«Ποίηση δεν είναι λέξεις κάπως ταιριασμένες στο χαρτί, δεν είναι σώνει και καλά υψηλά νοήματα. Είναι όμως νοήματα. Και ποιητής είναι αυτός που βλέπει πίσω από τις λέξεις και πίσω από τα νοήματα. Αυτός που βρίσκεται στη μοναδική θέση που δεν έχουμε πάει όλοι εμείς ώστε να έχει μια οπτική τελείως διαφορετική από τη δικιά μας. Χωρίς την οποία η εικόνα για τον κόσμο είναι ατελής. Χωρίς αυτήν την άλλη οπτική δεν μπορούμε να τον εξηγήσουμε. Ούτε να τον αντέξουμε ούτε να μας αντέξει. Το φετινό θέμα στο 12ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης είναι το μέλλον. Πολλοί ισχυρίζονται ότι παρελθόν, παρόν και μέλλον συμβαίνουν ταυτόχρονα. Άρα μιλάμε για το μακρινό παρελθόν και για το απώτερο μέλλον. Στο πρώτο στηριζόμαστε, το δεύτερο συνήθως το φοβόμαστε. Εκτός από τους ποιητές. Γιατί είναι ήδη εκεί».
Στη Λάρισα, στην πόλη που ξεκίνησε, επέστρεψε και έριξε αυλαία το 12ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης που φέτος είχε θέμα το μέλλον. Το φινάλε του Φεστιβάλ παρουσίασε η Κωνσταντίνα Καρυδάκη και τα παραπάνω λόγια ήταν η σύντομη ομιλία της στην έναρξη της βραδιάς. Η αυλαία του Φεστιβάλ που έχει φέρει την ποίηση κοντά στο ευρύ κοινό, πραγματοποιήθηκε στο Αμφιθέατρο του δευτέρου ορόφου του Μύλου του Παππά. Ένας ποιητικός μαραθώνιος πέντε ημερών που άρχισε από τη Λάρισα, ακολούθησε η Μακρινίτσα, η Καρδίτσα, τα Τρίκαλα και ολοκληρώθηκε στη Λάρισα, με συμμετοχή Ελλήνων και διεθνών ποιητών. Στο φινάλε του Φεστιβάλ, ποιήματα διάβασαν στη γλώσσα τους οι: Άννα Μανωλοπούλου, Χρύσα Μαστοροδήμου, Πέτρος Σκυθιώτης, Λάμπρος Αναγνωστόπουλος, Ηλίας Κουρκούτας, Γιώργος Σαράτσης, Ευθύμιος Λέντζας, Ιωάννα Γιαννακοπούλου, Χρύσα Αλεξίου, Ledia Dushi (Αλβανία), Marko Pogačar (Κροατία), Selahattin Yolgiden (Τουρκία), Alma Braja (Αλβανία/Ελλάδα). Προβλήθηκε η ταινία μικρού μήκους της Χρηστίνας Καλλιρρόης Γαρμπή και βίντεο-ποιήματα των Αναστασία Γκίτση, Ελένη Λάκη, Aitana Ahrens και του Jože Slaček, βασισμένο στην ποιητική σύνθεση του Θάνου Γώγου “Ντακάρ”, ενώ η Nežka Struc (Σλοβενία) έκανε μία οπτικοακουστική περφόρμανς. Η ποιήτρια Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου τιμήθηκε με το Βραβείο Μάκης Λαχανάς το οποίο παρέλαβε ιδιαίτερα συγκινημένη και μοιράστηκε με το κοινό τις σκέψεις της για το μέλλον και την αγωνία της για έναν κόσμο που ολοένα βαθαίνει στη βία του και αδιάκοπα προχωρά στην υπαρξιακή του καταρράκωση, με τον τρομαχτικό τραυματισμό της φύσης.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τα ποιήματα που ξεχώρισα:
Άννα Μανωλοπούλου-Σκουφά: «Αμαρτία γη της σοφίας»
Η αμαρτία μου γνώση. Και η γνώση μου δρόμος στη γη της σοφίας. Ονομάζω αμαρτία την υπέρβαση του μέτρου. Όταν τα δέντρα ονειρεύονται να αγγίξουν λίγο ουρανό. Τότε ήταν που σοφία και γνώση πάλεψαν σαν θεριά. Για την αφύπνιση των καταπιεσμένων από την εξουσία της άγνοιας. Εν αρχή η αμαρτία. Με τα φτερά του πειρασμού, της εμπειρίας οίστρος για του μέλλοντος τη γνώση.
Χρύσα Μαστοροδήμου: «Επανάληψη»
Σε αρχαίους μύθους περιδιαβαίνοντας αντάμωσα την Οκοιρόη να μου διαβάζει τα μελλούμενα. Πριν ο φθόνος τη μεταμορφώσει. Η Αιδώς και η Νένεση στην κοσμογονία σε άλλους κόσμους μετοικούσαν. Τους τωρινούς πόσο θυμίζουν, είδες;
Λάμπρος Αναγνωστόπουλος: «Να σκεφτώ τη μέρα»
Κάθομαι στο καφενείο πρωί πριν πιάσω βάρδια. Προσπαθώ να ξεκλέψω λίγο χρόνο για μένα, να σκεφτώ την ημέρα αυτή και τις επόμενες. Δίπλα κάθεται ένας τύπος στην ηλικία μου. Ακούει δυνατά στο κινητό αθλητικά και σημειώνει σε ένα χαρτί τα προγνωστικά. Απέναντι τρεις συνταξιούχοι φωνάζουν για τα πολιτικά. Μυρίζει καφές και κανέλα.
Ηλίας Κουρκούτας: «Ο σκύλος της αγάπης»
Μοιραστήκαμε το ίδιο κρεβάτι, τα ίδια ρούχα, το ίδιο σώμα. Στο πάτωμα και στην αρρώστια. Ανταλλάξαμε ευχές και εαυτούς. Ταυτιστήκαμε με τους ίδιους ήρωες. Τις ίδιες γυναίκες του σινεμά. Τους ίδιους φίλους κι εραστές. Τις γέφυρες που δεν ανακαλύψαμε. Τους ουρανούς που δεν ζήσαμε. Μοιραστήκαμε την ίδια οθόνη τηλεόρασης. Και την κεραία της τηλεόρασης. Τους κωδικούς των κινητών. Και τις κρεμάστρες του χολ. Τα πατάκια της εξώπορτας. Το κουδούνι με το όνομά σου. Το όνομά μου. Και τα τραύματα της γενιάς μας. Ήμασταν ίδιοι και διαφορετικοί. Κι ας σκάψαμε στον κήπο που δεν είχαμε να φυτέψουμε μυστικά που δεν θα λέγαμε ποτέ στους άλλους.
Ledia Dushi:
Ο αέρας που με βρίσκει ο αέρας που με βρίσκει ο αέρας που με βρίσκει
είναι μια φλόγα από κάστανα και νέου χειμώνα
λουλουδιών που ωριμάζουν και βάφουν το διάστημα μ’ ευωδιές
ευωδιές κι ευωδιές διαλύονται στο σκοτάδι του σώματος με πόνο
για το χρόνο που είναι πάρα μόνο μια νύχτα συγχύσεων της καρδιάς τριγύρω
η καρδιά είναι η καρδιά η καρδιά κλεισμένη σε κάθε δέντρο
σε κάθε σπίτι κάθε ανηφόρα που προσκαλεί στη λίμνη
μια μυριάδα φωτεινές σκιές γλιστρούν σ’ αυτή την επιφάνεια
τώρα είναι δεν είναι τώρα είναι τώρα δεν είναι
το λιμνίσιο σούρουπο είν’ ένα δάσος που κρέμεται στην άκρη της σελήνης
χνάρια μιας γυναίκας σαμάν που καλεί σε ξένες φωνές
και ανάμεσα στα γόνατα δεμένη κρατά τη γη
Αντωνία Μποτονάκη: «Μυθιστόρημα»
Α. Κάθε πρωί τον θάβω, και κάθε βράδυ το μνήμα αφήνει, το θάνατο πατεί κι έρχεται πάλι κλαίγοντας. Παράξενος νεκρός. Σαν ζούσε όλο έφευγε. Και τώρα όλο επιστρέφει.
Β. Ρωτά ο νεκρός: γιατί δεν με έκλαψες; Τι να του πω; Τον έκλαιγα όσο ζούσε. Θα ‘ πρεπε να΄ναι ευχαριστημένος
Marko Pogačar:Όμορφα εμπόδια
Ένα οίκισμα είναι κουτί.
υπάρχουν διάφορα οικίσματα και διάφορα κουτιά, λένε.
ανάλογα τις ανάγκες, το κλίμα
το πνεύμα και τα άλλα λάθη. υπάρχουν τόσα
που καμιά φορά είναι παλούκι να τα αναγνωρίσεις.
κι ωστόσο, ένα οίκισμα είναι κουτί, λέω.
όπως ο αναμμένος φούρνος είναι ήλιος,
τα πλευρά κλουβί για την άυπνη κουκουβάγια της καρδιάς,
το μέτωπο ποτήρι και κάθε κόκαλο φλάουτο. όχι.
δεν με νοιάζει με ποια σειρά έφτασαν.
αυτό είναι ήδη η αρχαιολογία του οικίσματος
και η φιλοσοφία του κουτιού και τανάπαλιν.
αυτό που έχει σημασία είναι τα όρια, ή αν θέλετε οι τοίχοι
και για αυτά τα όμορφα εμπόδια να βρίσκονται παντού.
κάθε οίκισμα και κάθε κουτί θα πρέπει να μπορεί να είναι κλειστό.
οπότε το κλειδί της επιτυχίας είναι τα καπάκια, στο οίκισμα, τα παράθυρα.
πιο σκληρά από πόρτες, πιο πανούργα· πάντοτε πιο επιρρεπή στα μυστικά.
η καμινάδα είναι μια τρύπα στον αυχένα. ένα άνοιγμα για αέρα
ανοιγμένο από ένα σουβλί αν ένας λαγός είναι μέσα, καλύτερα:
μια εξάτμιση, η έξοδος των ζωντανών απ’ τη ζωή.
όχι. ο καπνός δεν είναι μια ψυχή. δεν υπάρχει πιο ηλίθιο ή πιο βαρετό πράγμα
από μια ψυχή. ο καπνός είναι αυτό που κάνει το σπίτι-κουτί υπαρκτό:
η προδοσία των τοίχων. μια πρόσκληση για το άνοιγμα των ουρανών.
Selahattin Yolgiden: “Ο πρώτος που πεθαίνει αρχίζει την αποκάλυψη”
σ’ ένα κλαδί κουρνιάζω αθέατος. κρα!
πτηνά βαστάνε μέρη ενός πτώματος στα ράμφη που μοιάζουν με παιχνίδια
κι όταν γελώ με τις φωλιές τους συνθλίβομαι κει όπου κουρνιάζω.
αίμα ρέει από κάποιου τα χέρια
μέσα στ’ αχαμνά των γυναικών που κουβαλούν νερό.
επειδή το να το παίζεις θύμα ανάμεσα σε απατεώνες
είναι ένα ψέμα που μας έρχεται απ’ τον αδάμ.
επειδή η βροχή οδηγεί στη βροχή
που πλένει το ακίνητο πρόσωπο στο άγαλμα ενός παράλυτου παιδιού.
επειδή έχω βγει από τα τρία πρώτα λεπτά του σύμπαντος.
ο πρώτος που πεθαίνει αρχίζει την αποκάλυψη.
γέμισες τα πάντα
κόπρανα, σάλιο και σπέρμα.
γιατί από τότε που αυτό το έξυπνο κάθαρμα που λέγεται άνθρωπος
υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο –παρακαλώ βάλτε κι εμένα μέσα– υπάρχει το κακό.
γι’ αυτό και κάθε άνθρωπος είναι αυτοχειρία.
ακόμη κουβαλάω κάτι μέσα μου σαν σκοτεινό στολίδι
στην πανοπλία του Άρη: το μάτι του θεού.
επειδή αρνήθηκα τον ιερό λόγο κάηκα!
τρέφοντας τις φλόγες της φωτιάς με σάρκα που ξεριζώθηκε από μέσα μου
τους χωλούς, τους τυφλούς, τους κουφούς και τους νεκρούς!
ας αφήσουμε τις βιολέτες, τους λόφους και την ομίχλη
να διατηρήσουν έδαφος στα όνειρά μας.
ας γίνει γνωστό: ποιος δεν έχει κλάψει για άλλον;
ήσουν ένα χρόνο μεγαλύτερος όταν επέστρεψες απ’ το νησί.
κι άμα βάλεις τα κλάματα ο θρόμβος στον λαιμό σου
θα κυλήσει έξω απ’ τα μάτια σου.
όταν η πλατεία της πόλης είναι γεμάτη μ’ εκείνους που έχουν ξεχάσει
πού είναι θαμμένοι το απόγευμα εισβάλλει σε παγίδες πουλιών μέσα στο δάσος.
έτσι η ζωή έχει να κάνει με το να ξεχνάς και να θυμάσαι
λεβάντες και καυτερό πιπέρι, μαρμελάδες και αλάτι,
το να πηγαίνεις και να έρχεσαι, την ανυπαρξία και την αιωνιότητα,
ο χρόνος που περνάει ένας παραπειστικός οδηγός όπως πάντα.
Alma Braja: “Βαριά βροχή”
Εκείνη είχε στα χέρια της μια ακέφαλη κούκλα.
Εκείνος ένα καπέλο.
Εκείνη είπε να πάνε στο πάρκο.
Εκείνος είπε ότι η βροχή ήταν κοντά.
Εκείνη γέλασε και σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό.
Εκείνος είδε ότι δεν υπήρχαν σύννεφα.
Εκείνη είπε ότι το καπέλο ήταν μεγάλο.
Εκείνος είπε ότι η κούκλα ήταν ακέφαλη.
Εκείνη άρχισε να κλαίει.
Εκείνος πήγε να την αγκαλιάσει.
Εκείνη απομακρύνθηκε.
Εκείνος είπε ότι πλησίαζε η βροχή.
Εκείνη σκούπισε τα δάκρυα με το φόρεμα της ακέφαλης κούκλας.
Ύστερα έδειξε πάλι τον ουρανό και γέλασε.
Εκείνος είπε ξανά ότι η κούκλα δεν ήταν πια κούκλα, έτσι ακέφαλη.
Εκείνη είπε ξανά ότι το καπέλο δεν ήταν δικό του.
Ήταν τεράστιο.
Εκείνος είπε ότι ήταν του πατέρα του
κι ότι δεν το χρειαζόταν γιατί δεν είχε πια κεφάλι.
Εκείνη σώπασε και πέταξε την κούκλα.
Εκείνος τη σήκωσε, την έβαλε στο καπέλο
και κάτι της ψιθύρισε στο αυτί.
Ύστερα έσκυψαν και σκέπασαν το καπέλο και την κούκλα με φύλλα.
Εν τω μεταξύ, στο απέναντι πάρκο, ένας άντρας κάτι έγραφε.
Κάτι για μια βροχή που δεν μοιάζει με οποιαδήποτε βροχή.
Για μια βαριά βροχή που αφού σταματήσει, αφήνει πίσω του ένα ποτάμι γεμάτο καπέλα.
Όπως αφήνει πίσω άλλο ένα ποτάμι, με ακέφαλες κούκλες.
Γιώργος Σαράτσης:
Όταν συναντηθούμε η χώρα θα έχει αλλάξει χέρια, ο πλανήτης θα γίνει το πιο βαρετό μέρος να ζήσει κανείς. Κι όλα αθόρυβα θα καταλήξουν στην πλήξη. Θα είναι ξημέρωμα όταν συναντηθούμε, απόγευμα μια εποχής ενδιάμεσης, ούτε κρύο ούτε ζέστη, μόνο υγρασία, σαν αγάπη χωρίς παραδοχές, κι αν έφευγα σήμερα γι΄αλλού, αν φοβόμουν περισσότερο από όσο τολμώ, αν είναι άλλη χώρα η Ελλάδα από την άνοιξη, πάντα στα αριστερά το κοιμητήριο, γεμάτο λευκό μάρμαρο εισαγωγής.
Ευθύμιος Λέντζας: “Κόκκινο Κοκοράκι”
Θα΄ρθεις στον κόσμο με ταχύτητα φωτός. Στον κήπο γύρω θεριστής σε ύπνο βαθύ. Παίρνεις τη θέση του στην πέτρα, αναγνωρίζεις το χώμα, τα χέρια σου στις τριανταφυλλιές με το αγκάθι μεταμορφωμένο σε αυτή τη γυναίκα που κάθεται στην καρέκλα κρεμάλα με ένα φουστάνι απόλυτη σιωπή. Θέλεις να την φωνάξεις μητέρα. Κράτα τη μυρωδιά από το βυζί. Η μυρωδιά είναι πιο δυνατή απ΄τα φιλιά.
Πέτρος Σκυθιώτης: «Η τέχνη είναι μεγάλη»
Κάποιο βράδυ άρχισε να βρέχει. Ο Αλμπέρτο κάθισε στο πιάνο. Η βροχή θα κατεβάσει κάτω τα ψάρια είπε. Και τα ψάρια τρώνε στο σκοτάδι και τα ψάρια τρώνε ό,τι μικρό βλέπουν. Σε λίγο τα νερά μπήκαν μέσα. Εγώ ανέβηκα στο τραπέζι. Η νύχτα είναι μικρή μα η τέχνη είναι μεγάλη, είπε ο Αλμπέρτο. Τα νερά φτάνανε τώρα στο στόμα του. Η νύχτα είναι μικρή μα η τέχνη είναι μεγάλη συνέχισε ο Αλμπέρτο, ώσπου η μουσική σταμάτησε και βγήκανε τα ψάρια.
Ιωάννα Γιαννακοπούλου: «Αρχαιολογική σκαπάνη έφερε το μέλλον στο φως»
Και εσύ να ξαπλώνεις αποκαμωμένος κι εγώ να γέρνω σου στο αφτί. Τι κάνεις; Να ρωτώ. Εδώ να λες, στον αγώνα και να στριφτογυρνάμε στα σεντόνια στο ταβάνι στο πάτωμα. Κι ο ουρανός να κρέμεται. Δικό μου δικό μου δικο μου δικό μου . Θα στα ψαλιδίσω τα φτερά εγώ άμα πας να πετάξεις για προστασία. Να μην με γελάς από ψηλά. Αλήθεια. Και να υποφέρω για να στη σπάσω. Να με τσακίζει ο πόνος για να έχω σημάδια.
Η ηθοποιός Χρυσούλα Χρήστου διάβασε ποίηση της Χρύσα Αλεξίου: “Άτιτλο”
Τρεις και είκοσι χαράματα. Στη γειτονιά ακούγεται ένα γλυκό τριζόνι. Κάθε λεπτό διαβάζει την εξώθηση της νύχτας. Όλοι κοιμούνται. Ή έτσι νομίζω. Αγαπώ κάθε ήχο που σέβεται τη λύπη και την ανατολή.
Nežka Struc: Να σωθούν τα πρακτικά
Είμαι στην γωνία στο θυμό σου
το αίμα μου στα μαχαίρια σου
πρέπει να σε σκοτώσω
καταχράσαι
πονάς
πατάς
ποδοπατάς ποτήρια και καπνό
παζαρεύω τον μισθό
1300;
1200;
500;
τον επόμενο μήνα; σε δυο μήνες; σε μισό χρόνο;
στο σβέρκο μου κάθεσαι κρύο
κακιά εργάτρια
ανεπρόκοπη εργάτρια
κακός εργάτης
μπάτμποη
sadboy fuckboy badboyworker
προκομμένη εργάτρια
φλεγόμενη φριτέζα, τρεμάμενη κρεατομηχανή, radio shits (my ass),
μουχλιασμένα τσουρέκια, μουχλιασμένο φαΐ, χαλασμένη σούπα, οι εργάτες
κλέβουν, πρέπει να επιστρέψω τα λεφτά σίτισης και βενζίνες, η αφεντικίνα
ερωτεύεται (όχι εμένα), η αφεντικίνα παίρνει διαζύγιο (όχι από μένα), μεταφράζω και
σπάω την πλάτη μου, και δεν ξέρω να χρησιμοποιώ τις προθέσεις, κανείς δεν με χρειάζεται πια αφότου όλοι επέστρεψαν από τις άδειές τους, λόγια λόγια, ξεπλένω κόκαλα και λιγάκι επίσης χρήματα ενώ από τον επόμενο μήνα ο μισθός θα μειωθεί!
μου έμπηξε τρυφερά το μαχαίρι στην πλάτη, χα χα, χι χι, αφού όλοι εδώ είμαστε φιλαράκιαααα
δεν έκοψες το λάχανο και πού είναι εκείνο το ραδιόφωνο;;
πλάτσα πλούτσα ο συνάδερφος βουτάει το κεφάλι κάτω από το νερό (δικό μου, όχι δικό του).
Ο πατέρας είπε πως πρέπει να γράφω, πως η ποίηση δεν είναι το δυνατό μου σημείο, πως πρέπει να ξεκινήσω να γράφω στα σοβαρά. Γράφω πως δούλευα 5,5 ευρώ την ώρα καθαρά τον προηγούμενο μήνα, το βερνίκι διαλύεται στα νύχια μου.
έχω δυο ορόφους και γάντια, και σακούλες σκουπιδιών, για να μαζεύω, ξεσκονίζω και σκουπίζω την μοκέτα forever. η μοκέτα της καρδιάς μου, η μοκέτα, μοοοκεεέτα. μέσα από το παράθυρο στέγης elektra έχει την καλύτερη δύση ηλίου και ξανά μανά, η 3 πλότητα προκαλεί επιπλοκή: παπούτσι στην στέγη, βρίσκω πτώμα, τυλιγμένο σε πάτωμα, δάχτυλο στη μηχανή με τα σνακ. Ένας φόνος που δεν έγινε από ζήλια, αλλά για ένα ξέχειλο κάδο και κλεμμένα σοκολατάκια.
τριαντάφυλλα πίνανε όπιο και με λύσσα τρίβανε την ηλεκτρική σκούπα στην μ ο ο ο ο
μοκέτα. δεν μαλακίζομαι.
μαθαίνω.
Ποιος;
Πού πάει ποιος;
πού πάει ποιος
δεν συμφέρουμε τον θεό. απέβαλα τους αγγέλους τον προστίμων.
θα σου γαμήσω τα πάντα όλα, τόσο που βρωμάει στην κουζίνα μας, σαν να πέθανε κανείς εδώ πριν μια βδομάδα, το βασίλειο από μυγάκια στον κάδο
και η βασίλισσά τους είναι η κρέπα βερίκοκο; περισσότερο απ’ όλα όμως τρελαίνομαι για το pasgras στον χώρο εργασίας.
Βραβείο Μάκης Λαχανάς στην ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου για την οποία μίλησε ο ποιητής Κώστας Λάνταβος. Το βραβείο παρέδωσε στην ποιήτρια ο Θωμάς Ρετσιάνης.
Στην ευχαριστήρια ομιλία της η Δήμητρα Χριστοδούλου είπε: «Για κάποιον που γράφει κάθε επιβράβευση είναι σαν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Και το χρειαζόμαστε γιατί είναι δύσκολο για κάθε άνθρωπο να αντέξει χωρίς αυτό το φιλικό χτύπημα στην πλάτη, αυτόν τον κόσμο. Ένας κόσμος εξαιρετικά άγριος, εξαιρετικά αιματοβαμμένος. Και πότε δεν ήταν έτσι ο κόσμος; Στα χρόνια που ζούμε εμείς, έχουμε το θλιβερό προνόμιο αυτός ο ανέκαθεν άγριος κόσμος να γίνεται πιο βάρβαρος με την καταστροφή της φύσης. Την οποία έχουμε αποδεχτεί σαν μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα και μας αρκεί συχνά που σώζουμε το σαρκίο μας ή το βιος μας. Λες και κάθε δέντρο, κάθε ζώο, κάθε πουλί δεν είναι βιος μας. Ζούμε σε μια εποχή υπαρξιακού ακρωτηριασμού σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με τη φύση. Όλοι λοιπόν χρειαζόμαστε μια ενθάρρυνση για να αντέξουμε αυτόν τον κόσμο και αν εμποδίσουμε το κακό. Όταν αυτή την ενθάρρυνση την παίρνει και ένας δημιουργός, τότε έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ευτυχισμένος και ευγνώμων γι’ αυτούς που του την προσφέρουν».
Τη βραδιά έκλεισε ο Διευθυντής του Φεστιβάλ Θάνος Γώγος λέγοντας: Μια που μιλάμε για το μέλλον, ραντεβού στο 13ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης
Φωτογραφίες: Νίκος Κατσαρός
Επίλογος:
Η επιτυχία του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης δεν είναι τυχαία, έχει ονοματεπώνυμο και οφείλεται σε ανθρώπους. Φυσικά υπάρχουν συμπράξεις, υπάρχουν οι βοήθειες, υπάρχει Τοπική Αυτοδιοίκηση, ο Δήμαρχος Λαρισαίων, ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού, ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας και οι σύμβουλοί του στον τομέα του Πολιτισμού, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπάρχουν φορείς, υπάρχει το Υπουργείο Πολιτισμού, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, οι πολίτες της Θεσσαλίας και η Θράκα. Αυτό που τους στηρίζει, τους δίνει δυναμική και φέρνει κοντά όλους αυτούς τους εραστές της ποίησης, είναι το ανθρώπινο δυναμικό και πάνω από όλους ο Θάνος Γώγος, η ψυχή του Φεστιβάλ και μαζί του η Marija Dejanović, άξια συνοδοιπόρος στη ζωή του, στην ποίηση και το Φεστιβάλ. Η φετινή χρονιά ήταν ίσως η καλύτερη τόσο από συμμετοχή ποιητών όσο και από την άψογη διοργάνωση από τον Θάνο Γώγο και την ομάδα του. Χίλια μπράβο σε όλους!
Ραντεβού στο 13ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης!
Σχόλια για αυτό το άρθρο