Ταξίδεψα στην πρωτεύουσα της Καταλονίας, οδηγήσα το νέο Volvo XC40 και έκανα τις αναπόφευκτες συγκρίσεις με την ελληνική πραγματικότητα. Παράλληλα έφαγα τα απολαυστικότερα τάπας στον πλανήτη και απόλαυσα τη θέα του ξενοδοχείου W..
Τα τελευταία χρόνια, οι οπισθοδρομικές κομπανίες φαίνεται να κυβερνούν παντού και δεν έχω επισκεφτεί μέρος όπου να μην εισπράξω γκρίνια για κάτι. Μέχρι και το Λονδίνο, που ήταν στο απυρόβλητο, έχει μεταλλαχθεί με τον νταλκά του Βrexit κι έχει φύγει εκτός της απολύτου glam τροχιάς, όσα λαμπιόνια και να έβαλε τις γιορτές.
Η ανατροπή στην κλασική γκρίνια ήταν η Βαρκελώνη και οι Καταλανοί – κι ας τρώγονται με τα ρούχα τους να αποκοπούν από την υπόλοιπη Ισπανία. Οι Καταλανοί νιώθουν παντοδύναμοι, πως δεν έχουν ανάγκη κάνεναν. Χαρά Θεού τη βρίσκουν την ηλιόλουστη πόλη τους και εξίσου πανευτυχείς είναι οι ξένοι που ζουν εκεί (παρά τη μικρή πτώση, λόγω του επιθυμητού από τη μεριά των ντόπιων σχίσματος).
Τη Βαρκελώνη, λοιπόν, την όργωσα με το νέο Volvo XC40, σε ένα ταξίδι-αστραπή γεμάτο εκπλήξεις, και απόλαυσα τους δρόμους της και την ευκολία στο πάρκινγκ. Κέντρο-αεροδρόμιο πας σφαίρα. Στην παραλία της Barceloneta, ανάμεσα στους φοίνικες κάνουν πατίνια και στη θάλασσα κολυμπάνε και λιάζονται γυμνιστές.
Όλα υπό τη σκιά του συγκλονιστικού –και πολύ σέξι– ξενοδοχείου W και του τεραστίου γιοτ Dilbar, που έχει μήκος 160 μέτρα. Μια χαρά τα έχουν καταφέρει οι Καταλανοί. Έχουν συγκεντρώσει όλους τους ανήσυχους, την κουλτούρα, την έμπνευση, τα επαγγελματικά ταξίδια και –last, but not least– τη θεσπέσια κουζίνα.
Τρελαίνομαι για το φαγητό, αλλά δεν το κυνηγάω κιόλας. Αγαπώ τα βασικά καλά υλικά. Απεχθάνομαι τα δήθεν και η γνώμη μου είναι πως στην Αθήνα μας τρώμε σχεδόν παντού μέτρια και πληρώνουμε πολλά. Η αξέχαστη εμπειρία στη Βαρκελώνη ήταν το δείπνο-έκπληξη στο εστιατόριο Tickets. Το όνομα και ο χαρακτηρισμός του ως tapas bar ομολογώ ότι δεν μου γέμιζαν το μάτι. Με το που καθήσαμε με τη Λαβίνια Σταθάκη, ενώ στην ανοιχτή κουζίνα στο βάθος έκοβαν με ευλάβεια τα jamon, ένας ευγενέστατος σερβιτόρος μας ρώτησε αν πεινάμε. Ένα «ναι» ήταν αρκετό για ένα τρίωρο γευστικό πάρτι, όπου όλα τα ντελικατέσεν του κόσμου παρέλασαν σε αξέχαστους συνδυασμούς, συνοδευμένα από ντόπια κρασιά που άλλαζαν κάθε λίγο. Μικρές εκρήξεις γεύσεων έσκαγαν με κάθε μπουκιά!
Από την πράσινη ελιά στην αρχή, που κάνει «παφ» στο στόμα σου, μέχρι τους συνδυασμούς αχινού, Wagyu beef, χαβιαριού, κοιλιάς τόνου, χταπόδι άνευ προηγουμένου, λεπτά σάντουιτς με jamon και άλλα άπειρα, με κατάληξη υπέρτατα γλυκά και ένα cheesecake λιποθυμίας. Μέχρι και μια διάφανη μπάλα-γλυκό μέσα σε τριαντάφυλλο φάγαμε!
Ο Ισπανός σταρ της κουζίνας, Albert Adrià, έκανε το θαύμα του φτιάχνοντας αυτό το «πάρκο γευστικής αναψυχής» για 90 μόνο άτομα. Κάθε βράδυ, στον πολύχρωμο και χαρούμενο χώρο, που έχει μπαρ γύρω από την κουζίνα, γίνεται το αδιαχώρητο.
Κατά τα άλλα, στη Βαρκελώνη, όπου ζουν και δημιουργούν άνθρωποι από όλον τον κόσμο, οι οποίοι απολαμβάνουν τα κύματα και μετατρέπουν παλιά εργοστάσια στο κέντρο της πόλης σε πριβέ εστιατόρια, κι όπου βλέπεις τους ντόπιους –που μας μοιάζουν τόσο πολύ– να περπατάνε ανέμελοι στη Rambla και στην παραλία, αναρωτιέσαι και πάλι: Γιατί;… Γιατί, μπορεί κι εκείνοι να βγάζουν μόνοι τους τα ματάκια τους, αλλά όχι στο δικό μας σημείο. Και με το ένα τρίτο της φυσικής ομορφιάς που έχει η Ελλάδα μας…
Κείμενο: Χριστίνα Πολίτη
Σχόλια για αυτό το άρθρο