Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη σε μία κοινότητα ρωμιών, συντηρητική κοινωνία, που κρατούσε όλα τα ήθη και τα έθιμα. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει άγχος, περιμέναμε υπομονετικά το λεωφορείο ή τα πειρατικά ταξί που ήταν για πέντε επιβάτες και εξυπηρετούσαν πάρα πολύ. Δεν θα ξεχάσω που η μητέρα μου, πάντοτε βούρτσιζε τα παντελόνια μας, γιατί οι δρόμοι ήταν λασπωμένοι. Πήγα στο «Ζάππειο Παρθεναγωγείο» στην πλατεία Ταξίμ. Το δημοτικό ήταν μεικτό μετά από την πρώτη γυμνασίου ήταν θηλέων. Φορούσα στολή με καπέλο, πουκάμισο και γραβάτα. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν τρία αρρεναγωγεία. Η «Θεολογική σχολή Χάλκης», το «Ζωγράφειο» και η «Μεγάλη του Γένους Σχολή». Τα παρθεναγωγεία ήταν επίσης τρία. Το «Ζάππειο Παρθεναγωγείο», το «Ιωακείμειο» και το «Κεντρικό Παρθεναγωγείο». Σήμερα λειτουργούν πολύ υποτονικά μόνο το Ζάππειο, η Μεγάλη Σχολή και το Ζωγράφειο, με περίπου τριάντα, σαράντα μαθητές. Στην εποχή μου ήταν πάνω από έξι με επτά χιλιάδες. Ήταν σχολεία ελληνικά και έρχονταν μετακλητοί δάσκαλοι και καθηγητές από την Ελλάδα για να διδάξουν τα ελληνικά σε συμφωνία, όπως πήγαιναν και οι Τούρκοι στη Θράκη. Υπαγόταν στο Υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας με αποτέλεσμα να κάνουμε όλο το ελληνικό πρόγραμμα μαθημάτων αλλά και το τουρκικό. Αρχίζαμε το σχολείο εννιά το πρωί και τελειώναμε στις πέντε το απόγευμα και το Σάββατο εννιά με τρείς.
Αυτό το σχολείο, το Ζάππειο, έπαιξε σημαντικό ρόλο για εμένα διότι ήταν διευθύντρια η θεία μου, η Μαρίκα Κοντοπούλου. Πέθανε εδώ πριν από δύο χρόνια στα 96 της. Της είχαν παραχωρήσει ένα διαμέρισμα έξι δωματίων και έμενε μέσα στο σχολείο στον τελευταίο όροφο. Πολλές φορές ανέβαινα επάνω να δω την πρώτη ξαδέρφη της μητέρας μου και την μητέρα της που ήταν σαν γιαγιά μου. Εκείνη είχε μεγαλώσει την μητέρα μου που ήταν ορφανή από μικρή. Αυτή η θεία μου είχε βαφτίσει και τον μικρότερο αδερφό μου. Μετά πήγα στη «Μεγάλη του Γένους Σχολή». Μέναμε στην περιοχή Πέραν σε ένα τετραώροφο σπίτι που είχε χτίσει ο πατέρας μου, εμείς είχαμε έναν όροφο. Το κόκκινο λεωφορείο, το οποίο ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερο από τα κανονικά, μας έπαιρνε από τα Ταταύλα για να μας πάει στο Φανάρι. Βέβαια Ταταύλα – Φανάρι ήταν μία απόσταση περίπου Σύνταγμα – Βούλα. Υπήρχαν ημέρες που είχε πολύ χιόνι και πηγαίναμε με τα πόδια αυτή την απόσταση.
Θα πω ένα περιστατικό που συνέβη το 1974 ένας ένστολος μου έκανε την εξής ερώτηση «Εσείς από την Τουρκία, ούτε καν Κωνσταντινούπολη, βαφτίζεστε;». Είχα το θάρρος και το θράσος να του πω σέβομαι τα γαλόνια σας αλλά θα έπρεπε να ξέρετε ότι αν το Άγιο μύρο δεν ερχόταν εδώ, θα ήσασταν όλοι σας αβάπτιστοι. Και με απορία συνέχισε την ερώτηση του «Μα δεν είσαστε μουσουλμάνοι;». Αυτό δεν είναι μόνο αμάθεια είναι έλλειψη ευγένειας, έλλειψη κοινωνικής μόρφωσης. Πιστεύω ότι το να τελειώσεις ένα πανεπιστήμιο δεν είναι μόρφωση αλλά η κοινωνική μόρφωση είναι σπουδαίο πράγμα, είναι μεγαλείο να συμπεριφέρομαι στον απέναντί μου όπως θα ήθελα να μου συμπεριφερθεί. Αν δεν ερχόντουσαν οι Κύπριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Κωνσταντινουπολίτες και οι Σμυρνιοί, η Ελλάδα θα ήταν ακόμα πολύ πίσω. Καλώς ή κακώς υπήρχε ένας άλλος πολιτισμός. Και υπήρχε βασικά η ευγένεια, το ήθος και η εκτίμηση του συνανθρώπου, πράγμα που σπανίζει σήμερα και λυπάμαι που το λέω.
Οι μητέρες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση μας καθώς οι πατεράδες μας φεύγανε το πρωί και ερχόντουσαν το βράδυ. Εγώ λάτρευα την μητέρα μου. Σε κάθε συγκέντρωση μαγείρευε και είχε ένα βιβλίο με συνταγές. Βρήκα το καψαλισμένο βιβλίο της. Το διάβασα και προσπάθησα έτσι να το τυπώσω και να προσαρμόσω τις συνταγές της στη σημερινή εποχή. Πάντοτε θα μαγείρευε κάτι συγκεκριμένο αναλόγως την εποχή. Άλλα γλυκά και φαγητά τις απόκριες, το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, άλλα την Σαρακοστή, το Δεκαπενταύγουστο τα δικά της τα κουλουράκια που θα τα κερνούσε στα «Πριγκηπόνησα».
Έχουμε βασανιστεί από τους Τούρκους. Όταν θα πας κάπου στην Πόλη υμνούν το σπαθί και το σκοτωμό, έτσι έχουν γαλουχηθεί. Τους έχω ζήσει τόσα χρόνια. Θεωρούν πως αν σκοτώσεις κάποιον ο οποίος δεν είναι μουσουλμάνος, είσαι ήρωας. Έχουν αυτή την κακία όπως έχουν και το δεύτερο μεγάλο απαράδεκτο, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Όταν λοιπόν ζεις μέσα σε ένα τέτοιο λαό τι περιμένεις. Δεν μπορώ να αμφισβητήσω ότι έχουν μία πολύ έξυπνη πολιτική και ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά μιλάμε για το σύνολο, είδα και κάποια καλά από ορισμένους μη φανατικούς αλλά σταγόνα στον ωκεανό είναι.
Στην Κωνσταντινούπολη πριν φύγω τα τελευταία 2-3 χρόνια δούλευα σε ένα τουριστικό ελληνικό πρακτορείο και μου έκαναν δώρο το εισιτήριο που ήρθα στην Αθήνα. Όταν ήρθα δούλεψα σε αεροπορικές εταιρείες και μετά σε μια μεγάλη εφοπλιστική εταιρεία. Το μεράκι μου όμως ήταν το θέατρο. Θυμάμαι που τρύπωνα στην θεατρική αίθουσα του Ζάππειου Παρθεναγωγείου και έβλεπα τις παραστάσεις που ανέβαζαν. Ερχόταν και ο Γιώργος Ρούσσος από την Ελλάδα και ανέβαζαν τραγωδίες με τις τελειόφοιτες αλλά και γαλλικά έργα με μια Γαλλίδα που ήταν εκεί. Η μητέρα μου αγαπούσε πάρα πολύ στο θέατρο και πηγαίναμε στην Κωνσταντινούπολη. Βέβαια ο πατέρας μου ήταν παλαιών αρχών μου έλεγε χαρακτηριστικά θα πας να γίνεις αρτίστος; Το θεωρούσε πολύ κακό. Ο πατέρας μου πέθανε πολύ νέος 64 ετών. Μετά άνοιξα τα φτερά μου για το θέατρο. Στην Αθήνα στο σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών είχαμε κάνει μία ομάδα και ανεβάζαμε θεατρικές παραστάσεις, πολύ οργανωμένες. Μία από αυτές τις παραστάσεις ήταν «Ο Λεπρέντης» του Χουρμούζη, ένα καταπληκτικό παλιό έργο. Στην πρεμιέρα του έργου ήρθε η Μελίνα Μερκούρη, που τότε ήταν Υπουργός Πολιτισμού. Ήρθε στα καμαρίνια με έπιασε από τον ώμο και με εκείνη τη χαρακτηριστική της φωνή μου είπε «Εσύ παιδί μου είσαι πάρα πολύ καλός. Δεν έχασα την ευκαιρία και της είπα « Μελίνα μου θέλω να πάω σε Δραματική Σχολή γιατί το έχω καημό. « Αύριο κιόλας θα πάρεις την Σισμάνη και θα πας στο Ωδείο Αθηνών εκ μέρους μου. Έτσι και έγινε και όχι μόνο πήγα αλλά μου κάνανε και καλύτερη τιμή. Ήμουν τότε 28-29 χρονών, σχολούσα από την εταιρεία που δούλευα τη ναυτιλιακή με το κοστούμι και τη γραβάτα και πήγαινα. Συμμαθητές μου, μεταξύ άλλων, ήταν ο Βασίλης ο Χαραλαμπόπουλος και η Μαρί Κωνσταντάτου. Πήρα πολύ καλές καθοδηγήσεις. Η Δραματική Σχολή δεν μπορεί να σε βγάλει ηθοποιό. Απλώς παίρνεις κάποιες μυρωδιές και πώς θα καθοδηγήσεις τον εαυτό σου.
Κατά τύχη μέσω κάποιου γνωστού μου ήρθε μέσω Mega η πρόταση να βοηθήσω στην οργάνωση παραγωγής στο περίφημο σίριαλ «Άφρικα» . Ζήτησα άδεια από την εταιρία και χωρίς να το ξέρει κανείς, με έναν παραγωγό κατέβηκα στην Κένυα με τις γλώσσες που γνώριζα και τις γνωριμίες που διέθετα. Έκανα ένα ρεπεράζ και έγραψα 25-26 σελίδες για τον Λευτέρη Καπώνη, Θεός σχωρέστον υπέροχος. Σε τρεις μήνες παραιτήθηκα από τη δουλειά μου και ήμουν και ο μόνος που πήρε αποζημίωση από τη ναυτιλιακή εταιρεία. Έκανα διεύθυνση παραγωγής και έπαιξα στο σίριαλ, που ολοκληρώθηκε σε 43 επεισόδια. Είχα κάνει σεμινάριο οργάνωσης στη Νέα Υόρκη, έχω πάει 15-16 φορές εκεί, έκανα κρουαζιέρες ξεκινώντας από την Ουάσιγκτον και φτάνοντας μέχρι Βενεζουέλα. ΄Εκανα οργάνωση, τον ξεναγό ,τα πάντα. Οπότε πριν φύγουμε για την Κένυα, μάζεψα 32 ηθοποιούς και τεχνικούς σε ένα ξενοδοχείο και τους μοίρασα ένα χειρόγραφο τετράδιο με 100 σελίδες που έγραφα τις 63-64 μέρες που θα μείνουμε στην Κένυα κάθε μέρα τι ώρα θα πάρουμε το χάπι της ελονοσίας, σε ποιο ξενοδοχείο θα πάμε, τι σκηνή θα γυρίσουμε κτλπ. Είχα νοικιάσει πέντε βαν και δύο τζιπ και ήμασταν μες στη Σαβάνα για να κάνουμε τα πάντα και πήγε με 95% ακρίβεια. Είχαν απορήσει γιατί τα πάντα ήταν άψογα οργανωμένα και όταν ήρθε και ο Τζόνυ Καλημέρης στην Κένυα είχε εντυπωσιαστεί. Έχω το ελάττωμα να είμαι πάρα πολύ οργανωτικός. Πήγαμε εκτός από την Κένυα αργότερα στη Μάνη και στην Τυνησία για τις ανάγκες των γυρισμάτων.
Στο «Κάτω Παρτάλι», που ήταν ένα πολύ έξυπνο σίριαλ, είχα έναν καταπληκτικό ρόλο και ήταν υπέροχοι συνεργάτες. Βέβαια ήμασταν άτυχοι ως προς το θέμα το οικονομικό. Ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πάρα πολύ και εδώ βάζω μία τελεία. Σαφώς δίνουμε την ψυχή μας γιατί δεν μπορώ να πω ότι το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το δυσκολότερο, όλα τα επαγγέλματα είναι, αλλά όταν καταθέτεις την ψυχή σου θα πρέπει να αμείβεσαι. Όταν θέλουν, και είναι γενικό το κακό, κάποιοι άνθρωποι εις βάρος σου να κερδίσουν, είναι φοβερό. Και να πω και κάτι που δεν το έχω πει πουθενά. Πριν δύο χρόνια κατέθεσα τα χαρτιά μου για να βγω στη σύνταξη. Είχα 128 εργοδότες σε σπικάζ, τηλεόραση, θέατρο και τουρισμό. Ανακαλύφθηκε λοιπόν ότι όταν σου βάζουν ένσημα υπάρχει ένας νόμος στην Ελλάδα, πως αν σε μία πενταετία ο εργοδότης δεν πληρώσει τα ένσημα ή αν τα διακόψει στην πορεία, αυτά στη σύνταξη δεν υπολογίζονται. Και έτσι αναγκάστηκα να έχω μικρότερη σύνταξη επειδή κάποιοι πλούσιοι θέλησαν να γίνουν πλουσιότεροι και άντε τώρα να τους ψάξεις μετά από 15 και 20 χρόνια.
Τελευταία μου τηλεοπτική εμφάνιση ήταν στο «Κόκκινο ποτάμι». Θέλω να ευχαριστήσω τον Μανούσο Μανουσάκη είναι υπέροχος σκηνοθέτης και κατέθεσε την ψυχή του σε όλους. Ένας άνθρωπος που ακόμη και αν είχαμε στο γύρισμα και 500 άτομα δεν ακουγόταν κιχ και ήταν με ένα χαμόγελο όλη την ώρα. Κάθε σκηνή τη γυρίζαμε και 25 φορές. Μου έλεγε «Πάρα πολύ ωραία, πάμε ξανά;». Και του απαντούσα «Μανούσο μου για εσένα τα πάντα» . Σε πολύ δύσκολες συνθήκες με πολύ κρύο με εσωθερμικά από τις επτά το πρωί στον τόπο του γυρίσματος που ήταν από το Λαύριο μέχρι τον Υμηττό και το βράδυ είχα θέατρο. Αλλά τόσο πολύ μου έδινε ενέργεια αυτό και ας ήταν πολύ δύσκολος ο ρόλος μου. Γιατί έπρεπε να παίξω σε δύο γλώσσες, φύση και θέση δεν είμαι αυτός ο χαρακτήρας, έπρεπε να βγάλω έναν πολύ κακό χαρακτήρα και έπρεπε να χαλιναγωγήσουν μέσα μου όλα τα συναισθήματα και όλες μου οι θύμησες γιατί κάθε υπερβολή θα έκαιγε τον ρόλο. Ήταν μία πάλη για μένα, ελπίζω ότι τα κατάφερα γιατί έχω ακούσει πάρα πολύ καλά λόγια και αυτό ήταν μία μεγάλη αμοιβή. Έκανε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία που οφείλεται στους συντελεστές αλλά για μένα το μεγαλύτερο ποσοστό οφείλεται στο μαέστρο. Και ο μαέστρος λέγεται Μανούσος Μανουσάκης. Ήταν η τέταρτη συνεργασία μου με τον Μανούσο και μακάρι να ξανασυνεργαστούμε γιατί είναι ένας άξιος άνθρωπος και τόσο τζέντλεμαν που δεν νομίζω ότι υπάρχουν άλλοι σαν και αυτόν.
Έχω παίξει σε όλα τα Αθηναϊκά θέατρα, σε όλη την Ελλάδα, στο εξωτερικό στο Κολοσσαίο της Ρώμης, στο Broadway, στο Μεξικό, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Αργεντινή και Μπουένος Άιρες με τον Οιδίποδα με το Εθνικό Θέατρο που έκανε πάταγο. Η παράσταση που με έχει στιγματίσει και δεν θα την ξεχάσω ποτέ είναι ο «Βιολιστής στη στέγη» που είχα τη χαρά να είμαι και στις δυο εκδοχές. Το 2005 σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου και το 2015 με τον Αμερικανό Rob Ruggiero. Και τις δύο φορές έκλαιγα, κάθε φορά είχα μία ανατριχίλα από τη συγκίνηση και βέβαια δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Γρηγόρη Βαλτινό που είναι φίλος μου αδελφικός. Μου έχει συμπαρασταθεί πάρα πολλές φορές, έχω δουλέψει μαζί του σε περίπου είκοσι θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικά στα “Παιδιά της Νιόβης” του Κουτσομύτη. Ο Γρηγόρης είναι ένας υπέροχος άνθρωπος με τεράστια κοινωνική μόρφωση, το τονίζω, πέρα από την άλλη μόρφωση έχει τον τρόπο του φέρεστε γιατί πάντοτε σέβεται τον συνεργάτη του. Ποτέ δεν θα σε προσβάλει πάντοτε με ευγένεια.
Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος είναι, θα τολμήσω να πω, ένας Θεός, ένας φίλος, ένας γλυκός άνθρωπος που είχα τη μεγάλη τύχη να συνεργαστώ μαζί του. Ήμουνα δίπλα του σε αυτή την υπέροχη επιτυχία που κάναμε με «Το τίμημα» . Ξέρει να μιλάει, να συμπεριφέρεται, να ανταμείβει. Είναι τόσο ανοιχτός, τόσο απλόχερος που για εμένα ήταν σαν μία δεύτερη θητεία στη σχολή. Διδάχθηκα τι σημαίνει ήθος, τι σημαίνει θέατρο, αγάπη. Να κλείνεις τα αυτιά σου σε κάποιες αντιξοότητες. Τον αγαπάω, τον λατρεύω και ο Θεός να του δίνει χρόνια. Δώσαμε περίπου 230 παραστάσεις για δύο χρόνια. Κάθε βράδυ ήταν και διαφορετικός και μου έλεγε «Λατρεμένε μου είμαι διαφορετικός διότι από κάτω οι αναπνοές μου έλεγαν άλλα πράγματα και έτσι εγώ έπρεπε να απαντήσω σε αυτά».
Για την παράσταση «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» αφού με ρωτάς έχω να θυμάμαι τα καλύτερα! Είχε κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν και ένα πολύ ωραίο έργο. Ο Λεμπέσης σαν παραγωγός ήταν από τους λίγους που γνώριζαν αλλά και αγαπούσαν το θέατρο τόσο πολύ. Θυμάμαι το χιούμορ που είχε η Μάρθα Βούρτση και τον φίλο τον αγαπημένο τον Γιάννη Βούρο, που στην τελευταία παράσταση ζήτησε από τους θεατές να παραμείνουν για να συστήσει όλους τους ηθοποιούς και συντελεστές και να μας χαιρετήσει έναν έναν. Θυμάμαι σε μία γενική πρόβα ήμουνα καθιστός και έπεσε ο προβολέας με την αλυσίδα και στάθηκε 20 πόντους δίπλα μου. Αν είχε πέσει πιο δίπλα θα ήμουν μακαρίτης. Μια άλλη φορά θυμάμαι σε μία υπόκλιση πήγα να υποκλιθώ και τρεις φορές λες και παραλύσαν τα πόδια μου και γονάτισα και ο κόσμος το χειροκρότησε νόμιζα ότι ήταν μέρος της παράστασης και πολλά άλλα που έχουν συμβεί και πάντα πρέπει να είσαι σε ετοιμότητα για να τα αντιμετωπίζεις.
Μου έτυχαν κάποιες δύσκολες συνεργασίες. Ο χώρος είναι πάρα πολύ δύσκολος. Βασανίστηκα, αδικήθηκα, μου φάγανε λεφτά αλλά όλα μέσα στο πρόγραμμα της ζωής είναι. Είναι από τα δυσκολότερα επαγγέλματα γιατί έχεις τη μόνιμη αβεβαιότητα. Χιλιάδες ηθοποιοί στην Ελλάδα και δουλεύει μία χούφτα ηθοποιών και πληρώνεται το 1/4 της χούφτας. Είναι ψυχοφθόρο ακόμη και η μαγεία και το χόμπι και η έλξη και η αγάπη και η όρεξη για να το κάνεις κάποια στιγμή περνάει.
Δεν σου κρύβω ότι το τρίτο βιβλίο είναι έτοιμο και δουλεύω το τέταρτο. Μπορεί και να μην βγει ποτέ αλλά μου αρέσει να καταγράφω ιστορίες αληθινές από τις σημειώσεις μου. Με ξεκουράζει. Η εκδότρια μου η Σοφία Δερέ πήρε μια σπουδαία πρωτοβουλία λόγω και της κατάστασης με τον Covid. Όποιος θέλει μπορεί να πάρει ένα τηλέφωνο και με αντικαταβολή ή με χρήματα στην τράπεζα μόνο 15 ευρώ κοστίζει το βιβλίο, και αποστέλεται σπίτι με δωρεάν έξοδα αποστολής σε όλη την Ελλάδα. Έτσι φύγανε εκατοντάδες βιβλία και ήταν ένας πολύ εξυπηρετικός και άμεσος τρόπος.
Αν έβαζα έναν τίτλο για την μέχρι τώρα ζωή μου και πορεία μου θα ήταν «Τώρα ξαναγεννιέμαι με το παρελθόν, να ζήσω το παρόν και να ονειρευτώ το μέλλον» . Ακόμη και σε συντάξιμα χρόνια που είμαι ποτέ δεν λέω ότι η ζωή τελείωσε. Γιατί αν το πεις εκείνη τη στιγμή πας μέσα στον τάφο. Κανείς δεν ξέρει πότε θα φύγουμε από τη ζωή αλλά το να έχω όνειρα, ελπίδες και λαχτάρα ότι κάτι καινούργιο θα δημιουργήσω αυτό μου δίνει χαρά, ζωή κουράγιο και βέβαια με χιούμορ αντιμετωπίζω ότι κι αν συμβεί…
Σχόλια για αυτό το άρθρο