Όταν κάποιος αγαπά με πάθος το λειτούργημά του υπηρετώντας την τέχνη στον τομέα της σκηνοθεσίας, το αποτέλεσμα είναι πάντα άριστο και προκαλεί το θαυμασμό! Ο χαρισματικός Αθανάσιος Κολαλάς είναι ένας από αυτούς και ένας από τους άξιους σκηνοθέτες της γενιάς του γι’ αυτό όλες οι δουλειές του στέφονται με απόλυτη επιτυχία και δρέπουν δάφνες! Δασκάλα του ήταν η μεγάλη Ιωάννα Μανωλεδάκη, η οποία έγραψε ιστορία στο θέατρο. Χρόνια τώρα συνεργάζεται με την κυρία του Πολιτισμού, Πρόεδρο και καλλιτεχνική διευθύντρια του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Άννα Μυκωνίου, η οποία έχει το ίδιο πάθος με εκείνον με αποτέλεσμα όλες οι καλλιτεχνικές τους επιλογές να αφήνουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στα πολιτιστικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης.
Τη φετινή σεζόν καταπιάνεται με την διαχρονική και ενδιαφέρουσα όπερα του Ruggero Leoncavallo ”I Pagliacci” -όνειρο του καλλιτεχνικό- η οποία ανεβαίνει στις 10, 11, 12 και 14 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επταπυργίου, όπου έχει και την καλλιτεχνική διεύθυνση. Όπως είναι γνωστό, το να σκηνοθετείς όπερα είναι πολύ δύσκολο, γιατί εμπερικλείει όλα τα θεατρικά είδη, ενώ παράλληλα είναι πολυπρόσωπη και άκρως απαιτητική, όπως το μιούζικαλ. Είμαι βέβαιος ότι θα μας προσφέρει ένα θέαμα αντάξιο της προσωπικότητάς του, των γνώσεων και της δεινότητας του, ο Αθανάσιος Κολαλάς γιατί σέβεται, αγαπά και δεν αποδομεί ποτέ τους συγγραφείς – στην προκειμένη περίπτωση τον μουσουργό- και τους ηθοποιούς και δεν προσθέτει άσκοπους νεωτερισμούς για επίδειξη και εντυπωσιασμό αλλά εντρυφεί πάντα ενδελεχώς στο κείμενο και τους χαρακτήρες των ηρώων του εκάστοτε έργου, εν προκειμένω της συγκεκριμένης όπερας. Ο εμπνευσμένος σκηνοθέτης ξεχωρίζει για το ήθος του, την καλλιέπεια του, τη σεμνότητά του και όλα αυτά συνάδουν με τις απαντήσεις του, όπου διαφαίνεται καθαρά η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας, στην υπέροχη συζήτηση που είχα μαζί του! Μπράβο, Αθανάσιε Κολαλά, συνέχισε έτσι την καλή δουλειά! Σου αξίζουν πολλά μπράβο!
– Τι σε έκανε να ασχοληθείς με τη σκηνοθεσία;
Σίγουρα με τα εικαστικά μιας παράστασης μπορεί ο σκηνογράφος να πει πολλά για την ιστορία, σκηνοθετικά όμως σίγουρα μπορείς να στοχεύσεις σε αυτό που θέλεις να πεις και να βάλεις το γενικό πλαίσιο της παράστασης. Έτσι κι αλλιώς από την αρχή της πορείας μου στο θέατρο, ακόμα και όταν ασχολούμουν μόνο με τα εικαστικά των παραστάσεων, βασιζόμουν στο κείμενο, προσπαθούσα να το διαβάσω και σκηνοθετικά, να βρω την ουσία των ρόλων και των χαρακτήρων και να την αποδώσω όσο καλύτερα γινόταν, σε στενή πάντα συνεργασία με τον σκηνοθέτη , ώστε να αποτυπώσω την άποψη του (μια προσέγγιση που έμαθα από τα χρόνια που μαθήτευα και συνεργαζόμουν με την Ιωάννα Μανωλεδάκη).
Στη στενή μου και συνεχή επαφή με παραγωγές όπερας διαπίστωνα (όσο περνούσαν τα χρόνια) ότι οι σκηνοθέτες, σε μια «μοντερνίζουσα» νοοτροπία, διαστρέβλωναν το κείμενο. Αντί να τους ενδιαφέρει η μουσική και το λιμπρέτο προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν με «κολπάκια» που αδυνάτιζαν τη δράση, τους ρόλους και εντέλει την ιστορία. Αντίθετα έχοντας παρακολουθήσει δουλειές μεγάλων σκηνοθετών διαπίστωνα ότι οι σημαντικές παραγωγές ήταν αυτές που είχαν μια ειλικρίνεια, σεβασμό στην ιστορία αλλά και ουσιαστικό «ψάξιμο» χαρακτήρων και καταστάσεων. Αυτή την ειλικρίνεια, το σεβασμό στο κείμενο, και την ουσιαστική «ανάγνωση» του έργου είχα ανάγκη να αποτυπώσω στη σκηνή κι έτσι ξεκίνησα πριν δέκα περίπου χρόνια τη σκηνοθεσία όπερας.
– Η συνεργασία σου με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Κέντρου Πολιτισμού Κεντρικής Μακεδονίας, Άννα Μυκωνίου, πώς προέκυψε;
Τυχαία αλλά στα τυχαία κρύβονται τα ωραία. Στα πρώτα χρόνια της Άννας Μυκωνίου στο Κέντρο Πολιτισμού έκανε μια παραγωγή με φιλανθρωπικό χαρακτήρα για ένα ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα (γενικά ακόμη φροντίζω στον ελεύθερο μου χρόνο να συμμετέχω σε τέτοιες παραγωγές φιλανθρωπικού χαρακτήρα αφού πιστεύω ότι στηρίζοντας αδύναμες κοινωνικά ομάδες στηρίζεις την κοινωνία σαν σύνολο). Από το λίγο που γνωριστήκαμε σε εκείνη την παραγωγή διαπίστωσα ότι πρόκειται για μια γυναίκα με πάθος γι’ αυτό που κάνει, δημιουργικό και ανήσυχο πνεύμα και μεγάλη ικανότητα διαχείρισης του καλλιτεχνικού της φορέα (μιας και εκτός από τις λογοτεχνικές της σπουδές έχει ασχοληθεί και με την επιχειρηματικότητα). Προφανώς κι εκείνη «είδε» σε εμένα στοιχεία που την ενδιέφεραν και καθώς βρισκόταν στη φάση που προσπαθούσε να ανασυστήσει το Κέντρο Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής και να το στελεχώσει με τους συνεργάτες που χρειαζότανε μου πρότεινε να συνεργαστούμε.
– Με ποια κριτήρια επιλέγετε τις εκδηλώσεις σας;
Είμαστε ανοιχτοί σε όλους και σε όλα αλλά δεν κοινοποιούμε πρόσκληση ενδιαφέροντος, θέλοντας να περιφρουρήσουμε την πολυπόθητη «ταυτότητα» του Φεστιβάλ μας. Οι καλλιτεχνικές προτάσεις που παρουσιάζονται στο Επταπύργιο προκύπτουν μετά από δημιουργική συζήτηση με καλλιτέχνες, φορείς, μουσικά σχήματα. Το έναυσμα όμως, η αρχική ιδέα ξεκινάει συνήθως από εμάς, από την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Επταπυργίου. Και πίσω από κάθε καλλιτεχνική μας πρόταση υπάρχει ένα ολόκληρο σκεπτικό, μια στόχευση συγκεκριμένη. Από το 2019 οι εκδηλώσεις που παρουσιάζουμε πρέπει πάνω από όλα, να συμβαδίζουν με την αισθητική του μνημείου. Πιστεύω ότι ένας επιχορηγούμενος δημόσιος φορέας πρέπει να μπορεί να καταθέτει προτάσεις που κάποιος θα τις θεωρούσε «αντιεμπορικές» αλλά που θα έχουν ένα δικό τους ισχυρό καλλιτεχνικό αποτύπωμα. Είναι «τολμηρό» να κάνεις παραγωγή όπερας στην Ελλάδα σε ένα ανοιχτό χώρο, είναι «τολμηρό» να προτείνεις βραδιές ποίησης και μουσικής, να παρουσιάζεις Μπετόβεν, σε ήχους τζαζ, μπλουζ και ροκ.
– Την καλοκαιρινή σεζόν σκηνοθετείς όπερα στο Φεστιβάλ Επταπυργίου και συγκεκριμένα τους ”Παλιάτσους” του Λεονκαβάλο. Μίλησε μου για την υπόθεση και πόσο αφορά το σήμερα;
Ήταν πάντα από τις αγαπημένες μου όπερες. Το πάθος, η ζήλια, η βία, και η εκδίκηση είναι οι κυριότεροι θεματικοί άξονες του πολυεπίπεδου αυτού έργου, που εξακολουθεί και παραμένει επίκαιρο. Η ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, (σύμφωνα με ένα αστικό μύθο που μάλλον πια έχει αποδειχτεί μαρκετινίστικο τερτίπι του ίδιου του συνθέτη) και παρακολουθεί τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών ενός περιοδεύοντος θιάσου της Commedia del Arte. Μπροστά μας εκτυλίσσεται ένα ψυχολογικό παιχνίδι, με φόντο ένα ιταλικό χωριό. Ο βίαιος χαρακτήρας του Canio και η ανάγκη της Nedda να ξεφύγει προς μια πλασματική ελευθερία, μέσω της αγκαλιάς ενός άλλου άνδρα, αποτελούν ένα εκρηκτικό συνδυασμό, που πυροδοτείται από τον Tonio, ένα χαρακτήρα που βρίσκεται εκεί για να καθορίσει την εξέλιξη της ιστορίας, ωθώντας τους πρωταγωνιστές στα όρια των αντοχών τους και οδηγώντας τους σε μια παρανοϊκή βουτιά.
– Η σκηνοθεσία της όπερας είναι πιο δύσκολη και απαιτητική από ένα έργο πρόζας; Συμφωνείς και για ποιο λόγο;
Η όπερα είναι το πιο απαιτητικό είδος παραστατικής τέχνης, συνδυάζει τη μουσική, υποκριτική, εικαστικά, χορό και θέαμα. Όλα αυτά κάτω από τις τεράστιες απαιτήσεις της κλασικής μουσικής και του λυρικού τραγουδιού και μέσα στα απαιτητικά πλαίσια του μουσικού χρόνου που συνεχώς τρέχει και δεν επιτρέπει πισωγυρίσματα, επαναλήψεις κλπ.
Αυτό σημαίνει πως ότι σκηνοθετικές ιδέες υπάρχουν , ό,τι δραματουργικά απαιτείται για να αποτυπωθεί το αποτέλεσμα που θα ήθελα, πρέπει να χωρέσει ανάμεσα από τις νότες, στα συγκεκριμένα μουσικά μέτρα του έργου και με λεπτές κινήσεις, εκφράσεις και βλέμματα να αποδώσει συναισθηματικά τη στιγμή. Παράλληλα οι τραγουδιστές όπερας, καθώς χρησιμοποιούν ολόκληρο το σώμα τους για να τραγουδήσουν, πρέπει να «βρούνε» την κάθε κίνηση σε σχέση με αυτό. Ένα μεγάλο μέρος της πρόβας ( αφού τους δείξω τι κίνηση , έκφραση και εκφορά με ενδιαφέρει) είναι να το συνδυάσουμε με το τραγούδι και να βρούμε την ευκολότερη γι’ αυτούς στάση, κίνηση κλπ. Το λυρικό τραγούδι είναι (για να μιλήσουμε με όρους αθλητικούς) οι Ολυμπιακοί αγώνες της τέχνης και άρα οι τραγουδιστές κάνουν προσπάθειες πρωταθλητών. Συγκεκριμένα οι “Παλιάτσοι” ήταν ένα έργο που από την αρχή το είχα φανταστεί πολύ «σωματικό». Με έντονη κίνηση και δράση, όσο πιο πραγματικό γινότανε, όσοι δούνε την παραγωγή θα διαπιστώσουν πόσο δύσκολο για τους ερμηνευτές είναι αλλά παράλληλα και πόσο συναρπαστικό, καθώς -θεωρώ- ότι πραγματικά λόγω της έντασης και της συνεχώς εντεινόμενης ενέργειας επί σκηνής, παρασύρει τον θεατή στο εκτυλισσόμενο δράμα και τον κάνει να το βιώνει σαν να είναι μέρος του.
– Το ελληνικό κοινό είναι εξοικειωμένο με την όπερα, όπως το αντίστοιχο του εξωτερικού;
Δυστυχώς όχι, και ειδικότερα το κοινό της Θεσσαλονίκης, δεν έχει συχνά την ευκαιρία να παρακολουθήσει τέτοιες μεγάλες παραγωγές. Την εποχή που η Όπερα Θεσσαλονίκης μεσουρανούσε -υπό τη διοίκηση της Ιωάννας Μανωλεδάκη- και παρήγαγε 3 παραγωγές το χρόνο, φτιαγμένες από τη Θεσσαλονίκη, με ντόπιους συντελεστές, είχε δημιουργηθεί ένα καλά εκπαιδευμένο κοινό. Δυστυχώς, η Όπερα Θεσσαλονίκης έπαψε τη λειτουργία της εδώ και χρόνια…
Παρόλα αυτά σε όλες τις κινήσεις μας -με το Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας- παραγωγής όπερας (ήδη από το 2018) το κοινό , αν και σίγουρα μικρότερο με τα άλλα είδη μουσικής, είναι ένθερμο και στηρίζει ενεργά (όλες οι παραγωγές μας οι οποίες πριν την πρεμιέρα τους είναι sold out). Ας μη ξεχνάμε ότι η όπερα ποτέ -και ειδικά στην αρχή της- δεν ήταν το ελιτίστικο είδος που παραδόξως μας έχουν κάνει να πιστέψουμε ότι είναι. Η όπερα ήταν pop , η όπερα είναι pop – με τον όρο του popular – και ειδικά τα έργα που επιλέγουμε στο Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας είναι έργα που μπορεί να παρακολουθήσει εύκολα ο κόσμος, που συχνά τα ξέρει, έχει αναφορές και φροντίζουμε να ανεβαίνουν και με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν πάντα κάτι επίκαιρο να πουν!
– Πες μου το πιο τρελό καλλιτεχνικό σου όνειρο που θέλεις να εκπληρωθεί;
Ήδη το να έχω την καλλιτεχνική Διεύθυνση του σημαντικότερου καλλιτεχνικού Φεστιβάλ της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας είναι μια πολύ «ψηλή κορυφή». Ποτέ δεν έκανα όνειρα καλλιτεχνικά, αφήνω τη ζωή να με οδηγήσει…
Σχόλια για αυτό το άρθρο