσβλητικός μοντερνισμός ενώ σήμερα θεωρούνται “κλασικές”.
Υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στους πιουρίστες, τους οπαδούς του κλασικού ανεβάσματος και τα άτακτα παιδιά που παίζουν κρυφτό και τραμπολίνο με το κείμενο, διαρρηγνύοντας το άβατο του και απεγκλωβίζοντας μια άλλη ποιότητας της ουσίας του. Πολλοί μοντερνιστές το έχουν τραβήξει ατάλαντα στα άκρα αυτό το παιχνίδι τύπου “εντυπώσεις για τις εντυπώσεις” χωρίς καμία ουσία για περιουσία. Ο Γ. Χουβαρδάς που σκηνοθετεί τον “Ριχάρδο Γ” σε μία από τις καλύτερες παραγωγές του Εθνικού εδώ και καιρό, δεν ανήκει σε αυτούς. Είναι ένας φανερά λάτρης του θεάτρου στη γραμμή που ενώνει την παράδοση της χώρας του με τον κοσμοπολιτισμό. Σαφέστατα όπως προκύπτει κι από την παράσταση, ταξιδεύει, αγαπάει τον Οστερμάιερ κι άλλους πολλούς. Το μαγικό στην περίπτωση του Χουβαρδά, είναι πως δεν παρακολουθεί τις παραστάσεις τους απλά για να τις κοπιάρει. Αλλά για να βρει πάτημα να αρχίσει να στήνει το δικό του παζλ στο μυαλό του.
Κάνει το μεγάλο άλμα, αυτό που ελάχιστοι αντιλαμβάνονται. Από τη μία σέβεται την τέχνη και το λόγο και το πάθος των κλασικών. Από την άλλη, δεν είναι κολλημένος ώστε να αγνοήσει τις δραματουργικές τους χοντροκοπιές (και στον Σέξπιρ υπάρχουν μπόλικες τέτοιες). Και από την παρά παρά άλλη, ξεπερνάει το σύνδρομο του καλού μαθητή αναπτύσσοντας τις γνώσεις του και την παιδεία του στο σημείο του να αποκωδικοποιεί τις κωμικές υπερβολές μιας τραγωδίας. Αν το δεις ανάποδα (και ισοπεδωτικά) ο Φώσκολος είναι ο υπέρτατος σύγχρονος Έλληνας τραγωδός. Απλά αντί για τους Ατρείδες του έλαχε να γράφει για την οικογένεια του Γιάγκου Δράκου στη Λάμψη, και ναι, ομολογουμένως οι διάλογοι του δεν μπορείς να πεις ότι συγκρίνονται με αυτούς του Σέξπιρ. Πώς όμως ακούμε τα λόγια του Σέξπιρ σήμερα σε σχέση με το τότε; Αν το ψάξεις σε βάθος, η λαϊκή ιστορική σαπουνόπερα διασκέδαση της εποχής του ήταν στην ουσία και πολλά από τα έργα του γράφτηκαν κατόπιν παραγγελίας για βιοπορισμό. Αυτό ισχύει και για τον “Ριχάρδο Γ” που οι φήμες λένε πως επίτηδες έκανε την ιστορική αλήθεια κουλουβάχατα, επειδή το έργο ήταν συγκεκριμένη παραγγελιά.
Αν απογυμνώσεις μεγάλα τραγικά έργα από την αίγλη του χρόνου και την ποιητική του λόγου τους, αμήχανα θα βρεθείς μπροστά σε μια κατά λάθος σοφιστικέ κωμωδία υπερβολών. Κατά λάθος ή επίτηδες; Εγώ θα έλεγα επίτηδες. Η ίδια η φύση της ανθρώπινης περιπέτειας είναι μια τραγική κωμωδία που θα επαναλαμβάνεται εσαεί. Το μεγαλείο του Σέξπιρ είναι το ότι την τοποθέτησε σε ιστορικά πλαίσια και μέσα από την επαναληπτικότητά της εξέφρασε με μοναδικό, αναρχικό και κρυπτικά εύστοχο τρόπο αλήθειες για την ανθρώπινη φύση, παραβαίνοντας ακόμα και το άβατο της αρχαίας τραγωδίας που είναι η κάθαρση. Ο Χουβαρδάς διάβασε και ξαναδιάβασε το κείμενο πριν το ανεβάσει από όποια οπτική μπορείς να φανταστείς. Των κλασσικών εικονογραφημένων, του γοτθικού Τιμ Μπάρτον και του ανεξέλεγκτου Τέρι Γκίλιαμ, του θεάτρου μέσα στο θέατρο, του κλασικού κειμένου, του στιλιζαρίσματος των πρωταγωνιστών του σαν υπερφορτωμένες από γκλαμουριά φιγούρες σαπουνόπερας που προσπαθούν να σε πείσουν ότι νιώθουν το δράμα ενώ στην ουσία το μιμούνται, το πρίσμα της φροϋδικής ανάλυσης και της αιματοβαμμένης παιδικής χαράς μιας ταινίας τρόμου που οι νεκροί γίνονται καρτούν συννεφάκια.
Ο “Ριχάρδος Γ”, παραμορφωμένος καμπούρης και μέγας δολοπλόκος, θα εξοντώσει προκειμένου να στεφθεί βασιλιάς όλο του το σόι, χρησιμοποιώντας σαν κύριο φονικό του όπλο την απαράμιλλη ρητορική του. Σε κάποια στιγμή σταματάς πλέον να μετράς πόσους σκότωσε. Γύρω του, αυλικοί, βασιλομήτωρες και ανήλικοι διάδοχοι, συμμετέχουν ο κάθε ένας με το δικό του μερίδιο ευθύνης σε ένα τραβεστί πάρτι εξουσίας, χαμένοι στη δική τους παραζάλη. Η όποια πιθανή τους αθωότητα είναι απλά ένας μανδύας του πόθου τους όχι για ζωή, αλλά για εξουσία. Αυτό που ουσιαστικά καθιστά μέσα τους αποκρουστικό τον Ριχάρδο, είναι το πως στην εξωτερική του παραμόρφωση αντανακλάται η εσωτερική τους σήψη.
Και εκεί μπαίνει στη μέση ο Δημήτρης Λιγνάδης και παίρνει παραπάνω από τη μισή παράσταση πάνω του. Αυτός που λογικά θα έπρεπε να είναι ο γελωτοποιός της Αυλής γίνεται ο απόλυτος εξουσιαστής της. Χουβαρδάς και Λιγνάδης έχουν επιλέξει μια πολύ λεπτή γραμμή ισορροπίας για τον Ριχάρδο τους. Παρά τα όσα ανομολόγητα διαπράττει, σου ασκεί μια νοσηρή τρυφερότητα. Μια ταύτιση όσον αφορά την αποδοχή απέναντι στο δικό σου παραμορφωμένο και το πως αυτό μπορεί να μεταλλαχθεί σε εκδικητικό μίσος. Ο δολοφόνος αρλεκίνος που εσύ δημιούργησες για να μπορείς μετά να τον καταραστείς. Ο εκφραστής της επικινδυνότητας του λόγου και της μετάφρασης του. Ο δεινός σφαγέας ρήτορας με την καμπούρα. Μια εικόνα του πιο σκοτεινού εαυτού σου, χωρίς την ίδια ευφυΐα με σένα. Ο Λιγνάδης στη σκηνή κάνει σολάρισμα άθλο, αναδεικνύοντας το πολυδιάστατο του χαρακτήρα του σαν φιλόσοφος του σκότους και σαν κακομαθημένο παιδί ταυτόχρονα. Το βλέμμα του, γερμανικός εξπερεσιονισμός, η καμπούρα του, Nτίσνεϊ σαν μπαλόνια γεμάτα φωσφοριζέ πύον που πρέπει να απελευθερωθούν. Είναι τέτοια η δυναμική και η ένταση και η λεπτομέρεια και το παιχνίδισμα με το οποίο υπηρετεί το ρόλο του, που όταν πια έρθει η στιγμή να πει την ιστορική φράση “το βασίλειό μου για ένα άλογο” ακούγεται υποτονικά, σαν ένας υποχρεωτικός συμβολικός επίλογος που πρέπει να ακουστεί αλλά είναι πλέον περιττός, ξεπνοημένος. Σαν το σχεδόν ανακουφιστικό φύσημα που κάνει στη συμβολικά στημένη σκηνή του θανάτου του. Ένας διπολικός αντισούπερμαν που αντί για μπέρτα έχει την καμπούρα του.Ο Λιγνάδης που σημειωτέον με έκοψε όταν έδινα θεατρικές εξετάσεις, έκλεισε με τον πιο θεαματικό τρόπο ένα μεγάλο κεφάλαιο δικού μου μίσους μαζί του. Μετά από αυτό που είδα, ναι, έπρεπε να με κόψει.
Γύρω από τον Λιγνάδη, ένας εξαίρετος, σχεδόν λονδρέζικος θίασος υπονομεύει την αλήθεια για να αναδείξει το θέατρο μέσα από το οποίο καλείσαι να βρεις την δική σου αλήθεια. Θα το έλεγα pop αλλά μου φαίνεται πολυχρησιμοποιημένο. Πιο πολύ σαν να βλέπεις συναυλία μοιάζει. Η Ελισάβετ – Καριοφυλλιά Καραμπέτη ντυμένη κλαίουσα glam queen Έλενα Μπόναμ Κάρτερ με κινησιολογία μαριονέτας, η Θέμις Μπαζάκα – Μαργαρίτα σαν στοιχειωμένη από την εκδίκηση Γκαλάντριελ, η Σοφία Σεϊρλή – Δούκισα του Γιορκ σαν μια Μάρλεν Ντίτριχ που είδε φωτογραφίες της Lady Gaga, o απολαυστικός Άγγελος Παπαδημητρίου – Ράτκλιφ σαν επισκέπτης θιάσου από άλλον πλανήτη που του είπαν να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές κι έχω άλλες τόσες για τον Ιερώνυμο Καλετσάνο, το Μάνο Βακούση, τον Περικλή Μουστάκη, τον Νίκο Ψαρρά. Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές γιατί ο Χουβαρδάς αναζητά τις συνδέσεις του τότε με το τώρα όχι όμως μέσα από μια σοβαροφανή, κουραστική ανάλυση. Επιλέγει το σέρφινγκ στην οπτική εντύπωση της επιφάνειας για να σε ζαλίσει τόσο όσο χρειάζεται να χωθείς στο έργο “μεθυσμένος”, σε διανοητική έξαψη και σε θεατρική μέθεξη.
Τα δύο ουσιαστικά σκηνικά της Εύης Μανιδάκη υποβάλλουν χωρίς να επιβάλλουν την κινηματογραφική διάσταση του έργου, περνώντας από το γοτθικό πύργο στο γεωμετρικά παραμορφωμένο δωμάτιο των θανάτων, σαν το εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι με πράσινη γούνινη ταπετσαρία. Σε αυτό το δωμάτιο ο Χουβαρδάς θα ολοκληρώσει την αφήγησή του σαν παιδικό παιχνίδι. Τα φαντάσματα θα επισκεφτούν τον Ριχάρδο σαν πνοές χορογραφημένες πάνω στο συνοικέσιο του θανάτου με τη ζωή και της φανταχτερής φιλοδοξίας με το μηδέν της ανυπαρξίας. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη θα υπερτονίσουν με καλόγουστη υπερβολή τη μασκαράτα της εξουσίας σαν ένα καμπαρέ εντυπώσεων λίγο πριν πέσουν οι βόμβες ή σαν μακάβριο δείπνο χλιδάτης τηλεοπτικής σειράς. Ένα καμπαρέ με μικρόφωνα μπροστά στα οποία οι ηθοποιοί θα τραγουδήσουν και θα απευθυνθούν στο κοινό που διασκεδάζει, με μερικούς από αυτούς καθισμένους ανάμεσα στους θεατές να σε προτρέπουν να χειροκροτήσεις και να επευφημήσεις, δηλαδή να γίνεις συνένοχος.
Όλα τα παραπάνω έχουν την ταμπέλα του “δήθεν” γραμμένη πάνω τους με μεγάλα γράμματα. Εκεί είναι το μεγάλο στοίχημα που κέρδισε ο Χουβαρδάς. Είναι οτιδήποτε εκτός από “δήθεν”. Η σκηνή του Εθνικού φωτίζεται κυριολεκτικά από αβάσταχτη ενέργεια και ένα τρίωρο “βαρύ” δράμα, μετατρέπεται σε αστρόπλοιο αναφορών, εικόνων και απόλαυσης, χωρίς στιγμή να προδίδει το φορτίο του. Απλά δεν στο καθιστά εκβιαστικό, σε βάζει μέσα του, αφουγκράζεται τις δικές σου εικόνες και φορτία, τις αντιπαραβάλει με το μύθο και σε παρασύρει σε μια θεατρική απόλαυση που δεν ξεκινά με αυτοσκοπό το ηθικό δίδαγμα, εφ’ όσον γνωρίζει πως το μενού α λα καρτ είναι βαρετό. Σε αφήνει να το βιώσεις σαν συνέπεια ενός τραγικά καταστροφικού και αιματοβαμμένου αλλά υπέρλαμπρου πάρτι. Με ύπουλο επιμύθιο το “ποιον είπες καμπούρη ρε;”.
Σχόλια για αυτό το άρθρο