O Γιάννης Πουλόπουλος, η ζωή και η καριέρα του, με δικά του λόγια μέσα από τις συνεντεύξεις και αφηγήσεις που είχε παραχωρήσει στον Γιώργο Τσάμπρα το 1993
Γεννήσεις, χρονολογίες, αστερισμοί, δεν πιστεύω σε τέτοια πράγματα. Ένα καλοκαίρι γεννήθηκα, στην Αθήνα. Οι γονείς μου από την Πελοπόννησο, η μάνα μου Μανιάτισσα, ο πατέρας μου από τη Μεσσηνία, δούλευε οδηγός αυτοκινήτων στην Αθήνα. Ο μικρότερος αδελφός μου, ο Βασίλης κι εγώ, μεγαλώσαμε στο Μεταξουργείο. Μετακομίσαμε στο Περιστέρι, όταν η μητέρα μας είχε ήδη πεθάνει. 7-8 χρονών θα ήμουν. Έλεγαν ότι έφταιγε ένας γιατρός, αλλά άντε να βρεις άκρη με αυτά τα πράγματα εκείνη την εποχή.
Ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε. Εμάς, μας μεγάλωσε η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου. Άμα είναι άσχημα τα παιδικά χρόνια, καλύτερα να μην τα θυμάσαι. Από εκείνα τα χρόνια, κι από τα νεανικά, θυμάμαι τα βασικά: σχολείο, μετά νυχτερινό σχολείο και δουλειά… Βιβλία δεν θυμάμαι ποτέ να είχα, δεν υπήρχαν λεφτά. Διάβαζα από τους άλλους και είχα πολύ καλό μνημονικό. Και τώρα έχω. Θυμάμαι 5.000 τηλέφωνα απέξω. Θα σου έλεγα ότι θυμάμαι και 5.000 τραγούδια, αλλά αυτό είναι μέσα στις υποχρεώσεις της δουλειάς.
Ήμουν ο πιο ταραξίας στην τάξη, αλλά δεν έμεινα καμία χρονιά. Σαν παιδί ήθελα να είμαι ο πρώτος. Να τρέχω στα αγωνίσματα, στα σχολικά αθλήματα και να παίζω πολλή μπάλα. Μανιακός. Έσπασα και το πόδο μου τότε με την μπάλα.
Κάποια στιγμή πήγα σχολείο το βράδυ. Δούλευα τη μέρα. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να πουλάω στα θερινά σινεμά, πασατέμπο, φιστίκια και στραγάλια σε καλαθάκι. 12-13 χρονών. Από τότε δουλεύω. Έκανα διάφορες δουλειές, δεν υπήρχε κάτι μόνιμο. Στα σινεμά, πουλούσα σπόρια στην είσοδο, δεν με άφηναν να μπω μέσα, έπρεπε να κόψω εισιτήριο.
Αποφάσισα να πάω στην Κολούμπια, να τραγουδήσω να με ακούσουν. Πήγαινα κάθε μέρα στις 10 το πρωί, χωρίς να μου κλείνουν ραντεβού. Το έβαλα πείσμα, ώσπου μια μέρα μου κανονίζουν ακρόαση, μαζί με άλλους 45! Μέσα σε δύο ώρες θα άκουγαν 45 άτομα, ξεπέταγμα δηλαδή. Όταν ήρθε η σειρά μου, λέω ότι θα πω ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Με κοιτάξανε καλά καλά. Ο Θεοδωράκης μόλις είχε έρθει κι ακόμα δεν είχαν συνειδητοποιήσει τη μορφή μουσικής που ήθελε να παρουσιάσει. Στη διπλανή αίθουσα ήταν διάφοροι συνθέτες, Καλδάρας, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης και ο Θεοδωράκης. Ψήφιζαν ναι ή όχι για τον καθένα μας. Μόλις άρχισα να τραγουδάω, βγαίνει ο Θεοδωράκης και λέει: Σας κάνει δεν σας κάνει, τον κάνω εγώ τραγουδιστή για πάρτη μου. Έτσι, μπαίνω στη θεατρική Γειτονιά των αγγέλων.
1964, πρώτη εμφάνιση στο Ρεξ, στο έργο Η γειτονιά των αγγέλων. Τραγουδάω κάθε βράδυ Στρώσε το στρώμα σου για δυο, Και δόξα τω Θεώ και Το ψωμί είναι στο τραπέζι. Παράλληλα, ηχογραφώ και για το δίσκο, τα τραγούδια της παράστασης. Ένα μήνα έμεινα στην παράσταση. Μου πρότειναν να πάω στην Πλάκα με μεροκάματο 100 δραχμές. Στο θέατρο έπαιρνα 40. Δεν άντεξα πολύ όμως, γιατί δεν είχα αφήσει την πρωινή δουλειά και έπρεπε να ξενυχτάω.
Πάω φαντάρος. Στο διάστημα αυτό αλλάζω εταιρία και πάω στη Λύρα. Δεν με ένοιαζαν οι εταιρίες. Καμιά εταιρία δεν είναι τίποτα χωρίς τους τραγουδιστές που πουλάνε δίσκους. Όσο είμαι φαντάρος, δεν ηχογραφώ παρά μόνο 5 δισκάκια, δεν μου έδιναν άδεια. Το 1966 απολύομαι και ουσιαστικά, αρχίζει η καριέρα μου.
Στη Λύρα υπήρχε μια συγκεκριμένη ομάδα καλλιτεχνών. Ήταν η Αρλέτα, η Χωματά, ο Σαββόπουλος, η Αστεριάδη, ο Λοϊζος, ο Σπανός, ο Κουγιουμτζής. Δεν έκανα ιδιαίτερη παρέα με κανέναν. Ο καθένας έκανε τη δουλειά του κι είχε έναν προορισμό. Τότε έρχονται και οι ταινίες, που με βοήθησαν πολύ. Εγώ δεν ήμουν δεμένος με την ταινία, έκανα τα πλάνα μου μέσα σε μια μέρα και τέλειωνα. Το΄βλεπα επαγγελματικά το πράγμα. Ήμουν και σκληρός επαγγελματίας. Συναισθηματικός ήμουν μόνο απέναντι στη δουλειά μου. Αν δεν είσαι έτσι, δεν θα κάνεις καριέρα. Μιλάμε για καριέρα περιωπής, όχι να πεις δυο τρία τραγουδάκια και μετά να μην σε θυμάται κανείς. Βασίζομαι στον εαυτό μου. Πουθενά αλλού. Όσοι με βοήθησαν, έπαιρναν κάτι από εμένα κι εγώ κάτι από αυτούς.
Το 1966 ηχογραφώ για πρώτη φορά δικές μου δημιουργίες, οι οποίες σχεδόν αμέσως γνωρίζουν μεγάλη αποδοχή από το κοινό. Είναι το πασίγνωστο «Θα ‘θελα να ‘χα» και το «Ήταν το ποτάμι μακρύ», το οποίο επίσης ακούστηκε αρκετά.
Το 1969 είναι μια σημαδιακή χρονιά. Ο δίσκος “Ο δρόμος” των Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου τραγουδάω δέκα από τα δώδεκα τραγούδια, γίνεται αμέσως χρυσός. Καταρρίπτει κάθε ρεκόρ πωλήσεων, ρεκόρ που ακόμη και σήμερα δεν έχει φτάσει κανένας άλλος Ελληνικός δίσκος.
Την κιθάρα δεν την αποχωρίστηκα ποτέ. Όταν άρχιζε να ξεφτίζει η μπουάτ, πήγα στη Νεράιδα. Από εκεί κι έπειτα, δούλεψα σε όλα τα μαγαζιά. Χρόνια μεγάλης επιτυχίας. Με τον Πλέσσα κάνουμε το ένα σουξέ μετά το άλλο. Το 1971 βγάζω την πρώτη μου ποιητική συλλογή. Ακολούθησαν άλλες δύο, το 1980 και το 1984. Δεν τις έβγαλα για να γίνω ποιητής. Έγραψα τις εμπειρίες μου από τη δουλειά μου στη νύχτα και τα προσωπικά μου.
Όταν άλλαξα εταιρία και πήγα στον Μάτσα, τον Χούλιο Ιγκλέσιας δεν τον ήξεραν καλά στην Ελλάδα. Όταν ηχογραφώ το Αγάπα με, δεν ήξερα ούτε ο ίδιος ότι ήταν ξένο. Το κωμικοτραγικό ήταν όταν μετά από χρόνια ήρθε ο Ιγκλέσιας στην Ελλάδα και απόρησαν που τραγούδησε Πουλόπουλο! Οι πωλήσεις του δίσκου, ξεπερνούν κάθε προσδοκία.
Είμαι λίγο νευρικός στη ζωή μου, πάντα ήμουν. Αγχώνομαι και αν είναι να κάνω κάτι λάθος, δεν το κάνω καθόλου. Αν πω όμως ότι κάνω κάτι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην γίνει σωστό.
Τα χρήματα ήρθαν και τα κράτησα. Δεν έπαιξα ποτέ τζόγο, ούτε τάβλι δεν ξέρω. Δεν έχω πάθη. Το πιο μεγάλο μου ελάττωμα είναι ότι έπινα πολύ. Από το ’75-80 μέχρι το ’91. Έφτασα σε ένα σημείο που δεν μπορούσα να το κόψω.
Το 1991 γεννήθηκε η κόρη μου. Είχε χάσει πριν η γυναίκα μου ένα παιδί και την περιμέναμε πως και πως. Ο γάμος μου με την Μπέτι και ο ερχομός της κόρης μας, άλλαξαν όλη τη ζωή μου…
https://cosmopoliti.com/giannispoulopoulosexofila/
Σχόλια για αυτό το άρθρο