O TAZ δεν ήταν ποτέ Λανθιμικός. Όμως εδώ το παιχνίδι αλλάζει εντελώς.
Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έχω κάνει ως κριτικός, είναι το ότι δεν προσέγγισα τον «Κυνόδοντα» σαν μαύρη κωμωδία. Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έκαναν άλλοι κριτικοί, είναι ότι με κεκτημένη ταχύτητα, το χαρακτήρισαν αριστούργημα. Κι ένα από τα λάθη που ο ίδιος ο Λάνθιμος και ο σεναριακός παρτενέρ του Ευθύμης Φιλίππου, είναι ότι αντί να απολαύσουν την ποπ πλευρά των ζοφερών μικρόκοσμων που δημιούργησαν, συνέχισαν το παιχνίδι της σουρεαλιστικής σοβαροφάνειας, επαναλαμβάνοντας τον εαυτό τους με λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα εγχειρήματα. Αυτή εδώ είναι η πρώτη ταινία που ο Λάνθιμος γυρίζει με ξένους σεναριογράφους και η φρεσκάδα είναι ολοφάνερη από την αρχή.
Βασισμένος σε πραγματικά πρόσωπα και διαστρεβλωμένα ιστορικά γεγονότα δημιουργεί μια αξιοζήλευτη και αιχμηρή σάτιρα εποχής και συμπεριφορών, κινηματογραφώντας την όμως με την αυστηρότητα ενός Κιούμπρικ στο πλανάρισμα και την εξαιρετική φωτογραφία με τους γνήσιους φωτισμούς των κεριών (κάτι που ο Κιούμπρικ είχε κάνει στον ‘Μπάρι Λίντον’). Υπάρχει μια σκηνοθετική αυστηρότητα που ταυτόχρονα έχει ροή και δεν είναι ποτέ φλύαρη. Κι ένα γυναικείο τρίο πρωταγωνιστριών (Έμα Στόουν, Oλίβια Κόλμαν, Ρέιτσελ Βάιζ,) που απολαμβάνουν τους ρόλους τους σαν μια τούρτα από κέικ, πολύ πιο λαχταριστή από το εγχείρημα της Σοφία Κόπολα στην «Μαρία Αντουανέτα» της.
Η επιλογή των χώρων και των διαδρόμων είναι συγκλονιστική με το φακό του Γιώργου σε ένα συνεχές κυνηγητό των ηθοποιών του κλεισμένων πάλι σε έναν μικρόκοσμο που όμως αυτή τη φορά για τον θεατή είναι ανοιχτός και υπέρ του δέοντως φιλόξενος ενώ κάθε καλλιτεχνική λεπτομέρεια είναι φροντισμένη στην εντέλεια. Είναι φανερό το διαζύγιο του Λάνθιμου από τον Ελληνικό κινηματογράφο πλέον και γελοίοι οι παιάνες για το κατόρθωμα των 10 υποψηφιοτήτων για Όσκαρ ως Ελληνικό κατόρθωμα. Είναι κατόρθωμα του Γιώργου και των ξένων συνεργατών του και άλλη μια απόδειξη του ότι αν υπάρχει επιθυμία, ταλέντο και φυσικά χρήματα, έξω πάμε καλά. Τρίκαλα θα μπορούσα να πω εφόσον ο Λάνθιμος έχει δημιουργήσει μια απίστευτη σάτιρα για ταινία εποχής, όπως δεν την έχεις ξαναδεί, με το γέλιο να βγαίνει αυθόρμητα όχι μέσα από χοντράδες αλλά από τον επικοινωνιακό κώδικα της βρετανικής αυλής στις αρχές του 18ου αιώνα με την Βρετανία να βρίσκεται σε πόλεμο με τη Γαλλία.
Στο θρόνο βρίσκεται η νευρωτική βασίλισσα Άννα που υποφέρει από ποδάγρα και δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα όπως και οι περισσότεροι αριστοκράτες που διοργανώνουν διαγωνισμούς τρεξίματος με πάπιες κι εκστασιάζονται από το νέο φρούτο που ανακάλυψαν, τον ανανά. Η Άννα ζει με τα κουνέλια της και την ουσιαστική διακυβέρνηση της χώρας έχει αναλάβει η στενή της φίλη (και όχι μόνο) Λαίδη Σάρα. Όταν μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, η Αμπιγκέιλ εμφανιστεί για να εκτελέσει χρέη υπηρέτριας, θα εντυπωσιάσει την εξαδέλφη της Σάρα, που θα την βάλει να κάνει παρέα (και όχι μόνο) στην βασίλισσα. Η Άννα εντυπωσιάζεται από την Αμπιγκέιλ κανείς όμως δεν έχει υπολογίσει πόσο ψηλές είναι οι φιλοδοξίες της και τι είναι ικανή να κάνει για να τις πετύχει προκειμένου να κερδίσει ξανά τη θέση της στην υψηλή κοινωνία. Από κει και πέρα αρχίζει το πιο μαθηματικά οργανωμένο ντελίριο που μπορείς να απολαύσεις σε ταινία εποχής με ακόμα και την πιο απλή ατάκα να σου βγάζει σαρκασμό μέσα από το βλέμμα της ηθοποιού ή τον τρόπο που εκφράζεται.
Ο Λάνθιμος σε απόλυτο έλεγχο σκηνοθετεί σκηνές που εύκολα θα κατέληγαν στο φτηνό αστείο, με τη σοβαρότητα ενός auter και ένα συνεργείο πέρα από τις θεϊκές τρεις γυναικείες ερμηνείες, που του συμπαραστέκεται στα πάντα. Χτίζει και αποδομεί χαρακτήρες, σαρκάζει, μπαίνει στη γυναικεία ψυχολογία και το Παιχνίδι του Θρόνου, χαζεύει με την ανθρώπινη φιλοδοξία και ανοησία και τα προσφέρει όλα αυτά μαζί σε ένα πραγματικά γκουρμέ πιάτο σε μια μπαρόκ επιθεώρηση. Ένα διαμάντι που όπως έγραψε και το Variety είναι σαν ο «Μπάρι Λίντον», να συναντά τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» και το «Όλα για την Εύα». Κυνικός όπως πάντα αλλά πιο ανθρώπινος από ποτέ, ο Λάνθιμος κέρδισε το παιχνίδι και το ρεκόρ των 10 υποψηφιοτήτων για Όσκαρ, γιατί πολύ απλά, ήξερε καθαρά από την αρχή τι ταινία θέλει να κάνει και δοκιμάστηκε σε ένα πολύ δύσκολο τερέν που θα μπορούσε άνετα να οδηγήσει σε ένα τεράστιο φιάσκο με μια ταινία που δεν μπορείς να της βάλεις ταμπέλα και ούτε η ίδια το θέλει και για αυτό τιμήθηκε έτσι. Περπάτησε πάνω σε τραμπολίνο κρατώντας όμως ευθύ και αποφασιστικό το βήμα του, και τον εντυπωσιακό ευρυγώνιο φακό του, που σου διαστρεβλώνει την αίσθηση του χώρου, χωρίς κωλοτούμπες και παρέδωσε μια από τις πιο εκλεκτικά απολαυστικές ταινίες της χρονιάς που με τα χρόνια θα αποκτήσει την πατίνα του κλασικού με μολιερίστικα καμπανάκια δραματοκωμωδίας. Και ο δημιουργός της αποδεικνύει με πιρουέτα πόσο πραγματικά ευλύγιστος είναι συνδέοντας περίεργα τον «Κυνόδοντά» του με ένα παγκόσμιας απήχησης και γαργαλιστικής σύγχυσης τσίρκο εποχής.
Σχόλια για αυτό το άρθρο