Το ονόμασαν Μινιόν γιατί το πρώτο κατάστημα που ίδρυσε το 1934 ο Γιάννης Γεωργακάς, ήταν πράγματι μινιόν, για την ακρίβεια ήταν ένα μικρό περίπτερο στην Ομόνοια. Τις επόμενες δεκαετίες όμως, το Μινιόν έγινε το “μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα” όπως έλεγε και το διαφημιστικό του και κάποια στιγμή έφτασε να έχει 120.000 είδη και να απασχολεί 1.000 άτομα προσωπικό.
Ήταν το πρώτο πολυκατάστημα στην Αθήνα, είχε 6 ορόφους, κυλιόμενες σκάλες, είχε καλές τιμές, είχε εκπτώσεις, είχε δόσεις. Είχε τον αέρα της Ευρώπης που τότε τη φανταζόμαστε σαν ένα τεράστιο κατάστημα, που όταν θα έμπαινες μέσα, θα μπορούσες να πάρεις ό,τι θέλεις. Στο Μινιόν πήγαιναν όλα τα κοινωνικά στρώματα, είχε τιμές για όλα τα πορτοφόλια, αλλά ο βασικός πυρήνας ήταν υπάλληλοι και εργαζόμενοι. Την δεκαετία 1970-1980 γνώρισε μέρες δόξας. Το Μινιόν έγινε κατά κάποιο τρόπο η Ευρωπαϊκή εικόνα της Αθήνας…
Ήταν το πρώτο πολυκατάστημα στην Αθήνα, είχε 6 ορόφους, κυλιόμενες σκάλες, είχε καλές τιμές, είχε εκπτώσεις, είχε δόσεις. Είχε τον αέρα της Ευρώπης που τότε τη φανταζόμαστε σαν ένα τεράστιο κατάστημα, που όταν θα έμπαινες μέσα, θα μπορούσες να πάρεις ό,τι θέλεις. Στο Μινιόν πήγαιναν όλα τα κοινωνικά στρώματα, είχε τιμές για όλα τα πορτοφόλια, αλλά ο βασικός πυρήνας ήταν υπάλληλοι και εργαζόμενοι. Την δεκαετία 1970-1980 γνώρισε μέρες δόξας. Το Μινιόν έγινε κατά κάποιο τρόπο η Ευρωπαϊκή εικόνα της Αθήνας…
Ένας άλλος λόγος που πέτυχε το Μινιόν ήταν η τοποθεσία του. Βρισκόταν στην συμβολή της Πατησίων με τη Δώρου, πολύ κοντά στην Ομόνοια. Έτσι έγινε ο αγαπημένος τόπος συνάντησης των επαρχιωτών που έρχονταν στην Αθήνα για να βρουν δουλειά, να ψωνίσουν, να πάνε στο γιατρό, να δουν ένα παλιό τους έρωτα. “Πού θα βρεθούμε;” “Μπροστά στο Μινιόν.”. Οι βιτρίνες του μαγαζιού, αν είχαν φωνή, θα μπορούσαν να μας αφηγηθούν καταπληκτικές ιστορίες. Μπροστά τους έχουν δοθεί άπειρα ραντεβού, έχουν βρεθεί χιλιάδες άνθρωποι, έχουν μιλήσει για δουλειές, αρρώστιες, έρωτες και μετά έχουν ανέβει τις κυλιόμενες σκάλες, μόνοι τους η με την παρέα τους για να αγοράσουν τα δώρα των Χριστουγέννων….
Το Μινιόν είχε τις ωραιότερες βιτρίνες της Αθήνας. Τα Χριστούγεννα, από τις συνοικίες κατέβαιναν στο κέντρο οικογένειες, συν γυναιξί και τέκνοις, μόνο και μόνο για να τις θαυμάσουν. Ήταν στολισμένες με πολύχρωμα φώτα, με γιρλάντες, με κούκλες που είχαν μηχανισμούς και έκαναν κινήσεις. Ο μικρός Χριστός άπλωνε τα χεράκια του, η Παναγία τον σκέπαζε με ένα πανί, ο Ιωσήφ κουνούσε συλλογισμένος το κεφάλι του, οι μάγοι γονάτιζαν και πρόσφεραν τα δώρα τους, οι άγγελοι πετούσαν στον ουρανό. Παντού βαμβάκι, τόνοι βαμβάκι, για να φαίνεται χιονισμένο το τοπίο. Με όλο αυτό το σκηνικό, φτιαγμένο και φωτισμένο τέλεια, νόμιζες πως ήσουν στην Βηθλεέμ και έβλεπες τη Γέννηση. Άλλες βιτρίνες είχαν θέματα από ταινίες του Ντίσνεϊ, “Ο Ρομπέν των Δασών”, “Η Χιονάτη και οι 7 Νάνοι”, “Σεβάχ ο θαλασσινός”. Χρόνια μετά, γνώρισα έναν τρομερό τύπο, τον Γιάννη Βικέλα, ο οποίος μου αποκάλυψε ότι είχε δουλέψει στο στήσιμο αυτών των βιτρινών.
Μπαίνοντας, σε υποδεχόταν ο Αη-Βασίλης. O Aη-Βασίλης του Μινιόν ήταν διάσημος, πριν πάει στο μαγαζί έκανε μια μεγάλη περιοδεία μέσα στην Αθήνα, μοίραζε δώρα και μετά πήγαινε στο Μινιόν, καθόταν σε μια πολυθρόνα και σε προσκαλούσε να κάτσεις στα γόνατά του και να να φωτογραφηθείς. Δεν μου άρεσαν ποτέ οι Αη-Βασίληδες και τα “γιο-χο-χο-χο” που έκαναν. Τους έβρισκα ψεύτικους, σαν τα γένια τους, ήξερα ότι ήταν κάποιος που είχε μεταμφιεστεί, μια φορά πήγε να με αγκαλιάσει ένας, η ανάσα του βρόμαγε ουίσκι, τα ρούχα του ήταν παλιά και λιγδιασμένα, του έδωσα μια σπρωξιά, έπεσε κάτω. ” Ας μην ήμουν Αη-Βασίλης και θα σου έδειχνα εγώ, κολόπαιδο…” μου είπε μέσα από τα δόντια του όταν σηκώθηκε.
Μετά πηγαίναμε στον 6ο όροφο. Ένας όροφος γεμάτος παιχνίδια! Εδώ υπήρχαν τα πάντα: Tρενάκια, επιτραπέζια, κούκλες, αυτοκίνητα, Lego, ό,τι λαχταρούσε και ονειρευόταν κάθε παιδί ήταν εκεί. Εμένα μου άρεσαν κάτι περίεργα, “Ο φωτεινός παντογνώστης”, “Ο μικρός ταχυδακτυλουργός”, “Πειράματα Χημείας”, τέτοια. Τα παιχνίδια τα αγοράζαμε με το χαρτζιλίκι μας, που το μαζεύαμε όλο το χρόνο. Μια χρονιά που είχα μαζέψει πολλά λεφτά πήρα ένα τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι, αλλά φτάνοντας στο σπίτι το έστειλα προς το μπαλκόνι, σαβουρντίστηκε κι έγινε χίλια κομμάτια… Ψωνίζαμε τα παιχνίδια μας και μετά ανεβαίναμε στον 7ο όροφο που είχε το καφέ και το εστιατόριο, τρώγαμε σουβλάκια και λουκουμάδες βιαστικά και επιστρέφαμε σπίτι να ανοίξουμε τα παιχνίδια μας.
Ήταν Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 1980, ήμουν μεγάλος πια, 25 χρονών, όμως συνέχιζα να επισκέπτομαι το Μινιόν, όχι πια για να αγοράσω παιχνίδια, αλλά για να θαυμάσω τις βιτρίνες του και για να αγοράσω ρούχα. Ήταν πολύ της μόδας το κοτλέ, φορούσαμε παντελόνια, σακάκια, πουκάμισα, γιλέκα, τραγιάσκες, όλα κοτλέ. Είχα δει στη βιτρίνα ένα πράσινο – λαδί πουκάμισο, μου άρεσε, πήγα στον 1ο όροφο, στα αντρικά, το αγόρασα, γυρίζω σπίτι, ανοίγω το πακέτο, τι να δω; στο δεξί μανίκι, όλη η μανσέτα ξηλωμένη! Έσκασα από το κακό μου, “θα στο ράψω εγώ, μην κάνεις έτσι” μου λέει η μάνα μου, “Όχι, όχι, θα πάω να το αλλάξω αύριο”, της λέω…
Την άλλη μέρα, νωρίς-νωρίς, με το κουτί παραμάσχαλα, κατέβηκα στο κέντρο. Κίνηση, φασαρία, πυροσβεστικές, μαύρος καπνός παντού. “Τι συμβαίνει;” ρωτάω έναν περαστικό. “Καίγεται το Μινιόν και ο Κατράντζος!” μου απαντάει. Έτρεξα στην Πατησίων, κι εκεί, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, είδα να καίγεται ο Παράδεισος της παιδικής μου ηλικίας. Φλόγες έβγαιναν από τον 6ο όροφο, φανταζόμουν τα αυτοκινητάκια να αρπάζουν φωτιά, τις κούκλες να λιώνουν και τον “Φωτεινό παντογνώστη” να γίνεται στάχτη. Βούρκωσα. Πήγα στη Σταδίου, τα ίδια και χειρότερα. Όλο το κτίριο του Κατράντζου είχε καταρρεύσει από την πυρκαγιά. Πήρα το λεωφορείο και γύρισα σπίτι. Κάθε φορά που φόραγα αυτό το πουκάμισο, μέχρι να λιώσει,σκεφτόμουν τον Παράδεισο των παιδικών μου χρόνων που είχε πια τελειώσει… Στη συνέχεια, πέρασε στα χέρια του κράτους, άνοιξε ξανά, αλλά το 1998 έβαλε οριστικά λουκέτο
Πέρασα πάλι, μετά από χρόνια, έξω από το Μινιόν. To παλιό, καμμένο, ξεχασμένο κτίριο στην οδό Πατησίων και Δώρου, έχει αλλάξει όψη. Οι γκρίζοι τοίχοι με τα σημάδια της πυρκαγιάς, εκεί που κάποτε ακούμπησαν τα παιδικά χεράκια μας, καλύφθηκαν πρόσφατα από ένα τεράστιο, πολύχρωμο πανό, ζωγραφισμένο από τον Γιάννη Κόττη. Τροπικά φυτά και φρούτα, φέτες από καρπούζι, κολοκύθες και ανθισμένα λουλούδια, έχουν σκεπάσει το μπετόν και έχουν ενισχύσει τις φήμες πως το Μινιόν θα ανοίξει ξανά. Ήδη η εταιρεία Follie-Follie που το αγόρασε, δραστηριοποιείται για την αποκατάσταση και την επαναλειτουργία του μέσα στο 2018. Μακάρι να είμαστε καλά, να αντέξουμε ως τότε και να δούμε τις αναμνήσεις της παιδικής μας αθωότητας να ξαναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες τους…
Σχόλια για αυτό το άρθρο