Ο Αντώνης Αντωνίου και η Νατάσα Ασίκη είναι ένα πολύ αγαπημένο θεατρικό ζευγάρι και δύο σπουδαίοι ηθοποιοί που έχουν διαγράψει μια μεγάλη καλλιτεχνική πορεία. Φέτος η “Θεατρική Σκηνή”, που στεγάζεται σε έναν πολύ όμορφο χώρο που έχουν επιμεληθεί με πολύ κόπο, κλείνει 35 χρόνια στην οδό Νάξου στην Κυψέλη. Αφορμή της συνάντησης μας ήταν οι “Παραλλαγές πάπιας” του Ντέβιντ Μάμετ, η παράσταση που παρουσιάζουν φέτος. Το έργο ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Στο θέατρο τους επικρατεί μια φιλική ατμόσφαιρα σαν να είσαι στο σπίτι σου, ο χώρος είναι ζεστός, υπάρχει καφές φίλτρου για να κεραστείς, βιβλία για να αγοράσεις, ενώ οι τοίχοι είναι γεμάτοι από κάδρα με φωτογραφίες και αφίσες από προηγούμενες παραστάσεις τους. Η παράσταση έχει πολύ έξυπνο χιούμορ, αλήθειες και μηνύματα, ενώ είναι αναμφισβήτητα διάχυτη η χημεία του ζευγαριού. Μετά το τέλος της εξαιρετικά καλής παράστασης με υποδέχθηκαν πολύ ζεστά στη σκηνή του θεάτρου. Καθίσαμε στα παγκάκια του υπέροχου σκηνικού και μιλήσαμε για σημαντικούς σταθμούς στη ζωή τους. Με ζεστό χαμόγελο, αμεσότητα και ξεχωριστό ήθος αισθάνθηκα μια οικειότητα μαζί τους. Είναι έκδηλη η αγάπη τους για το θέατρο και του ενός για τον άλλον. Αποχαιρετώντας τους στην πόρτα του θεάτρου, σχεδόν δυο ώρες μετά, σκέφτηκα ότι στο λεξικό δίπλα στον όρο θεατράνθρωπος θα έπρεπε να βάλουν τα ονόματα τους.
-Το έργο που παρουσιάζεται φέτος είναι το «Παραλλαγές πάπιας». Μιλήστε μου λίγο για την παράσταση αυτή.
Ν.Α. : Ο Μάμετ παίρνει αφορμή τις πάπιες, όπου η πάπια συμβολίζει τον άνθρωπο. Μέσα από τις πάπιες μιλάει για την αγάπη, τη μοναξιά, το θάνατο, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, το πόσο σοφά οι αρχαίοι Έλληνες παρατηρούσαν τη φύση για να κάνουν οτιδήποτε. Μιλάει για τα πάντα με έναν υπόγειο σαρκασμό και ένα υπόγειο χιούμορ που έχουν αυτοί οι δύο ήρωες
Α.Α.: Μπορεί κανείς να την «πατήσει» με αυτό το έργο πάνω στη βάση ότι «εάν σου δείχνω το φεγγάρι δεν κοιτάς το δάχτυλο, θα κοιτάς το φεγγάρι». Αυτό είναι το αποτέλεσμα της πρόχειρης ζωής που κάνουμε, της εύκολης ζωής και χωρίς δυνατότητα μεγάλης σκέψης και προβληματισμού. Όλα αυτά είναι ένας ωχαδερφισμός που περνάει από τη σχέση σου με την τέχνη μέχρι τη σχέση σου με τον διπλανό σου, και την κοινωνία ολόκληρη. Αυτό το παλεύεις όταν ανεβάζεις δύσκολα έργα, απαιτητικά. Εμένα αυτό που μου αρέσει σε αυτό το έργο είναι ότι απευθύνεται και κολακεύει τον θεατή ότι είναι έξυπνος. Έχει την απαίτηση να είναι έξυπνος και αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Διότι φτάνει πια η εποχή που τα έλεγες νιανιά για να βγάλει ο άλλος το συμπέρασμα, να κουνήσει το κεφάλι του και μετά να τα ξεχάσει και να φύγει. Επειδή είναι πολύ σπουδαίος συγγραφέας το εκτίμησα πάρα πολύ.
-Αυτός ήταν και ο λόγος να το επιλέξετε;
Α.Α.: Βέβαια ο βασικός λόγος ήταν αυτός και επειδή το χιούμορ μας έχει λείψει. Με τις τελευταίες παραστάσεις μας «Αυγά μαύρα» για έξι χρόνια και το «Συναξάρι του Αντώνη Κορδοπάτη» γα δυο χρόνια, δώσαμε πολύ ψυχική επαφή σε αυτά τα θέματα που καίνε την ελληνική πραγματικότητα. Θέλαμε να πάμε πιο ευρύτερα, να φύγουμε από το άτομο στο χορογραφικό μας χώρο και να πάμε στον άνθρωπο που είναι και στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Να πιάσουμε την ψυχή του, που αυτή δεν φυλακίζεται σε σύνορα.
-Το έργο μιλάει και για τη φιλία. Πόσο εύκολη είναι η φιλία στον καλλιτεχνικό χώρο με όλο αυτό τον ανταγωνισμό.
Ν.Α. : Έχουμε καλούς φίλους γενικά και έχουμε και δύο, τρεις ανθρώπους από τον καλλιτεχνικό χώρο. Πραγματικά νιώθουμε πολύ καλά μαζί τους, είναι φίλοι μας με την έννοια αυτήν τη γεμάτη. Αλλά δεν αναφέρομαι μόνο στο χώρο μας, νομίζω ότι είναι παντού πια δύσκολα τα πράγματα γιατί είναι πολύ δύσκολο ο καθένας να επωμισθεί τα βάσανα του άλλου και τις χαρές του άλλου και να τις κάνει δικές του.
Α.Α.: Είναι σπάνιο πράγμα η φιλία. Είναι πολύ δύσκολο γιατί η καθημερινότητά μας τορπιλίζεται από πολύ άσχημα πράγματα. Κανείς δεν νοιάζεται για την ψυχική υγεία ενός λαού, όλοι θέλουνε ο διπλανός να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του. Η συμπεριφορά από τον τρόπο που οδηγείς το αυτοκίνητο σου ή το ποδήλατό σου μέχρι τον τρόπο που αντιμετωπίζεις ουσιαστικά τους ανθρώπους γύρω σου με πάρα πολλά έντονα στοιχεία σνομπισμού, υποτίμησης, άκρατου εγωισμού. Είναι φαινόμενα που σε μία κρίση πολιτιστική, αξιών, ιδεών, γιγαντώνονται και γίνονται καθημερινά εμπόδια για να πας λίγο μπροστά με μία αισιοδοξία. Όλα αυτά είναι κατά της φιλίας και ο αγώνας που γίνεται είναι να πει η τέχνη ότι «Ρε παιδί μου δεν χάθηκε ο κόσμος χαμογελάστε λίγο, νιώστε λίγο χαλαροί, αφήστε λίγο τα συναισθήματα να σας κατακλύσουν και όχι τα συμφέροντα». Βέβαια και τα δύο από σίγμα αρχίζουν και εκεί μπερδεύεσαι.
-Το έργο δείχνει τον κύκλο της ζωής της πάπιας που είναι συμβολικό και μιλάει για το θάνατο. Εσάς σας φοβίζει ο θάνατος;
Ν.Α. : Έχει πει ένα πολύ ωραίο ο Γούντι Άλεν και θα το λέω και εγώ συνέχεια «Δεν με φοβίζει ο θάνατος, αρκεί να μην είμαι μπροστά» (γελάει). Σαφώς με στεναχωρεί και φοβάμαι και τα πάντα, δεν έχω εξοικειωθεί καθόλου.
Α.Α.: Ξέρεις όσο μεγαλώνεις λες «Ρε γαμώτο λίγο ακόμα». Και αυτό το λίγο ακόμα σου δημιουργεί ένα τσίμπημα συναισθηματικό. Το λέει και η πάπια ότι θα ήθελε να ζήσει και άλλο. Ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής το ξέρουμε. Η ζωή είναι πολύ μικρή, παρόλο που έχει ανέβει ο μέσος όρος ζωής είναι πάλι λίγη. Μακάρι οι επόμενες γενιές να το απολαύσουν περισσότερο να φτάσουν στα 120 με ευρωστία όμως όχι με κατάντια. Ο θάνατος είναι σαν να σου κλείνουν την πόρτα και εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι μετά ανοίγει μία άλλη πόρτα αλλά εν πάση περιπτώσει θα προλάβουμε να κάνουμε και άλλα πράγματα που θα μας αρέσουν.
-Εκτός από θεατρικό ζευγάρι είστε μαζί και στη ζωή. Θα γυρίσω λίγο το χρόνο πίσω και θέλω να μου πείτε πώς γνωριστήκατε;
Ν.Α. : Ε πού αλλού, στο θέατρο. Μόλις είχα τελειώσει τη σχολή και είχα παίξει σε μια παράσταση όταν μια φίλη μου με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι έψαχνε ο Αντώνης, για την παιδική σκηνή του θεάτρου του που είχε τότε, μια ηθοποιό για ένα ρόλο και αν ήθελα να πάω. Να παίξεις στον Αντωνίου δεν θες; Σαφώς θες. Οπότε και πήγα και έπαιξα και ήμουνα και καλή ηθοποιός και με κράτησε (γέλια)
-Πώς πήρατε την απόφαση να έρθετε να φτιάξετε το δικό σας χώρο και τι ήταν εδώ πριν;
Α.Α.: Το πρώτο θέατρο που ήμουνα εγώ ως θιασάρχης ήταν το «Θεατρικό Εργαστήρι» του Δημήτρη Κωνσταντινίδη στην Αριστοτέλους και Σμύρνης. Υπάρχει ακόμα αυτό το θέατρο. Μετά με βοήθησε ένας φίλος αρχιτέκτονας και φτιάξαμε ένα θέατρο στον Πύργο των Αθηνών, δίπλα στο ζαχαροπλαστείο του Φλόκα. Εκεί γνωριστήκαμε με την Νατάσα. Ο ιδιοκτήτης, παρόλο που την αίθουσα την είχα φτιάξει εγώ σε θέατρο με δικά μου έξοδα, πάνω στα τρία χρόνια που έληγε το συμβόλαιο, μου ζήτησε να φύγω διότι ολόκληρο το ισόγειο επρόκειτο να το μετατρέψει σε εκθεσιακό κέντρο και εγώ του στερούσα γύρω στα 400 τετραγωνικά. Μετατρέποντας το θέατρο σε εκθεσιακά περίπτερα θα έβγαζε το 20πλάσιο ενοίκιο. Μου είπε «Σε παρακαλώ, κατάλαβε δεν μπορώ να χάνω, λεφτά εγώ είμαι επιχειρηματίας σε βοήθησα ως εδώ. Πρέπει να φύγεις». Και βέβαια με πρόλαβε γιατί ήταν έξυπνος άνθρωπος και μου είπε «Βεβαίως σε καλύπτει η επαγγελματική στέγη αλλά την ώρα της παράστασης εγώ θα βάλω ένα κομπρεσέρ στον επάνω όροφο». Οπότε σκέφτηκα πως δεν θέλω να κάνω πόλεμο με κανέναν, ούτε να τρέχουμε στα δικαστήρια και το ξηλώσαμε το θέατρο από ‘κει και το κλείσαμε. Βρήκαμε μία αποθήκη, τη νοικιάσαμε, βάλαμε όλα τα πράγματα μας εκεί και μετά ψάχναμε να βρούμε που να ανοίξουμε το θέατρο. Να νοικιάσουμε ένα θέατρο στην Πανεπιστημίου ή στην Πατησίων δεν θα μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε οικονομικά.
Βρήκαμε λοιπόν αυτόν εδώ τν χώρο που ήταν ο κινηματογράφος «Σινέ Μοντ». Ήταν ωραίος κινηματογράφος με καλές ταινίες, θυμάμαι ότι από Αμπελόκηπους ερχόμουν τόση απόσταση για να δω ταινίες. Δεν ήταν όμως πολύ προσεγμένος σαν χώρος και τελευταία επειδή οι κινηματογράφοι είχανε μία φθορά και δεν είχαν πολύ πέραση είχε αφεθεί και είχε χαλάσει λίγο το κλίμα και τα κατασκευαστικά πράγματα εδώ μέσα. Ο ιδιοκτήτης του είχε δυο κινηματογράφους και νοίκιασε τον έναν στον Λάμπρο Τσάγκα που έγινε το θέατρο Κνωσός και σε εμάς αυτό εδώ στην οδό Νάξου. Με τα λίγα οικονομικά μας σιγά-σιγά το φτιάξαμε και ακόμα το φτιάχνουμε και έχει γίνει ένας χώρος που μας αρέσει πια. Είναι το σπίτι μας, το δεύτερο σπίτι μας και είναι αυτό που μας τραβάει με μία πολύ δημιουργική σχέση να πηγαίνουμε μπροστά. Δεν ησυχάζουμε, δεν είμαστε στο σπίτι συνταξιούχοι να μην ξέρουμε τι να κάνουμε. Εάν το χάναμε θα είχαμε ανώμαλη προσγείωση.
-Με το δικό σας θέατρο έχετε την πολυτέλεια να κάνετε τις δικές σας επιλογές όμως αυτό δεν σας στέρησε κάποια πρόταση για κάποιο ρόλο που θα θέλατε να παίξετε και λόγω οικονομικών δεν μπορέσατε;
Α.Α.: Κάνουμε αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «Πληρώνουμε τα δικά μας λάθη και όχι των άλλων». Όταν κάνεις μια πορεία κάποια πράγματα κερδίζεις, κάποια πράγματα χάνεις και με πλήρη γνώση λες «Θα χάσω αυτά αλλά θα κερδίσω πιο ουσιαστικά για μένα πράγματα». Είχαμε αρκετές προτάσεις αλλά δεν θέλαμε.
Ν.Α.: Ζυγίζεις που θα είσαι καλύτερος. Πολλά έργα που θα θέλαμε να κάνουμε δεν μπορούμε λόγω οικονομικών συνθηκών.
-Ονειρεύεστε κάποιους ρόλους, κάποια έργα;
Ν.Α.: Kάποια κλασικά έργα που δεν μπορείς να τα πλησιάσεις αν δεν είσαι Εθνικό ας πούμε. Εγώ ήθελα να παίξω στο Faust, αλλά πιο μικρή τώρα πια δεν μπορώ να το κάνω.
Α.Α.: Περισσότερο κλασικά έργα θα θέλαμε. Χάρολντ Πίντερ και Έντουαρντ Άλμπι τέτοια έργα θα θέλαμε να κάνουμε αλλά προς το παρόν είναι λίγο δύσκολο. Παλαιότερα που ήμασταν πιο νέοι είχαμε μεγαλύτερη τάση να ρισκάρουμε. Σε περιοδεία έχουμε ανεβάσει «Το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ, το «Γιατρός με το στανιό» του Μολιέρου, έργα των Ρουτζάντε και Τσέχωφ.
-Θα σας γυρίσω τώρα κι άλλο πίσω, τότε που ο Αντώνης Αντωνίου έδωσε πρώτη φορά εξετάσεις για τη σχολή αλλά με τη δεύτερη πέρασε. Τι είχε συμβεί ακριβώς;
Α.Α.: Ε δεν βαριέσαι εξαρτάται από τη μέρα που ήμουνα, μπορεί να μην τα είπα καλά. Είχα δώσει σε μία σχολή του Στέλιου Μωϋσίδη που ήταν για σκηνοθεσία γενικότερα και για κινηματογράφο και θέατρο. Με τη δεύτερη φορά μπήκα στη σχολή που τότε ήταν καινούργια και τώρα δεν υπάρχει πια. Όταν την τελείωσα δεν ήμουνα πάρα πολύ ικανοποιημένος γιατί οι απόφοιτοι από αυτή τη σχολή δεν είχαν άδεια να παίξουν στο θέατρο, οπότε σκέφτηκα να πάω σε σχολή θεάτρου. Έδωσα στον Κουν και στο Εθνικό. Πέρασα και στις δύο σχολές. Πήγα για 20 μέρες στο Εθνικό και δεν μου άρεσε καθόλου μα καθόλου. Έφυγα, πήγα στον Κουν που ευτυχώς με θυμόταν και μου είπε «Εντάξει έλα». Τελείωσα τη σχολή εκεί και μάλιστα με υποτροφία και για τα τρία χρόνια και ήμουν πολύ ικανοποιημένος γιατί δεν είχα και πολλά λεφτά, δούλευα τα πρωινά τότε. Ήταν ωραία χρόνια, δημιουργικά, με πολύ τρέξιμο, με πολύ κόπο, με καινούργια πράγματα και γοητευτικά αρκετές φορές.
-Πώς ήταν η σχολή αλλά και ο ίδιος ο Κάρολος Κουν;
Α.Α.: Τώρα που την αναλογίζομαι τη σχολή ήταν πολύ ωραία, αρκετά δημιουργική και σου πρόσφερε αρκετά πράγματα. Δεν λέω όλα γιατί κρατάω και την πρώτη σχολή που πήγα γιατί και από ‘κει είχα αρκετά πράγματα να κερδίσω και ήτανε μία ολόπλευρη αντιμετώπιση του επαγγέλματός μας δηλαδή και τηλεοπτικά και κινηματογραφικά και θεατρικά. Τον Κουν τον είχαμε δάσκαλο μόνο τους τελευταίους τρεις μήνες της σχολής και μετά κιόλας σταμάτησε να διδάσκει. Δεν άντεχε και έμεινε μόνο στο θέατρο. Ως μαθητής της σχολής τον έζησα σαν σκηνοθέτη γιατί οι μαθητές παίζαμε σε όλες τις παραστάσεις. Θυμάμαι «Όρνιθες», «Βάτραχοι», «Πέρσες» τέτοιου είδους παραστάσεις. Γενικά είχε μια ιδιαίτερη και ωραία ατμόσφαιρα. Λίγο περίεργη, λίγο σκοτεινή. Έτσι ήτανε. Δεν είχε πολύ χρώμα, ήτανε γκρίζα κατάσταση. Αλλά το θέμα είναι τι κερδίζεις από αυτά τα στοιχεία και τι προτιμάς να διαλέξεις και να κρατήσεις σαν παρακαταθήκη, σαν κέρδος.
-Μετά ήρθε το Ελεύθερο Θέατρο.
Α.Α.: Όταν τελείωσα τη σχολή έφυγα, δεν ξαναγύρισα. Ήμουν, πώς να το πω, λίγο περίεργο άτομο. Κυνήγησα μία δουλειά η οποία μου άρεσε σε ένα θίασο αξιόλογο Παξινού – Μινωτής και ένα έργο συγκλονιστικό. Το «Μάνα κουράγιο». Και ξεκινάω και παίζω το ρόλο που θέλω και προχωράμε. Ήδη είχα ξεκινήσει γνωριμία, επαφές με το Ελεύθερο Θέατρο και με ήθελαν στην ομάδα. Κάποια στιγμή μου λένε «Φεύγουμε για Θεσσαλονίκη να παίξουμε την ιστορία του Άρη Ρέντζου». Τους λέω «Μπορώ να έρθω και εγώ;» και μου απαντάνε «Αφού είσαι στο θέατρο». Πήγα στον Μινωτή και του ζήτησα να φύγω. «Ρε παιδί μου πώς γίνεται αυτό δεν κάνει, δεν πρέπει». Του είπα «Εντάξει εγώ θέλω να φύγω. Άμα δεν θέλετε να με αφήσετε θα μείνω» και στο τέλος μου είπε «Εντάξει σε καταλαβαίνω. Φύγε». Με αντικατέστησε και έφυγα και μπήκα στο Ελεύθερο Θέατρο. Το κατακρίνω σήμερα αυτό που έκανα. Όμως έπαιξα αρκετά μαζί τους και ήταν εξαιρετική εμπειρία. Κυρίως με την Παξινού, την οποία την είχα και δασκάλα για το λίγο διάστημα που ήμουνα στο Εθνικό. Αλλά εκεί μπήκε το μικρόβιο της δικής μας δουλειάς και μάλιστα έξω από τα εμπορικά κατεστημένα. Και μετά από την ομάδα εκείνη, πήγα στο θέατρο Στοά. Μια πάρα πολύ ωραία, πολύ ωραία περίοδος που επάνω στην τριετία τελείωσε και αυτή. Πήγα για ένα μικρό διάστημα στον Τριβιζά εκεί δεν άντεξα ούτε ένα χρόνο. (γέλια). Και μετά τι κάνουμε; Δεν μπορούσα να σκεφτώ.
-Ήσασταν…
Ν.Α. : Νομάς! Ήθελα να υπάρχει αξιοκρατία και ηθική. Αυτά τα δύο βασικά στοιχεία, που έχουν και όλες τις παραμέτρους από δίπλα, δεν τα έβρισκα εύκολα. Και είπα ότι πρέπει να κάνω άλλη μία δική μου δουλειά. Έκανα μία δουλειά δεν πήγε καλά και κάποια στιγμή βρήκα ένα έργο τον Φονιά του Ευθυμιάδη και είπα ότι από εδώ θα ξεκινήσει μία άλλη πορεία. Βρήκα θέατρο, ανέβασα το έργο, είχε τεράστια επιτυχία, έχτισα το άλλο θέατρο, το έχασα, έχτισα αυτό και προχωράμε! Εδώ σε αυτή τη φάση είμαστε. Βλέπεις η ζωή του κάθε καλλιτέχνη έχει πολλές τέτοιες περιπέτειες. Δεν πρωτοτυπώ, ούτε κάνω τον έξυπνο. Όλοι οι καλλιτέχνες επειδή είναι άνθρωποι που αναζητούν εκφράσεις και αγωνίζονται για να βελτιώσουν τον κόσμο μέσω της τέχνης τους, είναι άνθρωποι δημιουργικοί που δεν μπαίνουν εύκολα σε καλούπια. Έτσι και εγώ και η Νατάσα
-Η Νατάσ Ασίκη ξεκίνησε στη σκηνή και στο πανί ως παιδί θαύμα.
Ν.Α. : Ξεκίνησα ως παιδί με την Άννα Συνοδινού στο θέατρο. Η μαμά μου ήταν ταξιθέτρια στο Εθνικό και έτσι είχε γνωρίσει την Συνοδινού. Κάποια στιγμή η Συνοδινού ήθελε δύο παιδάκια στο θέατρο και πήγαμε εγώ και η αδερφή μου η Βίνα μέσω της μητέρας μας. Μετά έπαιξα και εγώ στον Κουν ως παιδί αλλά δεν βρεθήκαμε (σ.σ. με τον Αντώνη). Μετά ήρθε η ταινία «Οικογένεια Χωραφά», και ακολούθησαν οι ταινίες «Ο αστερισμός της παρθένου» και «Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές». Ήμουν πολύ μικρή δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Μετά από αυτά νομίζω πως ήταν αναπόφευκτο να ακολουθήσω το δρόμο της ηθοποιού. Τον Άγγελο Αντωνόπουλο, (σ.σ. που πρωταγωνιστούσε στην ταινία Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές), τον είχα καθηγητή στη σχολή Θεοδοσιάδη.
Α.Α.: Βέβαια είχε μία τέτοια παιδεία που να σκεφτείς ότι βρήκε εμπορική δουλειά με τον Λαζόπουλο και έφυγε στη μέση της σεζόν γιατί υπήρχε μια συμπεριφορά….
Ν.Α. : Έχουμε κοινά με τον Αντώνη (γελάει). Το 1987 ήταν με την Άννα Παναγιωτόπουλου. Τότε έτσι είχα πάει, είχαμε πάει μαζί, αλλά ο μισός θίασος έφυγε, δεν έφυγα μόνο εγώ.
Α.Α.: Είναι δύσκολος ο κλάδος μας και περίεργος και υπάρχει μεγάλη υποκειμενικότητα. Μπορεί ένα πράγμα να σου αρέσει εσένα και ο άλλος να μην μπορεί να το δει.
-Να μιλήσουμε λίγο για την “Μαντάμ Σουσού”, μια πολύ μεγάλη και ιστορική επιτυχία της δημόσιας τηλεόρασης.
Ν.Α.: Αφού έχω τελειώσει τη σχολή, ήταν να το σκηνοθετήσει ο Θεοδοσιάδης το σίριαλ και είχε πάρει αρκετούς μαθητές από τη σχολή. Στη συνέχεια ήταν ο Παπαγεωργίου που συνέχισε τη σκηνοθεσία. Ήταν πολύ ωραία δουλειά η Μαντάμ Σουσού και γενικά γινόντουσαν διάφορα όμορφα πράγματα και αντιδράσεις από τον κόσμο αλλά όταν είσαι σε τόσο νεαρή ηλικία δεν ξέρεις πώς να τα διαχειριστείς.
– Πώς προέκυψε η γνωριμία και η συνεργασία με τον Παύλο Τάσιο, που έφερε βραβεία ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τις ταινίες«Βαρύ πεπόνι» και «Παραγγελιά»;
Α.Α.: Εκείνα τα χρόνια δραστηριοποιούμασταν στο σωματείο μας συνδικαλιστικά και γνωριζόμασταν με την Κατερίνα Γώγου που ήταν και αυτή στο σωματείο. Ήμασταν όμως σε διαφορετικές παρατάξεις, οπότε καταλαβαίνεις ότι ο ένας δεν συμπαθούσε τον άλλον. Η Κατερίνα, που ήταν γυναίκα του, ήξερε πως ο Παύλος που είχε γράψει το σενάριο για το «Βαρύ πεπόνι», είχε γράψει ένα ρόλο ο οποίος δεν ήταν και πολύ θετικός. Ήταν αυτή η παρλαπίπα του Έλληνα το «Δεν βαριέσαι, πάμε χωρίς προγραμματισμό, χωρίς τίποτα» και νόμιζε ότι αυτός ο χαρακτήρας είναι ένας αντιπαθητικός τύπος. Έτσι έψαχναν έναν αντιπαθητικό τύπο και βρήκαν εμένα επειδή διαφωνούσαμε πολιτικά θεώρησε ότι είμαι ότι έπρεπε. Έλα όμως που ο ήρωας βγήκε πάρα πολύ ωραίος, γλαφυρός και έπεφτε πολύ γέλιο στην προβολή. Μάλιστα πήρα το πρώτο βραβείο, παρόλο που ήταν δεύτερος ο ρόλος και το μοιραστήκαμε μαζί με τον Μίμη Χρυσομάλλη. Εκείνη την εποχή κάθε ελληνική ταινία που έβγαινε έκοβε έξι με εξίμιση χιλιάδες εισιτήρια σε Αλκυονίδα, Ίλιον, Στούντιο. Η πρώτη ταινία που έκανε 50.000 εισιτήρια την πρώτη εβδομάδα προβολής, ήταν το «Βαρύ πεπόνι». Με τον Παύλο πέρα από τις πολιτικές μας διαφωνίες, βρεθήκαμε σαν άνθρωποι που κάνουμε τη δουλειά μας, μιλούσαμε για το ρόλο, για το έργο και συνεργαζόμασταν άψογα. Και αυτός χωρίς πολλά λεφτά έκανε δουλειές, ψάχνοντας συμπαράσταση και βοήθεια. Μετά από τρία χρόνια έγραψε το σενάριο για την «Παραγγελιά» και με φώναξε για να παίξω αυτό το ρόλο. Τον οποίο ρόλο τον διεκδίκησα με μία έννοια γιατί στην αρχή ήταν λίγο δύσπιστος ο Παύλος πώς θα γίνει. Όπως είναι οι προβληματισμοί του κάθε καλλιτέχνη. Κάναμε και αυτή τη δεύτερη δουλειά η οποία ήταν πάρα πολύ ωραία και πολύ σημαντική για εμένα.
-Η «Παραγγελιά» θεωρείται μια κορυφαία στιγμή για τον ελληνικό κινηματογράφο και σκιαγραφεί τι γινόταν στη νύχτα εκείνη την εποχή. Αναφέρεται στο πραγματικό περιστατικό που συνέβη στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα», όταν ο Νίκος Κοεμτζής ήρθε στα χέρια με θαμώνες του κέντρου, με αφορμή μια παραγγελιά για ένα ζεϊμπέκικο, με αποτέλεσμα τρεις ασφαλίτες να πέσουν νεκροί από το μαχαίρι του. Οι αντιδράσεις του κόσμου ποιες ήταν απέναντι στο ρόλο;
Α.Α.: Για μένα ένα μεγάλο διάστημα υπήρχε φόβος. Παρόλο που στο δρόμο με χαιρετούσαν άγνωστοι άνθρωποι αλλά από μακριά «Γεια σου Νίκο». Δεν με φώναζαν με το όνομά μου, με φώναζαν με το όνομα του ήρωα. Δεν ήθελα να ξαναδώ την ταινία για ένα μεγάλο διάστημα, δεν άντεχα. Αλλά μου άρεσε ότι βρήκε πάρα πολύ μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Την πολέμησαν την ταινία οι άνθρωποι οι οποίοι καθόρισαν για μεγάλο διάστημα και ίσως να καθορίζουν ακόμα «το ποιος, που». Την πολέμησαν λυσσασμένα. Δεν πειράζει, δεν κατάφεραν τίποτα. Απλώς κατάφεραν να επικρατήσουν και να φτιάξουν μία κρούστα πάνω από το καλλιτεχνικό τοπίο της χώρας που δεν τη σπας εύκολα. Αυτή η κρούστα χτίστηκε πετραδάκι-πετραδάκι και ρίξανε και χαλίκι, βάλανε και μπετόβεργες και ρίξανε και τσιμέντο και την έκαναν όσο μπορούσαν πιο δυνατή. Αλλά είχαν ξεχάσει ότι υπάρχουν και σεισμοί που δημιουργούν ρωγμές. Εντάξει αυτοί τη δουλειά τους και εμείς τη δική μας.
-Είχατε συναντηθεί με τον Νίκο Κοεμτζή;
Α.Α.: Στη φυλακή δεν τον είδα, δεν πήγα γιατί δεν επιτρεπόταν επειδή ήταν βαρυποινίτης δεν μπορείς να πας. Μόνο μια φορά το μήνα δέχονται συγγενή τους. Όταν βγήκε από τη φυλακή δυο φορές που συναντηθήκαμε δεν μιλήσαμε για την ταινία αλλά για εμάς και αν είμαστε καλά.
– Και οι δύο προέρχεστε από αριστερούς γονείς που πέρασαν διωγμούς, τη χρονιά της “Παραγγελιάς” είχατε την ίδια ηλικία με τον Κοεμτζή όταν διέπραξε το γεγονός αυτό. Αυτά, συν το γεγονός της μεγάλης επιτυχίας, βοήθησαν να γίνει στα μάτια σας συμπαθής ή να τον δικαιολογήσετε;
Α.Α.: Κοίταξε αν τον αντιπαθούσα δεν θα μπορούσα να παίξω το ρόλο η τουλάχιστον να τον παίξω καλά. Πρέπει να ανατρέξουμε στο κλίμα εκείνης της εποχής που συνέβη το γεγονός που ήταν επί χούντας. Όταν έγινε το φονικό, το κλίμα ήταν κατά των αστυνομικών, που από ότι φαίνεται ήταν προκλητικοί εκείνη την ημέρα. Από ότι φάνηκε τον πίεζαν να γίνει ρουφιάνος και τον πίεζαν από εκατό μεριές γιατί είχε κύρος στο χώρο, ήταν μπεσαλής. Εμείς τον αντιμετωπίσαμε όχι σαν άτομο ούτε κρίναμε αν αυτό που έκανε ήταν σωστό. Εμείς τον καταγράψαμε σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο καταπίεσης καταστολής και διωγμού και ως κατατρεγμένο τον αντιμετωπίσαμε.
Ν.Α.: Ήτανε και ο Σαββόπουλος τότε ο οποίος είχε γράψει το τραγούδι «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» και τον αντιμετώπισε σαν κατατρεγμένο. Εγώ την είχα δει ως μαθήτρια σχολείου την «Παραγγελιά». Είχα κάνει κοπάνα από το σχολείο και γινόταν χαμός.
Α.Α.: Το ίδιο έκανε και ο Σαββόπουλος. Και επειδή μετεμφυλιακά η Ελλάδα είχε εκατομμύρια κατατρεγμένους και επειδή μέσα στους κατατρεγμένους ανήκαν και οι γονείς μου και εγώ προσωπικά, μεγαλώνοντας και νιώθοντας τον κατατρεγμό αυτό, σαν κατατρεγμένο τον αντιμετώπισα. Πήραμε την αγανάκτηση, την απελπισία, την αντίδραση, την αξιοπρέπεια που ψάχνει ένας άνθρωπος και τα συνδέσαμε. Και γράφοντας το σενάριο ο Παύλος αλλά και εμείς δουλεύοντας. Δεν μείναμε δηλαδή στην εγκυκλοπαιδική ανάλυση «Α! Έκανε τρεις φόνους». Εντάξει αυτό θα το κάνει ένα δικαστήριο και το έκανε. Ο καλλιτέχνης έχει άλλα κίνητρα. Δεν ανοίγει βιβλία νομικά ο καλλιτέχνης, ανοίγει την ψυχή του και βλέπει ψυχές απέναντί του. Ως κατατρεγμένο λοιπόν, ναι, τον υπερασπίστηκα. Δεν θα γινόταν αλλιώς.
-Έχετε κάνει θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο. Ποιο από τα τρία διαλέγετε
Α.Α.: Ν.Α. (με μια φωνή): Θέατρο, θέατρο, θέατρο!
Ν.Α.: Άλλη ιστορία να παίζεις και να ακούς τις ανάσες από κάτω να νιώθεις αν τους αρέσει ή όχι. Όλα τα καταλαβαίνεις. Είναι μια αίσθηση που δεν μπορείς να την νιώσεις στην τηλεόραση ή στο σινεμά. Που είναι πολύ ωραία και αυτά. Αλλά αυτή την επαφή δεν μπορείς να την έχεις.
-Η Νατάσα Ασίκη αποφεύγει γενικά την τηλεόραση…
Ν.Α.: Στην αρχή έμεινα πίσω γιατί μου πρότειναν να κάνω όλο υπηρέτριες. Ο,τι μπορείς να φανταστείς σε υπηρέτρια, η καινούργια Στυλιανοπούλου. Μετά γέννησα τις κόρες μας οπότε για ένα μεγάλο διάστημα δεν μπορούσα να λείπω από το σπίτι όλη την ημέρα και να γυρίζω το βράδυ. Δεν μου τέθηκε και το δίλημμα. Σαφέστατα θέατρο και σιγά-σιγά μετά, ότι το αφήνεις σε αφήνει.
-Οι κόρες σας ακολουθούν το επάγγελμα;
Ν.Α.: Ο Αντώνης είχε ήδη μία κόρη την Μιχαέλα (σ.σ. από τον πρώτο του γάμο με την Ειρήνη Χατζηκωνσταντή), που έχει κάνει και τη μετάφραση του έργου. Η Μιχαέλα, η οποία έχει τελειώσει το Εθνικό Θέατρο, έχει γράψει βιβλία και τώρα διδάσκει θεατρολογία στο πανεπιστήμιο. Δηλαδή με μία λογική είναι στο χώρο. Οι κόρες μας όχι. Οι κόρες μας δεν θα ήθελα να μπουν σε αυτή την ανασφάλεια του επαγγέλματος μας.
Α.Α.: Οι κόρες μας έβλεπαν τα προβλήματα και τις δυσκολίες. Μας βοηθάνε όμως πολύ εδώ στο θέατρο.
-Γνωρίζοντας όλη αυτή τη μακροχρόνια πορεία που έχετε στο θέατρο ποιες παραστάσεις έχετε στην καρδιά σας, ανεξαρτήτως εμπορικής επιτυχίας;
Ν.Α.: Εγώ στην καρδιά μου έχω το «Αυγά μαύρα» που παίζαμε για έξι χρόνια μέχρι και πέρυσι και είναι λατρευτό έργο. Το «Φονιά» δεν ήμουνα στο πρώτο ανέβασμα αλλά ήμουνα στις άλλες δύο, το «Κεκλεισμένων των Θυρών», το «Γεύμα». Βασικά πάνω από όλα ήταν το «Αυγά μαύρα», νομίζω ότι δεν ξέρω αν θα αγαπήσω πιο πολύ άλλο έργο αλλά δεν θέλω να το παίξω ξανά γιατί είναι πολύ .
Α.Α.: Εγώ να προσθέσω το «Έστω» του Ποντίκα και «Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη». Γενικώς ψάχνουμε, κολυμπάμε. Όλο το ταξίδι μέχρι και σήμερα έχει μία ομορφιά γιατί ακριβώς έχει το στοιχείο της αναζήτησης και επιλογής για να μην τυποποιηθούμε. Έχουμε ευγνωμοσύνη σε όλους τους ηθοποιούς που συνεργαστήκαμε, οι οποίοι βοηθούσαν, πέρα από την παράσταση, στα προβλήματα που είχαμε. Να φτιάξουμε, να μαζέψουμε, να μαστορέψουμε. Πρόσφεραν πάρα πολλά όλα αυτά τα παιδιά που πέρασαν από εδώ και πέρασαν πολύ καλά παιδιά και πολύ καλοί ηθοποιοί και αρκετοί. Τώρα έχουν στενέψει λίγο τα περιθώρια τα οικονομικά γιατί επτά χρόνια έχει κοπεί η επιχορήγηση και δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Παρόλα αυτά ευτυχώς σε πείσμα είμαστε εδώ.
-«Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» για έβδομη χρονιά! Ο Μηνάς δεν έχει… κουραστεί ή βαρεθεί;
Α.Α.: Έχουμε την τύχη, εγώ και η Ελένη Κοκκίδου που παίζουμε μαζί, να έχουμε μία πολύ σπουδαία συγγραφέα, η οποία σε κάθε επεισόδιο καταφέρνει να μας ξαφνιάζει. Κάθε ζευγάρι έχει δικό του συγγραφέα. Εμείς έχουμε την Έλενα Σολωμού, την καλύτερη τολμώ να πω, χωρίς να υποτιμώ τους άλλους. Σε κάθε επεισόδιο που μας φέρνει, μας δημιουργεί την ευφορία να προχωρήσουμε και αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο. Δεν γνωρίζω τι θα κάνει ο σταθμός, δεν ξέρω τι θα κάνουμε και εμείς του χρόνου. Ειλικρινά στο λέω γιατί όπως και να το κάνουμε, το καταλαβαίνεις, είναι λογικό να υπάρχει μία κούραση. Είναι οι παραστάσεις το βράδυ, γυρίσματα το πρωί και το απόγευμα. Κάποια στιγμή θέλεις λίγο ξεκούραση. Δεν ξέρω τι θα γίνει του χρόνου.
-Πόσο βοηθάει μια μεγάλη επιτυχία στην τηλεόραση το θέατρο;
Α.Α.: Έχει βοηθήσει και πάντα βοηθάει. Απλώς, κοίτα να δεις τώρα επειδή εμείς δεν είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι, εγώ δεν θέλω να κάνω στο θέατρο αυτό που κάνω στην τηλεόραση. Πάμε ανάποδα. Από την μία παίζουμε τη «Μουρμούρα» έξι χρόνια και από την άλλη παίζουμε τα Αυγά Μαύρα έξι χρόνια, που είναι η μέρα με τη νύχτα. Αυτά τα πράγματα τα πληρώνεις. Το κοινό που ερχόταν από τη Μουρμούρα, ευτυχώς ήταν τέτοια η δύναμη του έργου, που το αφομοίωνε και το οδηγούσε και σε άλλα μονοπάτια. Και μας είχε ευγνωμοσύνη που γνώρισε και μία τέτοια πτυχή. Και αυτό είναι το καλό, γιατί αν ακολουθήσεις «Έχω τη Μουρμούρα ας ανεβάσω και μία σαχλαμάρα να κάνουμε καλαμπούρια», εντάξει τότε έχεις τελειώσει και σαν ηθοποιός. Είσαι επαγγελματίας να βγάλεις το μεροκάματο. Δεν εμπίπτει στο χώρο της αναζήτησης. Ένα πράγμα που γινόταν συνέχεια τα παλιά χρόνια, κυρίως στο εμπορικό θέατρο έφτιαχνε ο άλλος ένα τύπο και τον έπαιζε χρόνια είτε στο θέατρο είτε στις ταινίες και είναι κάτι που προσωπικά δεν μου άρεσε. Ας πάρουμε παράδειγμα τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Στο Δράκο ανακαλύψαμε ότι είναι σπουδαίος ηθοποιός και όμως άλλους ρόλους του έδιναν.
Ν.Α.: Εγώ πιστεύω ότι ο αν ο Ηλιόπουλος ζούσε στην Αμερική θα ήταν μεγάλος σταρ. Του έχω και μία αδυναμία.
Α.Α.: Και άλλοι ηθοποιοί όπως ο Ψάλτης που είχε παίξει στον «Συμβολαιογράφο». Είτε στο δραματικό είτε στο κωμικό, δεν μετακινούνταν με τίποτα.
Α.Α.: Στον παγκόσμιο κινηματογράφο, βλέπεις σπουδαίους ηθοποιούς και σταρ, που έχουν κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα. Ο Σον Κόνερι είχε το «James Bond» αλλά ήθελε και το «Λόφο». Η αγορά εδώ είναι μικρή και ο επιχειρηματίας σκέφτεται πώς πέτυχε ένας ηθοποιός π.χ. η Νατάσα ως υπηρέτρια στη Μαντάμ Σουσού, ωραία κάνε την υπηρέτρια. Κάτσε έχουμε κι άλλα πράγματα και βλέπεις την Νατάσα στα Αυγά Μαύρα και παθαίνεις πανικό.
-Ποιο είδος θεωρείται ότι είναι πιο δύσκολο, δράμα ή κωμωδία;
Κωμωδία (και οι δύο μαζί )
Α.Α.: Η κωμωδία έχει τους ρυθμούς της, είναι πιο δύσκολη.
Ν.Α.: Μακάρι να μας τύχουν λίγες κωμωδίες μετά τα «Αυγά μαύρα»
-Πώς βλέπετε τα πράγματα στο ελληνικό θέατρο σήμερα με τις πολλές σκηνές; Τις αντέχει η Αθήνα;
Ν.Α.: Δεν με ενοχλεί ότι υπάρχουν πολλά θέατρα γιατί και οι ηθοποιοί βρίσκουν διέξοδο. Πού θα δουλέψουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Στις ομάδες τους. Και μέσα από όλο αυτό θα βγαίνει κάτι πολύ καλό, δεν μπορεί, δεν γίνεται. Ο κόσμος επιλέγει πού θα πάει δηλαδή.
Α.Α.: Η ποσοτική συσσώρευση φέρνει την ποιοτική αλλαγή. Αν λοιπόν υπάρχουν χίλια θέατρα χίλιες παραστάσεις θα είναι οι εκατό πολύ καλές. Αν υπάρχουν εκατό παραστάσεις θα είναι οι δέκα. Αυτή είναι η προσπάθεια μας, να αυξηθεί το θεατρόφιλο κοινό να βλέπει ο κόσμος πιο πολύ θέατρο.
Ν.Α.: Βεβαίως! Τα εισιτήρια είναι πολύ χαμηλά σαν το σινεμά σχεδόν έχουν φτάσει. Και τώρα με την περίοδο της κρίσης, δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου, τα θέατρα και ειδικά τα μικρότερα θέατρα ήταν γεμάτα. Φέτος λένε ότι είναι μια κακή χρονιά ήταν πεσμένα και μεταξύ μας που μιλάμε και με ηθοποιούς που παίζουν σε πιο μεγάλα θέατρα. Είναι μια πολύ δύσκολη χρονιά.
-Πώς βλέπετε την κατάσταση στη χώρα μας, στην Αθήνα; Είστε αισιόδοξοι;
Ν.Α.: Εγώ είμαι φύσει απαισιόδοξος άνθρωπος και είμαι σε όλα. Μία μαυρίλα βλέπω. Εμείς μένουμε και στα Εξάρχεια και έχουμε δει όλη την αλλαγή. Δεν ξέρω εγώ δεν είμαι αισιόδοξη όχι από πολιτική θέση αλλά για το γεγονός ότι όλα έχουν μία έκπτωση. Οι ιδέες μας, οι αξίες μας.
Α.Α.: Εγώ δεν είμαι απαισιόδοξος. Εμένα μου κάνει μεγάλη εντύπωση και μου δίνει μία αισιοδοξία το γεγονός ότι κατά 99 τοις εκατό εφαρμόζεται ο αντικαπνιστικός νόμος και αυτό είναι πρωτόγνωρο. Γιατί πριν από έξι εφτά χρόνια που πήγε να εφαρμοστεί ξεσηκώθηκαν όλοι ότι θα κλείσουμε τα μαγαζιά, τα μπαρ, τις ταβέρνες, τα μπουζούκια. Νομίζω ότι ένα από τα μεγαλύτερα δυστυχήματα αυτής της χώρας είναι ότι δεν εφαρμόζονται οι νόμοι. Εάν όντως εφαρμοστούν οι νόμοι, κάτι καλύτερο μπορεί να βγει. Αν αυτό είναι ένα σημάδι για την κοινωνία μας και για την εξέλιξη της και για τον τρόπο που οι νόμοι θα αρχίσουν να εφαρμόζονται, είμαι αισιόδοξος. Γιατί μέχρι τώρα ήταν μία χώρα πρόχειρη, μία χώρα τυχαία. Πηγαίναμε στο εξωτερικό και βρίσκαμε Έλληνες εκεί και η πρώτη τους κουβέντα ήταν «Προσέξτε γιατί εδώ οι νόμοι εφαρμόζονται». Νομίζω ότι αυτή η ποιοτική εξέλιξη μπορεί να μας κρατήσει λίγο αισιόδοξους. Αρκεί να συνεχιστεί και να επεκταθεί και σε όλη την κοινωνία και στη γραφειοκρατία και στη σχέση σου με το δημόσιο και στη σχέση σου με τον συνάνθρωπό σου, με τον διπλανό οδηγό, με τον διπλανό γείτονα κτλπ. Αν αυξηθεί η αξιοκρατία στην κοινωνία μας, έχουμε τα φόντα και είμαστε αρκετά δημιουργικός λαός για να πάμε μπροστά. Με αυτή τη λογική, είμαι λίγο αισιόδοξος.
-Μένετε στην «καρδιά» των Εξαρχείων. Τι συμβαίνει τώρα και τι προβλήματα έχετε αντιμετωπίσει;
Α.Α.: Εκείνο που έχω δει εγώ είναι ότι κάθε Παρασκευή και Σάββατο καιγόταν η περιοχή. Αυτό έχει σταματήσει. Βέβαια έχω παρατηρήσει ότι έχει αυξηθεί η βία στα γήπεδα και σκέφτομαι μήπως τυχόν είναι μία διέξοδος μπορεί να κάνω λάθος, δεν είμαι σίγουρος. Το θέμα είναι ότι εγώ θα ήθελα να είναι έτσι όπως είναι τώρα τα Εξάρχεια χωρίς την αστυνομία. Έχουμε πάει στο Σικάγο, στη Γερμανία, στη Σουηδία… δεν έχουμε δει στις κεντρικές πλατείες τους αυτό το φαινόμενο.
Α.Α.: Πέρα ότι μας σπάνε τα τζάμια του αυτοκινήτου, που αυτό συμβαίνει παντού, όχι δεν έχουμε αντιμετωπίσει κάτι άλλο. Αυτό το κλίμα που υπάρχει τώρα αν αφαιρέσεις τους αστυνομικούς είναι το ιδανικό. Αλλά αν δεν είναι οι αστυνομικοί θα είναι πάλι αυτοί που κάνουν τις φασαρίες. Είναι ένας φαύλος κύκλος.
-Πόσο έχει αλλάξει η Κυψέλη που βρίσκεται το θέατρο σας από τότε που πρωτοήρθατε;
Ν.Α. : Έχει αλλάξει αλλά όχι προς το καλύτερο. Υπήρχαν πιο πολλά μαγαζιά γύρω, υπήρχε άλλος φωτισμός, ήταν πιο καθαρά. Μόνοι μας κάναμε ότι μπορέσαμε χωρίς τη βοήθεια του Δήμου. Ενώ θα μπορούσε να βοηθήσει να μας πουν «Είστε δυο – τρία θέατρα σε μια τόσο υποβαθμισμένη περιοχή ελάτε να δούμε τι θα κάνουμε».
Α.Α.: Να σκεφτείς ότι είχαμε την τύχη ένας συνεργάτης μας και καλός φίλος, ο Περικλής Κοροβέσης, να είναι εκλεγμένος στην Αθήνα ως δημοτικός σύμβουλος και αυτός κατάφερε να περάσει στο Δ.Σ. του Δήμου της Αθήνας να μας δώσουν την άδεια να βάλουμε μία ταμπέλα στην οδό Πατησίων για να στρίβουν την οποία μας την κλέβουν και δεν την ξαναβάζουμε. Μας έφτιαξε την ράμπα για να μην παρκάρουν μπροστά στην είσοδο μας μεγάλα φορτηγά και μας έδωσαν αυτή τη δυνατότητα να έχουμε μία θέση μπροστά στην πόρτα του θεάτρου, γιατί συνήθως ψάχναμε θέση να τους βρούμε και τους ειδοποιούσαμε να πάρουν το φορτηγό για να ξεμπλοκάρει η είσοδος του θεάτρου. Είναι μία περιοχή που δεν είναι πολύ δυνατά τα σημάδια της παρακμής. Όμως θα μπορούσε, με απλά πράγματα όχι τίποτα σπουδαίο, να υπήρχε λίγη φροντίδα, λίγη έγνοια, αισθητικά εννοώ όπως σε κάποιες άλλες περιοχές της Αθήνας που είναι πιο φροντισμένες.
Σχόλια για αυτό το άρθρο