Ευτυχώς που υπάρχουν, ακόμη αρκετοί σκηνοθέτες και σκηνοθέτιδες που δεν ”πειράζουν” τα έργα τα οποία καλούνται να σκηνοθετήσουν, με αποτέλεσμα να μπορούν να τα καταλαβαίνουν και να παρακολουθούν την υπόθεση και την εξέλιξή τους, οι μη μυημένοι του θεάτρου. Μία σκηνοθέτις που ανήκει σε αυτή την κατηγορία, από τις πιο άξιες και ταλαντούχες είναι η Αθανασία Καραγιαννοπούλου! Δεν πειράζει ποτέ από τα έργα που σκηνοθετεί και αν θέλει να τα φρεσκάρει με κάποιους νεωτερισμούς, είναι σαν αδιόρατες πινελιές που δεν καταστρέφουν το έργο, αλλά αντίθετα το κάνουν να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο! Αν και τα έργα του παγκοσμίου ρεπερτορίου είναι αθάνατα, αντέχουν στο χρόνο από μόνα τους και έχουν γραφτεί από τεράστιους συγγραφείς! Είναι διαμάντια και δεν επιδέχονται καμία επεξεργασία, τροποποίηση, αλλαγή ή πειραματισμούς ( σ.σ εξαρτάται, βέβαια, από το θεατρικό είδος, δεν αναφέρομαι στα σύγχρονα ή σε έργα του παραλόγου ή σε κάποια που επιτρέπουν μοντέρνες σκηνοθεσίες, μεταξύ άλλων) . Γι’ αυτό και η Αθανασία Καραγιαννοπούλου σκύβει πάντα στο κείμενο με σεβασμό, με προσήλωση, με ευλάβεια θα έλεγα , δεν παρεκκλίνει από το πνεύμα και το ύφος του συγγραφέα γιατί αγαπά τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες της και δεν θέλει να αποδομήσει ούτε αυτούς, αλλά προπάντων τον ίδιο το συγγραφέα. Επίσης, είναι σεμνή, ταπεινή, αθόρυβη και δεν ανήκει σε εκείνους που ”φωνάζουν” για να αφήσουν το αποτύπωμα τους. Γνωρίζει άριστα το αντικείμενο της δουλειάς της, έχει εντρυφήσει εις βάθος σε αυτό, με αποτέλεσμα να μην την ενδιαφέρει, να αποδεικνύει την εξαίρετη δεξιότητα της με άσκοπα πυροτεχνήματα, γιατί δεν το χρειάζεται. Δεν επαίρεται ποτέ η ίδια για τη φαντασία της και την έμπνευσή της, χρησιμοποιώντας ανούσιους νεωτερισμούς, οι οποίοι μάλιστα δεν είναι υποστηριγμένοι. Δεν έχουν, δηλαδή, αρχή, μέση και τέλος. Πολλοί συνάδελφοί της, όμως, τους προσθέτουν εμβόλιμα στην παράσταση, ανατρέποντας τα πάντα προς χάριν εντυπωσιασμού και για να ακούγεται το όνομά τους, αδιάλειπτα στο χώρο.
Φέτος, επέλεξε να σκηνοθετήσει με το μοναδικό δικό της τρόπο που την κάνει να ξεχωρίζει, το συνταρακτικό έργο του Φρανκ Μακ Γκίνες ”Κάποιος να με προσέχει” με τους Αντίνοο Αλμπάνη, Δημήτρη Μάριζα και Πήτερ Ραντλ. Η παράσταση πρόκειται να ανέβει στις 11 Νοεμβρίου στο θέατρο Αυλαία στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια θα κάνει περιοδεία ανά την Ελλάδα και θα καταλήξει στο θέατρο Ιλίσια της Αθήνας. Δείτε το, οπωσδήποτε! Η χαρισματική, πανάξια και σπουδαία σκηνοθέτις, Αθανασία Καραγιαννοπούλου, από το Α ως το Ω!
Αγάπη: «Αγάπη. Πίστευα πως είναι τόσο φανερή αυτή η λέξη που δεν την είπα.» Το έργο Κάποιος να με προσέχει μας παρακινεί μέσω των τριών χαρακτήρων του να εκφράζουμε την αγάπη μας τη στιγμή ακριβώς που μας συμβαίνει. Πριν χάσουμε τον άλλο. Πριν φύγουμε μακριά. Όσο αυτονόητη και να είναι, η αγάπη πρέπει να δηλώνεται.
Βίος: Πάντα με τρόμαζε η λέξη αυτή γιατί περιέχει τη «βία». Αλλά και το «βίος». Ας πούμε πως ο βίος είναι η ζωή που κατακτάται με κόπο, ενίοτε και με πόνο. «Τι την έκανες την ανεπανάληπτη ζωή σου;» ρωτούσε ο Τάσος Λειβαδίτης.
Γυναικοκτονίες: Κάθε γυναίκα που χάνει τη ζωή της με βίαιο τρόπο από κάποιον που αγάπησε και εμπιστεύτηκε, είναι μοναδική. Έχει ξεχωριστό όνομα, ξεχωριστή ιστορία. Δεν είναι ένας αριθμός. Δεν είναι μόνο «γυναικοκτονία νούμερο 22». Όχι. Είναι η Μαρία, από την τάδε πόλη, με τα τάδε όνειρα, με την τάδε ιστορία και αυτός που εμπιστεύτηκε, την διέλυσε. Είναι πάντα η Νούμερο 1 γυναικοκτονία. Και με θυμώνει να ακούω: «Τη σκότωσε επειδή…» Αυτό το «επειδή». «Τη σκότωσε» Τελεία. Κανένας λόγος, καμιά δικαιολογία, καμία αφορμή δεν πρέπει να συντάσσεται μαζί με την είδηση μιας γυναικοκτονίας.
Διαίσθηση: Είναι αυτή που προδίδουμε κάθε φορά που αποφασίζουμε να ερωτευτούμε τον λάθος άνθρωπο, τη λάθος δουλειά, τη λάθος ζωή. Μεταξύ μας τώρα, η φράση «δεν άκουσα τη διαίσθησή μου» δεν ισχύει. Την άκουσα αλλά την παράκουσα, γιατί ήθελα να δω τη σκοτεινή πλευρά της ζωής…
Ειλικρίνεια: Στο όνομα της ειλικρίνειας έχουν γίνει πολλά εγκλήματα. Στην Ελλάδα ειδικά, ονομάζουμε ειλικρίνεια την έλλειψη καλών τρόπων. Η ειλικρίνεια για εμένα είναι γενναιότητα και δύναμη. Και μας χρειάζεται μόνο όταν μας τίθενται ερωτήματα ή προκλήσεις, όχι όταν από μόνοι μας αποφασίζουμε να επιβληθούμε στον άλλο ως ειλικρινείς και ενδεχομένως να τον πληγώσουμε.
Ζέση: Ζέση υπάρχει εκεί που σε κάνουν να νιώθεις στην κορύφωση του «βρασμού» της ευτυχίας, της άνεσης, της δημιουργικότητας: Στην πρόβα μου με τον Αντίνοο, τον Δημήτρη, τον Peter, νιώθω ζέση!
Ηθοποιοί: Σε κάθε δουλειά μου ο ορισμός του ηθοποιού είναι εκείνος που με έχει εμπιστευτεί την τρέχουσα περίοδο. Ο ιδανικός ηθοποιός είναι για εμένα ένας αθλητής: Κάνει ένα συνεχή αγώνα να διατηρήσει το πνεύμα, το σώμα του, σε τέλεια κατάσταση. Προπονείται ακατάπαυστα, μελετά συνέχεια και προσέχει τη διατροφή, τον ύπνο του. Στο ‘’Κάποιος να με Προσέχει’’ θα το δείτε, οι τρεις ηθοποιοί δεν είναι απλοί αθλητές. Είναι πρωταθλητές.
Θέατρο: Σε αυτό ζω και εργάζομαι. Είναι λοιπόν, κάτι σαν πατρίδα. Βρίσκω χίλια άσχημα, αλλά δεν παύω να το επιλέγω ως μόνιμη κατοικία. Με πληγώνει που τα τελευταία χρόνια το θέατρο μας –με εξαιρέσεις- είναι μια βιοτεχνία που βγάζει γρήγορα και σε πολλά αντίτυπα παραστάσεις, με ενοχλεί που δεν υπάρχει «παίδεμα», που δεν δίνεται ο απαραίτητος χρόνος και η απαραίτητη αμφιβολία, αλλά προαποφασίζεται η εισπρακτική επιτυχία με άλλους τρόπους και όχι με τη δουλειά, την έρευνα ή τις εκπληκτικές ερμηνείες. Δεν είναι τυχαίο, όταν ρωτάς πλέον «Είναι καλή παράσταση;» σου απαντούν «είναι sold out». Μέσα στην υπερπληθώρα παραστάσεων, εμένα μου λείπει ο Δημήτρης Μαυρίκιος π.χ από το θέατρο. Κι όμως, εκείνος έχει επιλέξει να μιλά σπάνια με τις μαγικές του δουλειές.
Ισότητα: Γεννήθηκα με δεδομένη και αυτονόητη την ισότητα στο μυαλό μου χάρις στους γονείς μου και την κυρίαρχη αίσθηση δικαιοσύνης. Όταν η ισότητα π.χ ανδρών και γυναικών αμφισβητείται έμπρακτα, ο μισός κόσμος ραγίζει και αποκόβεται από τον άλλο μισό. Είναι απλό για μένα: Κάθε κίνηση ισότιμης αντιμετώπισης των ανθρώπων συγκολλά τον κόσμο που κινδυνεύει να χωριστεί για πάντα.
Κάποιος να με προσέχει: Λίγα σύγχρονα έργα είναι τόσο συγκλονιστικά όσο το έργο του McGuinness: Μιλά για τρεις άντρες – ομήρους μιας τρομοκρατικής οργάνωσης και την απίστευτη προσπάθεια επιβίωσής τους. Γυμνάζονται, μιλούν, παίζουν, φαντασιώνονται, κάνουν εξτρεμιστικό χιούμορ, εξομολογούνται και αντιστέκονται στον εγκλωβισμό τους. Αυτή η σχέση των τριών ανδρών επαναπροσδιορίζει την αντρική ταυτότητα, εξυψώνει τον άνθρωπο πέρα από θρησκείες και φανατισμούς, υπενθυμίζει την ουσία της αγάπης και αποδεικνύει – όπως είχε πει ο Αντίνοος Αλμπάνης σε μία πρόβα παραφράζοντας τον Σαρτρ- πως «Ο Παράδεισος είναι ο άλλος»…
Λιπόψυχος: Τα τελευταία χρόνια νιώθω έτσι. Και νομίζω πως πολλοί άνθρωποι αποδείχτηκαν λιπόψυχοι. Το να δειλιάζεις μπροστά στα δύσκολα, μάλλον σημαίνει πως δεν έχεις κάποιον για τον οποίο αξίζει να ορμήσεις στη μάχη. Το να χάνεις όμως το θάρρος σου (αυτό είναι ο λιπόψυχος) σημαίνει πως κάποτε είχες θάρρος. Θέλω να πιστεύω πως θα το ξαναβρούμε…
Μεταμοντέρνο θέατρο: Η ίδια η λέξη κουβαλάει το οξύμωρο. Αν τώρα ζούμε το μοντέρνο θέατρο, εκείνος που καταφέρνει να μας δείξει το «μετά-μοντέρνο» της θεατρικής εποχής μας είναι ιδιοφυής ή μάγος. Όταν προσπαθείς να κάνεις ο,τιδήποτε εμπεριέχει την έννοια της «μόδας» στο θέατρο, παίρνεις και το ρίσκο να μην ενδιαφέρει καθόλου το έργο σου την επόμενη σεζόν.
Νεωτερισμοί: Για μένα ο νεωτερισμός εξαντλήθηκε στον Duchamp και το σοκ που προκάλεσε στην εποχή του. Σήμερα, θεωρώ πως το να γίνεται αυτοσκοπός ο νεωτερισμός στο θέατρο είναι λίγο μάταιο, εφόσον δεν υπάρχει κάτι που ουσιαστικά δεν έχει δοκιμαστεί. Χρόνια τώρα βλέπουμε ήρωες τραγωδίας με μηχανές και δερμάτινα ή Τσέχοφ χωρίς σαμοβάρια αλλά με ομπρέλες παραλίας. Πραγματικά νεωτεριστικό θα ήταν να κάνεις ένα σπουδαίο κλασικό έργο, ως έχει. Στην εποχή του. Στο γράμμα και στο πνεύμα του.
Ξένο ή ελληνικό ρεπερτόριο: Είχα την ευλογία να ανεβάσω έργο της αείμνηστης και αγαπημένης μου Λούλας Αναγνωστάκη. Είχα επίσης τη μεγάλη χαρά να ανεβάσω έργο του υπέροχου Ανδρέα Στάικου. Θεωρώ, όμως πως και οι δύο είναι πιο πολύ «Ευρωπαίοι» συγγραφείς. Ναι, έχω μια τάση και ίσως κλίση να μεταφράζω και να σκηνοθετώ ξένα έργα (κλασικά ή σύγχρονα) που δεν έχουν ξανα- ανέβει ή ανεβαίνουν σπάνια.
Οικογένεια: Ο πιο ισχυρός δεσμός. Το δίχτυ ασφαλείας. Και ναι, οικογένεια είναι οι άγιοι γονείς και οι παιδικές αναμνήσεις ή τα παιδιά μας που μεγαλώνουν μέσα σε αγκαλιές, αλλά οικογένεια είναι και οι φίλοι μας. Οι «συγγενείς» που επιλέγουμε. Η αδιαμφισβήτητη αγάπη.
Παράδεισος: Εκεί που είναι όλα τόσο υπέροχα που γίνεται… κόλαση!
Ρεαλισμός: Εφόσον, πρέπει να υπηρετούμε το ρεαλισμό τόσο στη ζωή όσο και στην Τέχνη κι εφόσον το αντίθετο του, η μαγεία δηλαδή, δημιουργεί καχυποψία, εγώ επιλέγω να φτιάχνω αγγέλους, αλλά με φτερά – ώστε να είναι ρεαλιστικοί.
Σκηνοθεσία: Ο Μπρεχτ νομίζω είχε πει ότι ο σκηνοθέτης είναι ένας παραμυθάς. Αυτό πιστεύω λοιπόν: Καλείς κόσμο και τους διηγείσαι μια ιστορία. Αν έχεις καθοδηγήσει σωστά ηθοποιούς και έργο, η ιστορία θα τους θυμίσει κάτι δικό τους, μέσα της θα δουν τον εαυτό τους, θα βρουν τη λύση σε κάτι που τους βασανίζει, θα τους δώσει ελπίδα ή απλώς θα τους κάνει να μη νιώθουν μόνοι…
Τρομοκρατία: Η τρομοκρατία σε μεγάλη κλίμακα απειλεί συνέχεια την υφήλιο. Με βάση της συχνά τη θρησκεία – το όπλο της πολιτικής δύναμης- φανατίζει τους στρατιώτες της ενάντια στους συνανθρώπους. Το θέμα του έργου μας είναι αυτό: Πώς τρεις Δυτικοευρωπαίοι απήχθησαν στο Λίβανο από Μουσουλμάνους. Σε μικρότερη κλίμακα, όμως, η τρομοκρατία, υπάρχει στην καθημερινότητά μας: Στην Αρχή που απευθύνεται κανείς από ανάγκη, στη αναίτια βία έξω από το σπίτι μας, στη μόνιμη απειλή από ανώτερους ή συναδέλφους.
Υστεροφημία: Είναι κάτι που όσο και να το φροντίζεις, δεν θα το δεις ποτέ να μεγαλώνει. Πιστεύω, όμως, τόσο πολύ στο να αφήνουμε παραδείγματα καλοσύνης στη γη.
Φρανκ Μακ Γκίνες: Καθηγητής και σπουδαίος σύγχρονος Ιρλανδός δραματουργός σημαντικών θεατρικών έργων, μεταφραστής και διασκευαστής μεγάλων κλασικών έργων και σεναριογράφος επιτυχιών, ο Μακ Γκίνες λέει για το Κάποιος να με προσέχει: «Μια πολύ βαθιά αγάπη εξελίσσεται ανάμεσα στους τρεις άντρες. Μια αγάπη που δεν τους τρομάζει και δεν θέλουν να την αποφύγουν. Καθώς είναι ‘καρφωμένοι’ στο πάτωμα και φυλακισμένοι, η εξάρτηση μεταξύ τους εντείνεται και η απώλεια του ενός θα γίνει απόλυτα τρομαχτική για τον άλλον.»
Χιούμορ: Συχνά διαπιστώνω πως έχω μια ψυχική πόρτα που κάνει face control και δύσκολα περνούν οι άνθρωποι χωρίς χιούμορ. Όταν πρωτοείδα το ‘’Κάποιος να με προσέχει’’ στην Αγγλία, εντυπωσιάστηκα από το πόσο πάρα πολύ γελούσαμε στην παράσταση! Και τι τύχη τώρα να έχω αυτούς τους ηθοποιούς (Αλμπάνης, Μάριζας, Rundle) που έχουν (Θεέ μου) απίστευτο χιούμορ!
Ψυχισμός: Είναι μια λεπτή κλωστή, τόσο εύκολο να ταλαντευτεί ή να κοπεί. Όταν οι ήρωες του έργου μας νιώθουν την κλωστή του ψυχισμού τους να κινδυνεύει να σπάσει, ονειρεύονται φωναχτά, γελάνε δυνατά για να ξορκίσουν το φόβο, παίζουν παιχνίδια φαντασίας, τραγουδούν και χορεύουν. Και έχουν ο ένας τον άλλο.
Ωραίες συνεργασίες: Τόσες πολλές! Τόσο καλοί φίλοι μου ηθοποιοί που πρωταγωνίστησαν σε παραστάσεις μου! Αγαπημένοι και όμορφοι άντρες και γυναίκες. Μεγάλοι, παλαιότεροι σταρ ή μαθητές μου από τις Δραματικές Σχολές. Είναι συγκινητικό να έχεις κοινούς κώδικες. Κοινές καταβολές. Κοινό χιούμορ. Τώρα θεωρώ πως έχω δημιουργήσει την ιδανική συνεργασία- ομάδα: Τρεις αγαπημένοι μου άνθρωποι, δύο εκ των οποίων μαθητές μου από το Θέατρο Τέχνης (Αλμπάνης- Rundle) και ένας χρόνια ηθοποιός και στενός φίλος μου (Μάριζας). Μαζί μου η Μαίρη Τσαγκάρη στα σκηνικά –κοστούμια και ο Λευτέρης Παυλόπουλος στα φώτα (χρειάζεται να πω περισσότερα;) Αλλά όλα οφείλονται στον Αντίνοο και στην επιμονή του. Ο Αντίνοος πίστεψε περισσότερο κι από εμένα στο έργο μας. Αυτός είναι Κάποιος που με προσέχει!..
Σχόλια για αυτό το άρθρο