Η νέα δημιουργία του Νεοζηλανδού κινηματογραφιστή Τάικα Γουαϊτίτι είναι μια μαύρη κωμωδία με πολλές ανατροπές αλλά και μια συγκλονιστική ιστορία ενηλικίωσης.
Η ταινία «Τζότζο» είναι μια μοναδική ματιά για τη φρίκη και την παράνοια του πολέμου μέσα από το αθώο βλέμμα ενός 10χρονου παιδιού.
Η ταινία είναι υποψήφια για 6 βραβεία Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Β’ Γυναικείος ρόλος για τη Σκάρλετ Γιόχανσον, Διασκευασμένο Σενάριο για τον Τάικα Γουαϊτίτι, Μοντάζ για τον Τομ Ιγκλς, Καλλιτεχνική Διεύθυνση για τον Ρα Βίνσεντ και Κοστούμια για τη Μέιγιες Ρούμπεο) αλλά και για 6 βραβεία BAFTA.
Μεταξύ των πολλών διακρίσεων σε διεθνή φεστιβάλ, η ταινία κέρδισε το
Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο και έχει επιλεγεί ως μία από τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς από το American Film Institute.
Ο «Τζότζο» (Jojo Rabbit) έρχεται στις 23 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους από την ODEON.
Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τάικα Γουαϊτίτι (THOR: RAGNAROK, ΚΥΝΗΓΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ), φέρνει με τη μοναδική αίσθηση του χιούμορ και πάθους την τελευταία του ταινία, ΤΖΟΤΖΟ, μία σάτιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με πρωταγωνιστή ένα μοναχικό αγόρι από τη Γερμανία (ο Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις στο ρόλο του Τζότζο) του οποίου η ιδέα για τον κόσμο αντιστρέφεται, όταν ανακαλύπτει ότι η διαζευγμένη μητέρα του (Σκάρλετ Γιόχανσον) κρύβει ένα νεαρό Εβραίο κορίτσι (Τόμασιν ΜακΚένζι) στη σοφίτα τους. Με μοναδική βοήθεια από τον χαζούλη φανταστικό του φίλο, Αδόλφο Χίτλερ (Τάικα Γουαϊτίτι) ο Τζότζο θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον τυφλό φανατισμό του.
Εισαγωγή
Η ταινία προσφέρει μια πανέξυπνη και βαθιά συγκλονιστική παιδική ματιά πάνω σε μια κοινωνία που έχει φτάσει στα πρόθυρα της τρέλας με την ανεκτικότητα. Λαμβάνοντας υπόψιν την εβραϊκή του καταγωγή και τις εμπειρίες του γύρω από την προκατάληψη, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τάικα Γουαϊτίτι (‘’Όσα Κάνουμε στις Σκιές’’, ‘’Κυνήγι Ανθρώπων’’) κάνει μια δυναμική δήλωση ενάντια στο μίσος με αυτή την κατάμαυρη σάτιρα για τη ναζιστική κουλτούρα. Ο Γουαϊτίτι προσεγγίζει μια τρομακτική πλευρά της ιστορίας με απόλυτη σοβαρότητα και ευπρέπεια – αυτή ενός αγοριού που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου για την απόλυτη αφοσίωσή του στον Χίτλερ, όπως γίνονταν σε πολλούς εκείνη την περίοδο. Διατηρώντας μια ισορροπία, ο Γουαϊτίτι αναμειγνύει την οργή της σάτιρας με μια επίμονη αίσθηση ελπίδας, τα οποία μπορούν να νικήσουν τον τυφλό φανατισμό και το μίσος. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα «Caging Skies» της Κριστίν Λέουνενς που εκδόθηκε το 2004.
Ενώ η ταινία είναι μια κωμική αλληγορία για το κόστος να αφήνεις κάθε είδους φανατισμό να επικρατεί είτε στο σπίτι σου είτε στο έθνος, ο Τζότζο βιώνει αυτό το ταξίδι ως μια πορεία προς την ενηλικίωση. Βρίσκοντας το κουράγιο να διευρύνει το μυαλό του και τους ορίζοντές του, ανακαλύπτει τη δύναμη της αγάπης που ανοίγει νέα μονοπάτια.
Ο Γουαϊτίτι λέει πως η ελπίδα του για την ταινία είναι ανέκαθεν μια απλή και ασταμάτητη αναστάτωση. Ήθελε να θέσει τη δική του ζώνη ασφάλειας όπως και τις αντιλήψεις για τις ιστορίες από την εποχή των Ναζί που είναι ξεπερασμένες, πόσο μάλλον αντιλήψεις που γίνονται μάθημα για τη σημερινή εποχή μιας και είναι τόσο κρίσιμες. Με τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και άλλες μορφές θρησκευτικής και ρατσιστικής ανεκτικότητας να παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση, οι ανάγκες για την προσοχή και ενημέρωση του κόσμου ήταν πολύ μεγάλες. «Ήξερα από την αρχή πως δεν ήθελα να κάνω ένα απλό δράμα για το μίσος και την προκατάληψη ακριβώς επειδή είμαστε πια συνηθισμένοι σε αυτού του είδους τα δράματα», εξηγεί ο Γουαϊτίτι. «Όταν κάτι μοιάζει πολύ εύκολο, θέλω να φέρνω το χάος σε αυτό. Πάντα πίστευα πως η κωμωδία είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις το κοινό να αισθάνεται άνετα».
Δημιουργώντας την ταινία
Έχουν υπάρξει παρωδίες με θέμα τους Ναζί ήδη από τη δεκαετία του ’40, τότε που ήταν ακόμα παγκόσμια απειλή. Η αρχή έγινε από τον Τσάρλι Τσάπλιν (‘’Ο Μεγάλος Δικτάτορας’’), τον Ερνστ Λιούμπιτς (‘’Να ζει κανείς ή να μη ζει’’) και τον Μελ Μπρουκς (‘’Δυο Τρελοί Παραγωγοί’’) φτάνοντας μέχρι τον Τζον Μπούρμαν (‘’Ελπίδα και Δόξα’’), τον Ρομπέρτο Μπενίνι (‘’Η Ζωή είναι Ωραία’’) και τον Κουέντιν Ταραντίνο (‘’Άδωξοι Μπάσταρδοι’’). Συχνά τέτοιου είδους ταινίες θεωρούνταν αμφιλεγόμενες. Ωστόσο, κατάφεραν να κερδίσουν την προσοχή του κοινού και μέσα στα χρόνια πήραν την αξία που τους άξιζε. Με λίγα λόγια, ακόμα και η πιο βλάσφημη σάτιρα μπορεί να γίνει η απαρχή για μια πολυεπίπεδη ανθρωπιστική αφήγηση.
Η φρέσκια και ασυνήθιστη ματιά του Νεοζηλανδού σκηνοθέτη Τάικα Γουαϊτίτι είχε κάνει την εμφάνισή της ήδη από τις πρώτες του δουλειές, όπως τα «Όσα Κάνουμε στις Σκιές» και «Κυνήγι Ανθρώπων». Με το «Τζότζο» δείχνει να έφτασε στο αποκορύφωμα της μέχρι τώρα καριέρας του συνδυάζοντας μοναδικά το συναισθηματικά οικείο και εκκεντρικά αστείο στοιχείο με την επική θεματολογία, πράγματα που του κίνησαν το ενδιαφέρον. «Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία πήγαινε περισσότερο κοντά στο δράμα, παρόλο που είχε μερικά κωμικά στοιχεία. Όμως, θεώρησα πως αν ανακατευόμουν με αυτό το project, θα έπρεπε να το ενισχύσω με στοιχεία της προσωπικότητάς μου. Το στυλ μου, δηλαδή, περιέχει φανταστικά στοιχεία και προφανώς άφθονο χιούμορ, κάτι σαν ένας χορός ανάμεσα στο δράμα και τη σάτιρα», δηλώνει ο Γουαϊτίτι.
Ο ίδιος ο δημιουργός της ταινίας είχε βιώσει την προκατάληψη στο παρελθόν, κάτι το οποίο τον βοήθησε στην ταινία. «Έχω ζήσει στιγμές ρατσιστικής αντιμετώπισης κυρίως εξαιτίας του χρώματος του δέρματός μου», εξηγεί ο ίδιος. «Παραδοσιακά στη Νέα Ζηλανδία, υπήρχε προκατάληψη ενάντια σε όσους κατάγονταν από τη φυλή των Μαορί. Το έζησα και κατάφερα κατά κάποια έννοια να το ξεπεράσω. Αυτά όλα μπορώ πλέον να τα περάσω εύκολα στην κωμωδία πια. Γι’ αυτό το λόγο νιώθω πολύ άνετα να κάνω πλάκα στους ανθρώπους που πιστεύουν πως είναι έξυπνο να μισούν κάποιον για αυτό το οποίο είναι».
Σημαντικό για τον σκηνοθέτη ήταν ο τρόπος που θα απεικόνιζε τους Ναζί μέσα στην ταινία. Πέρα από το προφανές γι’ αυτόν – να τους παρουσιάσει με χλευαστικό τρόπο – , τους έδωσε και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, κάτι που τους εξισώνει με τους υπόλοιπους ανθρώπους. «Ήταν σημαντικό για μένα να κάνω το Τζότζο να δείχνει ένα 10χρονο αγόρι που ουσιαστικά δεν γνωρίζει τίποτα για τον κόσμο μας», εξηγεί ο Γουαϊτίτι. «Του αρέσει βασικά που ντύνεται με μια φόρμα και γίνεται απλά αποδεκτός. Έτσι ακριβώς συνήθιζαν να συμπεριφέρονται οι Ναζί στα παιδιά, να τους δείχνουν πώς πρέπει να γίνεται κάτι δίχως να είναι σε θέση να σκεφτούν για αυτό. Οπότε τους έλεγαν πως αυτό πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο και τα παιδιά το δέχονταν».
Ο Γουαϊτίτι προσπαθούσε να βρει για το κοινό ένα λόγο για να εναρμονιστεί με τον Τζότζο και τον κόσμο του. «Ένας τρόπος ήταν να δείξω πως πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα τρομαγμένο και ασήμαντο αγόρι σε γενικό πλαίσιο έχοντας μεγάλα όνειρα, όπως όλα τα παιδιά». Επιπλέον, τοποθέτησε την σχέση μητέρας-αγοριού στον πυρήνα της ταινίας. Σε αντίθεση με το Τζότζο, η μητέρα του Ρόζι, βλέπει ξεκάθαρα τον ύπουλο κόσμο που χτίζει ο Χίτλερ και αυτό που κάνει είναι να βοηθήσει.
Αν και η ταινία κάνει σαφή χρήση μερικών αναχρονισμών, ο ίδιος ο δημιουργός έκατσε και έμαθε πολλά για την ιστορική αυτή περίοδο διαβάζοντας βιβλία και παρακολουθώντας ντοκιμαντέρ. «Διάβασα αρκετά για τον ψυχισμό των Γερμανών πριν τον πόλεμο και για το πώς είναι δυνατόν να καθοδηγείς μια ολόκληρη χώρα, πώς γίνεται να καρτερείς την απόγνωση ενός λαού ύστερα από κατάθλιψη. Είδα μερικά ντοκιμαντέρ για να έχω μια ιδέα πώς ήταν τα πράγματα. Ήθελα να είμαι ακριβής και να πειραματιστώ μόνο με τη μουσική, τη χρωματική παλέτα και τη γλώσσα».
Ο Γουαϊτίτι συμπληρώνει: «Νιώθω πως καταλαβαίνω απόλυτα ταινίες σαν τον «Μεγάλο Δικτάτορα» του Τσάπλιν, που διακωμωδεί την τότε κατάσταση και ταυτόχρονα προσπαθεί να δείξει πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Είναι μια προειδοποίηση πως ο Χίτλερ ήταν πολύ πρόσφατος σύμφωνα με τους όρους της ιστορίας της ανθρωπότητας και θα πρέπει να συνεχίσουμε να μιλάμε για αυτά τα πράγματα διότι οι παράγοντες που το προκάλεσαν δεν πρόκειται να φύγουν τόσο απλά».
Ο Τζότζο και η Υπόλοιπη Παρέα
*Τζότζο (Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις)
Για το ρόλο του επώνυμου ήρωα της ταινίας, ο Γουαϊτίτι και η ομάδα του αναζητούσαν το κατάλληλο νεαρό αγόρι και γι’ αυτό ταξίδεψαν από τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία στις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία. Η αναζήτηση έληξε από τη στιγμή που συνάντησαν τον 11χρονο Βρετανό Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, ο οποίος ταίριαξε αμέσως στο ρόλο του Τζότζο. Ο παραγωγός Κάρθου Νιλ (‘’Ο Πιτ και ο Δράκος του’’) δηλώνει: «Ο Τάικα ήθελε κάποιον με σπινθηροβόλο βλέμμα και με απερίγραπτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Αυτά τα στοιχεία τα διέθετε ο Ρόμαν. Αυτό το παιδί συνδυάζει μοναδικά κάθε συναίσθημα με το χιούμορ του, είναι εντυπωσιακό για ένα παιδί της ηλικίας του».
Ο ρόλος του Τζότζο σηματοδοτεί την πρώτη εμφάνιση του Ντέιβις στον κινηματογράφο. Ο ίδιος λέει: «Το είδα σαν μια μεγάλη ευκαιρία να υπενθυμίσουμε στους ανθρώπους για την δυσάρεστη ιστορία της μισαλλοδοξίας και για το πόσο βαθιά μπορεί να επηρεάσει τις κοινωνίες και ειδικά τα παιδιά». Δίχως να έχει υποκριτική εμπειρία, ο Ντέιβις κατάφερε πολλά χάρη στην τεράστια υποστήριξη από τον Γουαϊτίτι και από τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Στόχος του δουλεύοντας μαζί του ήταν να βγάλει από τον νεαρό Ντέιβις φυσικές αντιδράσεις, οι οποίες προέκυψαν δίχως μεγάλη δυσκολία μιας και ο νεαρός ήρωας αποδείχθηκε ιδιαίτερα χαρισματικός. «Ο Ρόμαν είναι πράγματι συμπαθής χαρακτήρας με μεγάλη καρδιά και αυτό περνάει όμορφα στον χαρακτήρα που υποδύεται», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
*Έλσα (Τόμασιν ΜακΚένζι)
Για το ρόλο της Έλσα, ο Γουαϊτίτι έψαχνε να βρει το κατάλληλο άτομο που να συνδυάζει την δυναμικότητα με την αυτοπεποίθηση. Τα στοιχεία αυτά τα βρήκε στη νεαρή Τόμασιν ΜακΚένζι (‘’Χόμπιτ: Η Μάχη των Πέντε Στρατών’’). Ο Γουαϊτίτι δηλώνει: «Πίστευα πως η Τόμασιν ήταν μια ανερχόμενη σταρ επειδή ήταν πολύ ξεχωριστή».
Ενώ ο χαρακτήρας της Έλσα αντιπροσωπεύει την ελπίδα της ανθρωπότητας απέναντι στο κακό και το μίσος, ο Γουαϊτίτι ήθελε να φέρεται σαν μια ατίθαση μοντέρνα κοπέλα. «Οτιδήποτε ξέρει ο Τζότζο για τους Εβραίους είναι από τις προπαγάνδες και από το σχολείο, από όπου άκουγε πως είχαν κέρατα και ουρές και πως είναι διαβολικά πλάσματα. Έτσι, σκέφτηκα η Έλσα να είναι μια όμορφη και άνετη κοπέλα, οπότε ο Τζότζο νιώθει ενθουσιασμένος αλλά και τρομαγμένος από την παρουσία της», λέει ο σκηνοθέτης.
Η ΜακΚένζι λέει για το ρόλο της: «Αυτό που μου αρέσει στην Έλσα είναι πως δεν θέλει να την λυπούνται, θέλει μονάχα να ζήσει τη ζωή της».
*Ρόζι Μπέτσλερ (Σκάρλετ Γιόχανσον)
Η Σκάρλετ Γιόχανσον (‘’Χαμένοι στη Μετάφραση’’, ‘’Match Point’’, ‘’Κάτω από το Δέρμα’’) έχει υποδυθεί αρκετούς ρόλους αλλά ο ρόλος της ως Ρόζι Μπέτσλερ, η δυναμική μητέρα του Τζότζο, αποτελεί κάτι νέο για την ίδια. «Αυτό που αγαπώ στη Ρόζι είναι πως πρόκειται για μια προσωπικότητα έξυπνη, ποιητική, ρομαντική και ταυτόχρονα επαναστατική. Είναι μια μοντέρνα γυναίκα που είναι στο πλάι του Τζότζο, ο ρόλος της είναι κάτι σαν φως μέσα στο σκοτάδι», δηλώνει η Γιόχανσον.
Ο Γουαϊτίτι λέει για την Γιόχανσον: «Νομίζω πως η Σκάρλετ έφερε στον ρόλο της Ρόζι κάτι που δεν ήμουν σε θέση να προβλέψω. Η Ρόζι έχει μερικά χαζά στοιχεία στη συμπεριφορά της που μου αρέσουν όπως τα ερμηνεύει η Σκάρλετ. Την ίδια στιγμή, ο χαρακτήρας είναι φόρος τιμής στις ανύπαντρες μητέρες. Φαίνεται ξεκάθαρα πως είναι ένας από τους πιο δυνατούς χαρακτήρες της ταινίας».
*Λοχαγός Κλέντσενντορφ (Σαμ Ρόκγουελ)
Ο Σαμ Ρόκγουελ (‘’Το Πράσινο Μίλι’’, ‘’Επαγγελματίες Απατεώνες’’, ‘’Φεγγάρι’’) για μια ακόμα φορά ξεδιπλώνει το ταλέντο του στο να υποδύεται διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες. Εδώ είναι ο Λοχαγός Κλέντσενντορφ, ο εκπαιδευτής των στρατευμάτων της Νεολαίας Χίτλερ, ο οποίος συχνά είναι το είδωλο, η νέμεση και ο έμπιστος φίλος του Τζότζο. Ο Ρόκγουελ φέρνει μια κωμική αισχρότητα αλλά και μια ανθρώπινη υπόσταση στο χαρακτήρα του ναζί πολεμιστή με το ένα μάτι, τη μηδαμινή του πίστη στο στρατιωτικό νόμο και τα πολλά του μυστικά. Για τον ίδιο, ο ρόλος του λοχαγού υπήρξε μια πρόκληση διότι τον κέρδισε ο κυνισμός και το επαναστατικό πνεύμα του, όπως τον ενθουσίασε ιδιαίτερα ο συνδυασμός δράματος και κωμωδίας.
«Αναρωτιόμουν στην αρχή για το τί είδους ταινίας πρόκειται. Σύντομα κατάλαβα πως είναι μια ιστορία για την ανεκτικότητα, την οικογένεια και την ανθρωπότητα, είναι όντως μια όμορφη και έξυπνη ταινία», δηλώνει ο Ρόκγουελ. «Για το ρόλο μου υπήρξαν έμπνευση μερικοί πολύ καλοί κωμικοί, όπως ο Μπιλ Μάρεϊ και ο Γουόλτερ Ματάου».
*Αδόλφος Χίτλερ (Τάικα Γουαϊτίτι)
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ενσαρκώνει έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας. Το όνομα αυτού: Αδόλφος Χίτλερ. «Η αλήθεια είναι… πως δεν ήμουν η πρώτη μου επιλογή για το ρόλο», λέει γελώντας ο Γουαϊτίτι. «Δεν ήταν κάτι προφανές για μένα. Αναζήτησα κάποιο ηθοποιό που μπορεί να το κάνει αλλά με δυσκόλεψε πολύ διότι μερικοί ρόλοι δεν είναι εύκολοι. Όταν ανέλαβα εγώ, δεν βασίστηκα πολύ στο ιστορικό πρόσωπο καθώς πρόκειται για απόφθεγμα της φαντασίας του Τζότζο, είναι αυτό που μπορεί να αντιληφθεί ένα 10χρονο παιδί. Είναι κάτι σαν διαβολάκι στον ώμο του».
Ο σκηνοθέτης – και ηθοποιός – ενσωμάτωσε στο χαρακτήρα του αρκετά από τα χαρακτηριστικά του Χίτλερ, όπως την οργή του, την επιθετική γλώσσα και τις πολλές γκριμάτσες και χειρονομίες του. Επιπλέον, έβαλε και στοιχεία της παιδικής αφέλειας του Τζότζο κάνοντας τον δικό του Χίτλερ ένα πρόσωπο αρκετά διαφορετικό από το πραγματικό. Ο ρόλος του λειτουργεί επίσης στην αναπλήρωση του κενού του πατέρα του.
*Φρόιλαϊν Ραμ (Ρέμπελ Γουίλσον)
Η Αυστραλή ηθοποιός και κωμικός Ρέμπελ Γουίλσον (‘’Φιλενάδες’’, ‘’Οδηγός για singles’’) έχει ένα ρόλο-κλειδί στην ταινία. Υποδύεται την Φρόιλαϊν Ραμ, μια εκπαιδεύτρια που μαθαίνει στα νεαρά κορίτσια πως να εκπληρώνουν τα «γυναικεία καθήκοντα» σε καιρό πολέμου καθώς ονειρεύεται να βρεθεί στο μέτωπο του πολέμου και ίδια. Η Γουίλσον είναι γνωστή στο να υποδύεται χαρακτήρες με πια απροκάλυπτη και αστεία στάση αθωότητας για τη ζωή. Έτσι και εδώ, ο χαρακτήρας της είναι ικανός να πιστέψει οποιονδήποτε μύθο των Ναζί.
Η Γουίλσον συμφώνησε αμέσως να συμμετέχει στην ταινία από τη στιγμή που διάβασε το σενάριο. «Δεν έχεις κάθε μέρα μπροστά σου ένα σενάριο που να είναι αστείο και δυνατό. Έτσι, αποφάσισα ότι θέλω να πάρω το ρόλο», λέει η ίδια. Η ηθοποιός στηρίχτηκε αρκετά και στις αυτοσχεδιαστικές της ικανότητες με σκοπό να διατηρήσει μια ισορροπία για τον χαρακτήρα της στην ταινία.
*Λοχαγός Χέρμαν Ντιρτς (Στίβεν Μέρτσαντ)
Πιθανώς ο πιο ξεκαρδιστικά σκοτεινός και τρομακτικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο λοχαγός Χέρμαν Ντιρτς της Γκεστάπο του Φάλκενχαϊμ, ο οποίος διερευνά σχολαστικά τις αναφορές για αντιστασιακούς και Εβραίους που κρύβονται. Τον υποδύεται ο Άγγλος κωμικός ηθοποιός και σεναριογράφος Στίβεν Μέρτσαντ (‘’Ένας Χρόνος είναι Αρκετός’’, ‘’Λόγκαν’’).
Ο Μέρτσαντ εκτίμησε πολύ το έξυπνο σενάριο του Γουαϊτίτι. «Ο Τάικα πήρε κάτι που στην επιφάνεια είναι ψυχρό και κατάφερε να του δώσει χιούμορ και αίσθημα», λέει ο Μέρτσαντ. «Πιστεύω πως η ταινία έχει αρκετά στοιχεία μαύρης κωμωδίας αγγίζοντας σοβαρά θέματα που τα αντιμετωπίζει με χιούμορ». Για την συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, ο Μέρτσαντ λέει: «Αν και το «Τζότζο» αποτελεί την πρώτη μας συνεργασία, ήξερα πως σύντομα θα βρισκόμασταν στο ίδιο μήκος κύματος με τον Τάικα. Τόσο από πλευράς χιούμορ, όσο και από ερμηνείας. Μου άφησε περιθώριο να πειραματιστώ με τον χαρακτήρα μου αλλά και να αυτοσχεδιάσω στα λόγια μου».
Στη Γερμανία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Όπως η ιστορία, έτσι και ο σχεδιασμός του «Τζότζο» μοιάζει να προέρχεται από την προσωπική ματιά ενός 10χρονου παιδιού, ένας σχεδιασμός από πλούσια και αστραφτερά χρώματα ακόμα και μέσα στην καταπιεστική και καταστροφική φύση της ναζιστικής Γερμανίας. «Σε πολλές ταινίες με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλοι ντύνονται με καφέ και γκρι ρούχα. Αυτό μοιάζει ξεπερασμένο και θλιβερό. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν τότε στη μόδα σχέδια και ρούχα με πλούσια χρώματα. Δεν θέλαμε να το κάνουμε υπερβολικά υπερρεαλιστικό, αλλά θέλαμε να αναδείξουμε όλα αυτά τα χρώματα και την ενέργεια που πήγαζε από αυτά», λέει ο Γουαϊτίτι.
Για τη δημιουργία αυτού του συναρπαστικού κόσμου, ο Γουαϊτίτι μάζεψε μια απόλυτα εξειδικευμένη ομάδα γύρω του. Την ομάδα αυτή απαρτίζουν ο διευθυντής φωτογραφίας Μιχάι Μαλαϊμάρε Τζ. (‘’Tetro’’, ‘’The Master’’), ο υπεύθυνος σχεδιασμού παραγωγής Ρα Βίνσεντ (‘’Όσα Κάνουμε στις Σκιές’’, ‘’Thor: Ragnarok’’) και η σχεδιάστρια κοστουμιών Μέιγιες Ρούμπεο (‘’Apocalypto’’, ‘’Avatar’’).
Ο Μαλαϊμάρε επισημαίνει πως πρόσφατα ανακάλυψε έγχρωμο υλικό από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο άλλαξε την άποψη του για μια εποχή που ο περισσότερος κόσμος έχει συνδυάσει με το ασπρόμαυρο. Βλέποντας τον τότε κόσμο στο έγχρωμο αυτό υλικό, ο Μαλαϊμάρε συνειδητοποίησε πως μπορούν να δώσουν μια νέα και ζωντανή διάσταση στην ταινία. «Μπορεί να φαίνεται λίγο παράξενο για το κοινό επειδή το έχει συνηθίσει αλλιώς, αλλά πιστεύω ότι με το χρώμα μπορείς να κάνεις κάτι πιο αληθινό απ’ ότι με το ασπρόμαυρο». Ο Μαλαϊμάρε χρησιμοποίησε ως πηγή έμπνευσης πολλές φωτογραφίες παιδιών εκείνης της περιόδου. Οι περισσότερες από αυτές τις φωτογραφίες ανήκαν στον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ιδρυτή της Magnum Photos.
Η παραγωγή κατευθύνθηκε σε δυο μικρές πόλεις της Τσεχίας – Žatec και Úštěk για να «χτίσει» την φανταστική πόλη Φάλκενχαϊμ. Στις περιοχές αυτές δεν υπήρξαν βομβαρδισμοί και έτσι πολλά σημεία παραμένουν ίδια από εκείνη την περίοδο. Ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας δηλώνει πως η Τσεχία είναι ιδανικός τόπος για να γυριστεί μια ταινία. «Πολύ συχνά σε ταινίες εποχής προσπαθείς να κρύψεις πινακίδες του μοντέρνου κόσμου με διάφορες γωνίες λήψης και με τον φωτισμό. Εδώ, όλα έμοιαζαν αυθεντικά και ωραία που μας έδωσαν πολλές δυνατότητες. Δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις πως βρίσκεσαι στον 21ο αιώνα», λέει ο ίδιος. Επίσης, πολλά από τα εσωτερικά γυρίσματα έγιναν στα στούντιο Barrandov της Πράγας.
Όσο τα γεγονότα στην ταινία τείνουν να γίνονται πιο σκοτεινά, άλλο τόσο γίνονται τα χρώματα. Ο Ρα Βίνσεντ το εξηγεί: «Για τις χαρούμενες στιγμές στην ταινία χρησιμοποιήσαμε μια ποικίλη παλέτα από υπερκορεσμένα χρώματα. Έπειτα, τα αφαιρούμε όταν το δραματικό στοιχείο γίνεται πιο έντονο. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου διαδραματίζεται το φθινόπωρο και έτσι είχαμε την ευκαιρία να προσθέσουμε πράσινο με μερικά ωραία κόκκινα, πορτοκαλί και ροζ χρώματα στις σκηνές του δρόμου».
Πολεμικές Ενδυμασίες
Ο Βίνσεντ είχε στενή συνεργασία με την σχεδιάστρια κοστουμιών Μέιγιες Ρούμπεο για ένα ωραίο και σωστό οπτικό αποτέλεσμα. Ο Γουαϊτίτι είχε παρατηρήσει μέσα από την έρευνά του ότι οι άνθρωποι έτειναν να ντύνονται πιο επίσημα τότε σε σχέση με σήμερα. «Προς το τέλος του πολέμου, οι άνθρωποι πίστευαν πως κάθε μέρα που περνούσε μπορεί να ήταν η τελευταία τους και γι’ αυτό φορούσαν τα καλύτερά τους ρούχα. Αν ήταν να πεθάνουν, ήθελαν να δείχνουν όμορφοι και ωραίοι». Ο σκηνοθέτης ζήτησε από την Ρούμπεο να δημιουργήσει το look της ταινίας σαν μια απροσδόκητη ματιά με μπόλικα στοιχεία της παιδικής ηλικίας. «Ο Τάικα μου έλεγε πως θέλει έναν κόσμο του πολέμου που δεν έχει υπάρξει ξανά», λέει η Ρούμπεο. «Πιστεύω πως ο Τάικα βασίστηκε πολύ στους δημιουργούς του Ιταλικού Νεορεαλισμού της δεκαετίας του ’40 στο στυλ, μόνο που εδώ έχουμε χρώμα αντί ασπρόμαυρο. Όπως φυσικά έχουμε και εναλλαγή στις διαθέσεις, δηλαδή από τις χαρούμενες στιγμές πάμε πολύ γρήγορα στις δραματικές εντάσεις».
Η Ρούμπεο πέρασε πολλές ώρες με τον σκηνοθέτη για να καταλήξουν στις τελικές επιλογές της ταινίας. «Ο Τάικα λατρεύει να επικοινωνεί τις σκέψεις του για την ταινία, πράγμα που μου αρέσει πολύ και εμένα. Όταν φτιάχνεις κάτι που βρίσκεται σε αρμονία με τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου, αυτό είναι κάτι φοβερό», λέει η ίδια.
Μουσικές για Πόλεμο
Ο Γουαϊτίτι και ο μοντέρ της ταινίας Τομ Ιγκλς (‘’Κυνήγι Ανθρώπων’’) δούλεψαν στενά με τον βραβευμένο με Όσκαρ Μάικλ Τζιακίνο (‘’Δύσκολες Ώρες στο Ελ Ροαγιάλ’’, ‘’Ο Ρατατούης’’), ο οποίος συνέθετε τη μουσική την ίδια στιγμή που γίνονταν το μοντάζ της ταινίας. «Υπήρξα ανέκαθεν οπαδός της μουσικής του Μάικλ με ιδιαίτερη αγάπη για το soundtrack που συνέθεσε για το «Ψηλά στον Ουρανό». Χαίρομαι πολύ για αυτή μας την συνεργασία», λέει ο σκηνοθέτης.
Ο ίδιος ο Τζιακίνο δηλώνει πως η μουσική που έγραψε για το «Τζότζο» είναι η αγαπημένη του από τις δικές του δουλειές μέχρι σήμερα. «Είμαι περήφανος που είμαι κομμάτι μιας ταινίας που δεν φοβάται να πει την αλήθεια και σίγουρα θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και θα συζητηθεί πολύ», δηλώνει ο Τζιακίνο.
«Η μουσική του Μάικλ πήγε την ταινία σε άλλο επίπεδο, αύξησε καταλυτικά την συναισθηματική απήχηση και έδεσε μεταξύ τους μερικά πανέμορφα μουσικά θέματα», υποστηρίζει ο Γουαϊτίτι. «Χαίρομαι πολύ που δούλεψα μαζί του, ήταν μια απίθανη συνεργασία».
Ο Τζιακίνο εξηγεί ότι ο Γουαϊτίτι δεν ήθελε μια κωμική μουσική επειδή από μόνη της η ταινία το διέθετε αυτό το στοιχείο. «Η έμπνευση μου για την μουσική της ταινίας ήταν η αλλαγή της άποψης του Τζότζο για τον κόσμο», λέει ο ίδιος. «Το μεγαλύτερο μέρος των συνθέσεων πηγάζει από τα συναισθήματα του Τζότζο και η βασική μελωδία υπάρχει σε όλη την διάρκεια της ταινίας αλλά παίζεται με διαφορετικό τρόπο».
Ο Γουαϊτίτι συνοψίζει: «Νομίζω πως τώρα είναι η κατάλληλή στιγμή να πούμε αυτή την ιστορία… διότι είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις που δεν πρέπει να αργήσεις για να πεις την ιστορία».
Η πρεμιέρα της ταινίας στο Λος Άντζελες
Στοιχεία για την ταινία:
Σκηνοθεσία | Τάικα Γουαϊτίτι |
Σενάριο | Τάικα Γουαϊτίτι |
Παραγωγή | Κάρθου Νιλ, Τάικα Γουαϊτίτι, Τσέλσι Γουινστάνλεϊ |
Ηθοποιοί | Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, Τόμασιν ΜακΚένζι, Τάικα Γουαϊτίτι, Ρέμπελ Γουίλσον, Στίβεν Μέρτσαντ, Άλφι Άλλεν, Σαμ Ρόκγουελ, Σκάρλετ Γιόχανσον |
Φωτογραφία | Μιχάι Μαλαϊμάρε Τζ. |
Μοντάζ | Τομ Ιγκλς |
Σχεδιασμός Παραγωγής | Ρα Βίνσεντ |
Μουσική | Μάικλ Τζιακίνο |
Διάρκεια | 108’ |
Διανομή | ΟDEON |
Είδος | Μαύρη κωμωδία, δράμα |
Σχόλια για αυτό το άρθρο