Tα έθιμα της αποκριάς και της Καθαρής Δευτέρας, όπως τα γιόρταζαν πριν πολλά χρόνια, μέσα από παιδικές αναμνήσεις. Η μαμά μου η Ελευθερία με τ΄όνομα, μας διηγείται πώς βίωναν τα κούλουμα, παραδοσιακά, στο χωριό: Η πρώτη Κυριακή ήταν της Κρεατινής. Μετά από αυτή δεν τρώγαμε κρέας. Η δεύτερη Κυριακή ήταν της Τυρινής. Με τη θεία μου φτιάχναμε χειροποίητα μακαρόνια όταν ερχόταν στο σπίτι μας. Φορούσε μια ποδιά, κάθονταν κατάχαμα και πάνω στο σοφρά (που ήταν ένα ξύλινο στρογγυλό τραπέζι, πολύ χαμηλό) έπλαθε τα μακαρόνια που είχαν μεγαλύτερο μέγεθος απ’ αυτά που ξέρουμε. Οι συγγενείς μαζεύονταν στο σπίτι, ετοίμαζαν διάφορα είδη πίτας όπως τραχανόπιτα, στριφτόπιτα, γαλατόπιτα, λαχανόπιτα και τυρόπιτα. Το τυρί ήταν πρωταγωνιστής εκείνη τη μέρα και μ’ αυτό γαρνίρονταν και τα μακαρόνια. Αφού τελειώναμε με τα μαγειρέματα, πηγαίναμε στην πλατεία, αυτό ήταν η διασκέδαση μας. Όταν έπεφτε η νύχτα η πλατεία του χωριού έσφυζε από ζωή. Οι χωριανοί έφταναν με όσα είχαν ετοιμάσει και τα μοιράζονταν μεταξύ τους. Και ακόμη και αυτοί που δεν είχαν φτιάξει τίποτα, ή ήταν από άλλο χωριό, τρώγανε απ’ όλα. Ήταν καλοδεχούμενοι και χαίρονταν τη φιλοξενία του χωριού. Τα μάτια μας έλαμπαν καθώς βλέπαμε τις φωτιές που είχαν ανάψει, να χορεύουν κι εκείνες στο ρυθμό της μουσικής μαζί με μικρούς και μεγάλους. Εκεί, τριγύρω απ’ τις φωτιές που ζέσταιναν τις καρδιές μας στήνονταν μεγάλος χορός και φαγοπότι. Ένα γλέντι που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Οι χωριανοί ντύνονταν μασκαράδες με ρούχα που είχαν σπίτια τους. Αφού δεν υπήρχαν στολές, ο αυτοσχεδιασμός κι η φαντασία έκλεβαν την παράσταση. Συνήθως προτιμούσαν τσιγγάνικες μεταμφιέσεις, αλλά και γιαγιάδες, παππούδες, νύφη και γαμπρός απαραιτήτως, άντρες που ντύνονταν γυναίκες και το αντίθετο. Διασκέδαζαν και γελούσαν πολύ με αυτή την αλλαγή ρόλων. Κάποιος επέλεγε να ντυθεί παπάς και δανείζονταν τα ρούχα απ’ τον παπά του χωριού.
Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν το τσιλίκι. Τι σόι παιχνίδι ήταν αυτό; Είχαμε μια βέργα, την τσιλικόβεργα κι ένα μικρότερο κομμάτι ξύλου, το τσιλίκι. Στο χώμα σχηματίζαμε ένα κύκλο. Ένα παιδί έμπαινε μέσα στον κύκλο κι ένα στέκονταν έξω απ’ αυτόν. Στόχος του παιδιού μέσα στον κύκλο ήταν να χτυπήσει με τη βέργα το τσιλίκι και να το πετάξει όσο πιο ψηλά και μακριά μπορούσε. Το άλλο παιδί απ’ έξω προσπαθούσε να το πιάσει κι αν τα κατάφερνε κέρδιζε κι έμπαινε εκείνο τώρα στον κύκλο. Όταν δεν το έπιανε, μετρούσαν πόσο μακριά είχε φτάσει το τσιλίκι κι έπαιρνε πόντους ανάλογα. Μ’ αυτό το παιχνίδι παίζαμε σαν παιδιά, συνεχώς.
Εκείνη την εποχή, τοπ σουξέ ήταν το άσμα «πως το τρίβουν το πιπέρι». Το τραγουδούσαν και με χορογραφημένες κινήσεις έτριβαν τάχα το πιπέρι. πότε με τη μύτη.. πότε με τα γόνατα..μέχρι και με τον πισινό. Κι ένας απ’ έξω με το ζωνάρι να «μαστιγώνει» τους συμμετέχοντες σε αυτό το χορό, παρωδία διονυσιακή. Όταν επέστρεφαν στο χωριό, έπαιρναν απ’ τους πέτρινους φούρνους που ήταν χτισμένοι έξω από τα σπίτια, μουτζούρα που υπήρχε στα τοιχώματα απ’ το ψήσιμο. Με τις μουτζούρες στα χέρια έτρεχαν ν’ αφήσουν ίχνη στα πρόσωπα όποιων έβρισκαν μπροστά τους. Άλλοι έτρεχαν να κλειδωθούν στα σπίτια για να γλυτώσουν τη μουτζούρα απ’ τους «ζαβολιάρηδες» του χωριού. Γινόμασταν λίγο σαν ινδιάνοι, όμως διαφορετικοί. Η μέρα τελείωνε με το κάψιμο του Καρνάβαλου. Οι χωριανοί είχαν φτιάξει έναν άνθρωπο από άχυρο, ένα σκιάχτρο δηλαδή με καπέλο και γυρνούσαν μ’ αυτό σ’ όλο το χωριό. Τέλος, έφταναν σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο όπου το έκαιγαν. Οι μέρες που ακολουθούσαν, ήταν γεμάτες από αφηγήσεις των περιπετειών της Αποκριάς. Τότε οι άνθρωποι διασκέδαζαν με τη ψυχή τους χωρίς να έχουν πολλά πράγματα. Δημιουργούσαν μόνοι τους μέσα στην απλότητα τα όνειρά τους και τα ζούσαν.
Σχόλια για αυτό το άρθρο