Στο “Μαγεμένο Αυλό”, στο στέκι του Μάνου Χατζιδάκι στο Παγκράτι, γύρω από τη μεγάλη ροτόντα, η συζήτηση έχει ανάψει. Ο Μάνος με τους συνεργάτες του ετοιμάζουν το πρόγραμμα του Τρίτου στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ. Είμαι και εγώ εδώ, πέρασα από εξετάσεις, έκανα ένα δοκιμαστικό, τους άρεσε και με έχουν προσλάβει σαν ραδιοσκηνοθέτη. “Θα μιλήσετε όλοι δημοκρατικά και μετά θα αποφασίσω εγώ!” λέει χαμογελώντας ο Χατζιδάκις. Βγάζει τη χρυσή του πένα Montblanc και κρατάει σημειώσεις. Κάθε συνεργάτης προτείνει και μια εκπομπή, οι περισσότερες είναι μουσικές, φτάνει η σειρά μου. “Λοιπόν Γιώργη, τι θέλεις να κάνεις στο Τρίτο;” Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, οι παλάμες μου έχουν ιδρώσει, είμαι ο πιο νέος στην παρέα, όλοι γυρνάνε και με κοιτάνε, άλλοι με περιέργεια, άλλοι αφ΄υψηλού. “Θέλω να κάνω το “Τρίτο Στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή σαν ραδιοφωνικό σίριαλ, σε συνέχειες”. “Το Τρίτο Στεφάνι στο Τρίτο Πρόγραμμα! Ωραίο ακούγεται. Εχεις σκεφτεί ποια θα κάνει την Νίνα και την Εκάβη;” “Η Μελίνα Μερκούρη θα κάνει την Νίνα και η Δέσπω Διαμαντίδου την Εκάβη”. Ο Χατζιδάκις κατσουφιάζει. “Με την Μελίνα δεν μιλιόμαστε. Αν θες να πας να την βρεις εσύ, καλώς. Εγώ δεν πρόκειται να την πάρω τηλέφωνο. Ούτε τον Ταχτσή. Αν καταφέρεις και τους πείσεις, εγώ θα το βάλω στο πρόγραμμα. Αλλά δεν θέλω να αναμιχθώ. Ολες τις συνεννοήσεις θα τις κάνεις μόνος σου. Σύμφωνοι;” “Σύμφωνοι!” λέω ενθουσιασμένος, αλλά ξέρω πως δεν θα κρατήσω το λόγο μου.
Την άλλη μέρα την παίρνω τηλέφωνο. Το σηκώνει η ίδια. “Γεια σας κυρία Μερκούρη, σας τηλεφωνώ εκ μέρους του Μάνου Χατζιδάκι”. “Αχ! ο Μάαανος! Ο γλυκός μου ο Μάαανος! Τι κάνει;” την ακούω να με ρωτάει με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή της και νιώθω ένα μούδιασμα στη ραχοκοκαλιά. Για μένα είναι ένας μύθος, μια θεά, μου φαίνεται σαν όνειρο που μιλάω μαζί της. “Ο Μάνος είναι καλά, σας στέλνει χαιρετίσματα και θέλει πολύ να παίξετε την Νίνα στο “Τρίτο Στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή”. “Ο Κώστας! Τι κάνει ο Κώωστας;” “Θέλει κι αυτός πολύ να παίξετε την Νίνα” της λέω ψέματα. “Η Νίιινα! Τι ωραίο βιβλίο που έγραψε ο Κώστας! Και την Εκάβη ποια θα την κάνει;” ” Η Δέσπω Διαμαντίδου”. ” Η Δέσπω! Της το είπατε;” “Ναι και δέχτηκε με ενθουσιασμό αρκεί να παίξετε εσείς την Νίνα” συνεχίζω τα ψέματα. “Και ποιος θα το σκηνοθετήσει;” “Εγώ!” “Εσύ; Πόσο χρονών είσαι;” “Είκοσι τριών…” “Εικοσιτριών; Υπάρχουν ακόμα αυτές οι ηλικίες;” λέει και αναστενάζει μελοδραματικά. “Και τι ψηφίζεις; Μήπως τους φασίστες της δεξιάς που υποστηρίζει ο Χατζιδάκις;” “Οχι, όχι, ανήκω σε αριστερή οικογένεια αλλά εγώ προσωπικά είμαι Πασόκ”. “Α, είσαι δικός μας δηλαδή…” την ακούω να γλυκαίνει. “Καλά, έλα αύριο στις 5 στο σπίτι, να τα πούμε από κοντά”.
Έβρεχε ασταμάτητα από το πρωί. Οι υπόνομοι είχαν ξεχειλίσει, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και οι συγκοινωνίες είχαν παραλύσει. Στις 4 το απόγευμα φόρεσα το παλιό, τριμμένο τζιν, έβαλα τα άρβυλα, κούμπωσα το στρατιωτικό αμπέχονο και επειδή δεν είχα λεφτά να πάρω ταξί, ξεκίνησα με τα πόδια από το Κουκάκι και πήγα στο Κολωνάκι. Από τον “Ιωαννίδη” στην Κανάρη αγόρασα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και να ΄μαι τώρα, 5 παρά πέντε, Αναγνωστοπούλου 25, έξω από την πολυκατοικία να χτυπάω το κουδούνι. “Ποιος είναι;” “Είμαι ο Γιώργος Παυριανός. Εχω ραντεβού με την Μελίνα”. “Η Μελίνα δεν είναι εδώ. Τι ώρα έχετε το ραντεβού;” “Στις 5”. “Τι να σας πω, ανεβείτε επάνω να την περιμένετε. Στον 5ο όροφο”.
Με κομμένα τα φτερά, απογοητευμένος που η Μελίνα δεν είναι εκεί, ανεβαίνω με το ασανσέρ, ανοίγω την πόρτα και βρίσκομαι μέσα στο διαμέρισμα της. Μπροστά μου στέκεται η Αγγελική, η οικονόμος του σπιτιού. Κοιτάζει εξεταστικά το βρεγμένο μου αμπέχονο, το τριμμένο τζιν, τα λασπωμένα άρβυλα. “Θέλετε να μου δώσετε το… παλτό σας;” Της δίνω το αμπέχονο, της δίνω και το κόκκινο τριαντάφυλλο, με οδηγεί στο σαλόνι. “Περιμένετε εδώ” και δείχνει τον καναπέ. “Θέλετε έναν καφέ;” “Αν είναι εύκολο” λέω και κάθομαι. Στο σαλόνι κυριαρχεί το λευκό. Στους τοίχους πίνακες του Φασιανού, του Τσαρούχη, χαλκογραφίες με την Ακρόπολη, αφίσες, φωτογραφίες της Μελίνας. Πίσω σε ένα υπερυψωμένο επίπεδο, ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι με καρέκλες. Σε μια γωνιά μια υπέροχη κασέλα ζωγραφισμένη από τον Θεόφιλο. Γενικά ένα καλόγουστο αστικό σαλόνι χωρίς την αίγλη και την πολυτέλεια που περίμενα να δω.
Δεν προλαβαίνω να καθίσω και μπαίνει στο δωμάτιο ο Ζιλ Ντασέν. “Γεια σου, είμαι ο Ντασενάκης” μου συστήνεται παιχνιδιάρικα και κάθεται σε μια πολυθρόνα. “Το Μελίνα θα έρτει σε λίγκο. Με πήρε τηλέφωνο. Εχει πάει στον Πειραιά. Μεγκάλη πλημμύρα! Εσύ ποιος είσαι; Τι κάνεις;” Του εξηγώ. “Α, director είσαι! Και τέλει να σκηνοθετήσει το Μελίνα; Χαχαχαχά! Good luck!” ξεσπάει στα γέλια, μετά παίρνει τους New York Times και αρχίζει να διαβάζει σαν να μην υπάρχω εκεί. Μπαίνει η Αγγελική με καφέ και νερό. “Μόλις ήρθε” ανακοινώνει. “Είναι μούσκεμα”. “Μους κιμά;” ρωτάει ο Ντασέν. “Οχι μους κιμά, μούσκεμα, wet, πώς το λένε;” του εξηγεί και γελάνε. Γελάω κι εγώ ανόρεχτα. Αυτό το “Τέλει να σκηνοθετήσει το Μελίνα;” μου έχει κόψει τα πόδια. Ασε το “Good luck!” Για πρώτη φορά καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι αυτό που θέλω να κάνω.
Πρώτα ακούστηκε η φωνή της, από τον κάτω όροφο. “Είναι α-πα-ρά-δε-κτο! Είναι φι-ρί-κη! Αφήνουν τον κόσμο και πνίιιγεται χωρίς καμιά βοήθεια!” Ακούω τα βήματά της στη σκάλα και η καρδιά μου πάει να σπάσει. “Τζούλι; Πού είναι ο Τζούλι;” φωνάζει και ξαφνικά εμφανίζεται σαν σκηνή από ταινία, φορώντας ένα βρεγμένο κατακόκκινο φόρεμα και ψηλά τακούνια. Κρατάει μια πετσέτα και σκουπίζει τα μαλλιά της. Τα μάτια της πετάνε φωτιές. Πλησιάζει τον Ντασέν και του λέει γεμάτη θυμό: “Eπρεπε να ήσουν εκεί Τζούλι. Να δεις τον κόσμο να πνίγεται μέσα στα νερά και τις λάαασπες!” Ο Ντασέν την ακούει ήρεμος και την περιεργάζεται από πάνω μέχρι κάτω. Κάποια στιγμή που ηρεμεί της λέει: “Μελίνα, αυτό το dress που φοράς, δεν είναι Ιβ Σεν Λοράν; Εβαλες Ιβ Σεν Λοράν για να πας στο Πειραιά;” Η Μελίνα τα χάνει για λίγο, κοιτάει μια τον Ντασέν και μια το φόρεμα. “Μα για να τους τιμήσω το φόρεσα!” λέει νευριασμένη στο τέλος και πετάει την πετσέτα πάνω σε μια καρέκλα.
Εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνεται την παρουσία μου. Εχω μαζευτεί στην άκρη του καναπέ, σχεδόν θέλω να εξαφανιστώ από το δωμάτιο. Μόλις με βλέπει, αλλάζει ύφος, γίνεται σαγηνευτική, γλυκιά, σχεδόν ερωτική. “Ποιο είναι αυτό το αγόρι;” ρωτάει με ένα γοητευτικό χαμόγελο. “Είμαι ο Γιώργος Παυριανός, σας πήρα χτες τηλέφωνο και μου είπατε να έρθω σήμερα”. “Α, μάλιστα. Το αγόρι αυτό Τζούλι, έρχεται από τον Μάνο Χατζιδάκι”. “Ναι ξέρω, είναι director”. Απλώνει τα χέρια της , με πιάνει από τους ώμους και πριν προλάβω να πω κουβέντα “Πάω μια στιγμή να αλλάξω και θα έρθω να συζητήσουμε” λέει, εξαφανίζεται και μετά από λίγο εμφανίζεται φορώντας μια υπέροχη πράσινη κελεμπία με χρυσά σιρίτια. Κάθεται νωχελικά δίπλα μου στον καναπέ, σταυρώνει τα πόδια της με μοναδικό τρόπο, ανάβει ένα Ασσο Φίλτρο Παπαστράτος, ρουφάει ηδονικά, ρίχνει πίσω το κεφάλι και φυσάει τον καπνό στο ταβάνι. “Και τώρα σε ακούω” λέει βραχνά και η καρδιά μου έχει πλέον σπάσει, όχι πια από αγωνία, αλλά από λατρεία.
Της αρέσει πολύ ο ρόλος αλλά δεν μπορεί να παίξει την Νίνα. Για πολιτικούς λόγους. Εκείνη την εποχή, στο πλαίσιο της πολιτικής του Πασόκ, δεν πληρώνει την εισφορά της ΕΡΤ στο λογαριασμό της ΔΕΗ. Θα ήταν λοιπόν παράλογο από τη μια να αρνείται να πληρώσει την εισφορά και από την άλλη να παίζει στο κρατικό ραδιόφωνο. Προσπαθώ να την μεταπείσω αλλά μάταια. “Δεν γίνεται αγάπη μου. Πρέπει όλοι να αντισταθούμε αυτή τη στιγμή. Κάνε λίγο υπομονή και αργότερα θα το κάνουμε ένα ωραίο σενάριο και θα το γυρίσει ο Τζούλι ταινία. Ε, Τζούλι;” Ο Ντασσέν κάτι μουρμουρίζει πίσω από την εφημερίδα του. Την κοιτάζω ικετευτικά. “Μήπως να κάνουμε ένα δοκιμαστικό;” “Δεν έχει νόημα. Πες στον Μάνο ότι τον ευχαριστώ και ότι θα τον πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε”. Τουλάχιστον θα αποκατασταθούν οι σχέσεις τους σκέφτομαι και επειδή καταλαβαίνω ότι η ακρόαση έχει τελειώσει σηκώνομαι να φύγω. “Μη στενοχωριέσαι” μου λέει και απλώνει και τα δυο της χέρια. “Είσαι νέος και θέλεις να γίνεται πάντα το δικό σου, αλλά θα δεις, κάθε εμπόδιο σε καλό”. Σκύβω και της φιλάω τα χέρια, καληνυχτίζω τον Ντασέν, η Αγγελική φέρνει το αμπέχονο , βγαίνω ζαλισμένος στην Αναγνωστοπούλου. Η βροχή έχει σταματήσει, περπατάω προς το Σύνταγμα, κατεβαίνω την Πανεπιστημίου και έξω από το Rex βλέπω μια τεράστια αφίσα με την Ρένα Βλαχοπούλου. Και τότε, μέσα στη μαυρίλα μου, μου έρχεται σαν αστραπή η ιδέα: Η Ρένα θα κάνει την Νίνα! Ενθουσιασμένος βγαίνω στην Πατησίων και παίρνω το τρόλεϊ για να πάω στο Κουκάκι.
Λίγα χρόνια αργότερα, ανήμερα Καθαρή Δευτέρα. Βρίσκομαι στο φιλόξενο σπίτι του Γιώργου Νταλάρα. Η αγαπημένη φίλη μου Αννα Νταλάρα φροντίζει πάντα τις μεγάλες γιορτές να με καλεί, για να μη νιώθω μόνος. Είναι εδώ φίλοι και γνωστοί, νιώθω γύρω μου ασφάλεια και αγάπη, έχω αρχίσει και πίνω τα ουζάκια μου, έρχεται κοντά μου η Αννούλα, “Μην μεθύσεις από τώρα. Σε λίγο θα έρθει η Μελίνα” μου λέει χαρούμενη. Νιώθω ένα αγκάθι να μου τρυπάει την καρδιά, σαν τον ερωτευμένο που του θυμίζουν τον παλιό, ανεκπλήρωτο έρωτά του. Το Τρίτο με διευθυντή τον Μάνο Χατζιδάκι δεν υπάρχει πια, το “Τρίτο Στεφάνι” έχει μεταδοθεί με την Ρένα Βλαχοπούλου και την Σμάρω Στεφανίδου, εγώ δουλεύω σαν δημοσιογράφος στο περιοδικό Κλικ, το Πασόκ έχει έρθει στην εξουσία, η Μελίνα έχει γίνει υπουργός Πολιτισμού, δεν την έχω ξανασυναντήσει από εκείνη τη βροχερή ημέρα που είχα πάει σπίτι της.
Βλέπω τον μέγιστο, τον τεράστιο, τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο και όπως κάνω κάθε φορά που τον συναντάω, σκύβω και του φιλάω το χέρι που έγραψε τόσα αριστουργήματα. “Παύρη διάβασα ένα καταπληκτικό κείμενο που έγραψες στο Κλικ για τη μαλακία! Είσαι φοβερός! Το έδειχνα προχτές στην Μελίνα και έπαθε την πλάκα της!” Κάτι πάω να πω, αλλά εκείνη τη στιγμή γίνεται μια μικρή αναστάτωση και μπαίνει αεράτη και πανέμορφη, με ένα τσιγάρο στο χέρι, η Μελίνα μαζί με τη Μανουέλλα Παυλίδου. Ολα τα βλέμματα στρέφονται πάνω της, υψώνει τα χέρια, χαμογελάει πλατιά, “Καλή Σαρακοστή!” εύχεται δυνατά και αρχίζει να χαιρετάει τους παρισταμένους. Πλησιάζει τον Λευτέρη, αγκαλιές, φιλιά, “Μελίνα τον ξέρεις τον Παύρη;” τη ρωτάει. Με κοιτάει στα μάτια, “Κάτι μου θυμίζει” λέει αλλά καταλαβαίνω ότι δεν με θυμάται. “Είναι αυτός που έγραψε στο Κλικ το άρθρο για τη μαλακία που σου διάβαζα προχτές”. Από τη μια στιγμή στην άλλη, η δυναμική ντίβα γίνεται σαν ντροπαλό κορίτσι. “Λευτέρη ξέρεις πως δεν μου αρέσουν τα πρόστυχα!” του λέει αυστηρά. “Είναι και Σαρακοστή!” “Καλά, αφού σε πειράζει, θα σου το πω ευγενικά: Εχει γράψει ένα καταπληκτικό άρθρο για τον αυνανισμό!” συνεχίζει ο Παπαδόπουλος. Η Μελίνα δυσανασχετεί, με χαιρετάει με μια βιαστική χειραψία, “Χαίρω πολύ” μου λέει και ετοιμάζεται να φύγει, αλλά έρχεται κοντά μας η Αννούλα και την πιάνει αγκαζέ. “Ο Γιώργος ήταν στο Τρίτο Πρόγραμμα με τον Χατζιδάκι. Εχει σκηνοθετήσει το “Τρίτο Στεφάνι” για το ραδιόφωνο” λέει και ξαφνικά η Μελίνα γουρλώνει τα μάτια και με κοιτάει με αηδία. “Τώρα σε θυμήθηκα! Καλά, απ΄ όλους τους ηθοποιούς με αυτή τη χουντιάρα την Βλαχοπούλου πήγες και το έκανες; Δεν είχαμε πει πως θα το κάνουμε μαζί;” με ρωτάει συγχυσμένη, με παραμερίζει και πάει να μιλήσει με τους υπόλοιπους καλεσμένους. Τα έχω χάσει. “Μανουέλλα τι συμβαίνει; Γιατί τα έχει μαζί μου η Μελίνα; Τι έχω κάνει;” ρωτάω την φίλη μου που είναι μπροστά στη σκηνή. “Δεν ξέρω Παύρη μου, μη με μπλέκεις σε αυτή την ιστορία σε παρακαλώ” μου απαντάει και απομακρύνεται.
Ο Σταμάτης Φασουλής μου έλυσε το αίνιγμα: Την περίοδο της χούντας η Ρένα Βλαχοπούλου έπαιζε σε μια επιθεώρηση το ρόλο μιας Ελληνίδας που επέστρεφε από το Παρίσι και οι δημοσιογράφοι την ρωτούσαν τι είδε. Τότε η Βλαχοπούλου τους απαντούσε: “Eίδα εκείνο, είδα το άλλο, και πάνω σε μια φοράδα, είδα την Μελίνα Μερκουράδα!” Το έμαθε η Μελίνα και της το φύλαγε. Το κουτσομπολιό λέει, ότι μετά τη χούντα, όταν συναντήθηκε με την Ρένα στο Macedonia Pallas, την έπιασε από το μαλλί και τη χτύπαγε κάτω φωνάζοντας: “Ποια είπες Μερκουράδα μωρή χουντιάρα;” Οταν λοιπόν έμαθε ότι είχα βάλει την Βλαχοπούλου να παίξει την Νίνα, θεώρησε ότι το έκανα σκόπιμα για να την πικάρω. Φυσικά δεν ήξερα τίποτε από όλα αυτά, αλλά και να ήξερα, ποτέ δεν θα έκανα ένα τέτοιο πράγμα στην Μελίνα. Ετρεξα από πίσω της. “Μελίνα συγνώμη, πρέπει να σου εξηγήσω!” Γύρισε χαμογελαστή σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. “Τάβλι ξέρεις;” “Οχι”. “Α, εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα!” μου λέει απογοητευμένη. “Ασ΄τον τον μαλάκα!” επεμβαίνει ο Παπαδόπουλος. “Πάμε να σε παίξω ένα τάβλι εγώ!” Είμαι έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Την πιάνω από το χέρι, “Μελίνα, σου ζητώ συγνώμη αν έκανα κάτι που σε στενοχώρησε! Σε σέβομαι και σε αγαπώ πολύ!” της λέω με ένταση. Με κοιτάει παραξενεμένη και αμήχανη από την επιμονή μου, βλέπει τα μάτια μου που έχουν βουρκώσει, σκύβει και με αγκαλιάζει σφιχτά, “Αγάααπη μου!” λέει και μου δίνει ένα τόσο γλυκό και ζεστό φιλί στο μάγουλο, που από τότε, μέχρι σήμερα που γράφω, αυτό το φιλί, μαζί με την ευωδιά από τη Chanel No5, δεν λέει να φύγει από τη μνήμη μου…
Σχόλια για αυτό το άρθρο