Στην οδό Μενάνδρου, απέναντι ακριβώς από την είσοδο του Εθνικού Θεάτρου, υπάρχει ένα αδιέξοδο. Εκεί, στο τέλος του δρόμου, στον αριθμό 54, βρίσκεται το Μ54, ο χώρος που φιλοξενεί την site-specific παράσταση “Δωρεάν χώμα για όλους (Τώρα αρχίζω να σε βλέπω κάπως καλύτερα)” σε σκηνοθεσία Ελένης Μποζά. Πρόκειται για ένα μικρό ποίημα, σε διάλογο με το έργο του Κολτές και του Μπέκετ, αφιερωμένο σε όλους τους αόρατους του κόσμου που ερμηνεύει ο Κωνσταντίνος Τσονόπουλος. Υπεύθυνος παραγωγής: είναι ο Αλέξανδρος Τηλιόπουλος που από τον κινηματογράφο, τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα στο θέατρο και δείχνει ότι έχει λαμπρό μέλλον στο χώρο. Μια παραγωγή του Opbo Studio
Η εμπειρία της θεατρικής δράσης ξεκινά από την είσοδο. Προμηθεύεσαι ποδονάρια μιας χρήσης που σου τα δίνουν λίγο πριν μπεις στην αίθουσα. Το πάτωμα χρησιμοποιείται για μαθήματα χορού, οπότε είναι απαραίτητα για να μην βγάζεις παπούτσια, κάτι που θα ήταν και άβολο. Κι αφού κάτσεις στις θέσεις καταλαβαίνεις ότι αυτό το πάτωμα σε χωρίζει και από τον ηθοποιό, υπάρχει αυτή η απόσταση ανάμεσά μας, όση ώρα βρίσκεται στη «σκηνή». Όλα μελετημένα και σκηνοθετημένα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Διότι αυτή η απόσταση φανερώνει και την απόσταση που έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας, η οποία είναι τόσο έντονη, που κάποιους δεν τους βλέπουμε, είναι αόρατοι. Ή δεν μας βλέπουν, είμαστε αόρατοι… Αυτό αναζητά και ο ήρωας μας, μια αναζήτηση με θέμα την επικοινωνία των ανθρώπων.
Ο χώρος μπορεί να σε παραξενέψει αρχικά. «Γιατί εδώ;» ίσως αναρωτηθείς πριν αρχίσει. Όταν όμως ξεκινήσει, σκέφτεσαι ότι μόνο εδώ θα μπορούσε να παρουσιαστεί. Η Ελένη Μποζά εκμεταλλεύτηκε σκηνοθετικά όλα όσα μπορεί να της δώσει ο χώρος μέσα στο Μ54 αλλά και ο χώρος έξω. Διότι η μεγάλη γκαραζόπορτα που βλέπεις μπαίνοντας, ανοίγει… Και τότε το μικρό αδιέξοδο δρομάκι στη Μενάνδρου γίνεται το σκηνικό της παράστασης. Κι ένας κόμπος σε πιάνει στο στομάχι. Ό,τι ακούς και ό,τι βλέπεις, τα έχεις ζήσει ή τα ζεις στην καθημερινότητα. Τα έχεις σκεφτεί ή έχεις ακούσει άλλους που τα έχουν σκεφτεί ή τα έχουν ζήσει. Και η αναζήτηση της επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους είναι διαχρονική, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι τα κείμενα είναι γραμμένα δεκαετίες πριν. Άρα ο άνθρωπος έχει τις ίδιες αναζητήσεις και ψάχνει τις ίδιες απαντήσεις. «Με πήρε ο άνεμος κι έτρεξα να σε πλησιάσω, για να σου μιλήσω, επιτέλους. Κανείς ποτέ δεν θα μάθει ποιος κοιμήθηκε με ποιον κάτω από μια γέφυρα καταμεσής της πόλης» ακούμε κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να βρουν ιδανικότερο ερμηνευτή από τον Κωνσταντίνο Τσονόπουλο. Ο σαρωτικός, «σίφουνας» και στην ερμηνεία και στην κίνηση Κωνσταντίνος, είναι στην αρτιότερη στιγμή της μέχρι τώρα καριέρας του. Αν και είναι νεαρότατος, η θεατρική του διαδρομή είναι σημαντικότατη και πολύπλευρη. Και παιδικό θέατρο (Πίτερ Παν) και ελληνική κλασική κωμωδία (Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης) και μουσικές βραδιές στο Χυτήριο και στη Σφίγγα και ως μουσικός και ως τραγουδιστής, και Σαίξπηρ (Χειμωνιάτικο Παραμύθι) και πρωτότυπα έργα (όπως το «6» και το «Κενή Διαθήκη: τα γενέθλια» σε δική του σκηνοθεσία ) και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τώρα “Δωρεάν χώμα για όλους (Τώρα αρχίζω να σε βλέπω κάπως καλύτερα)”. Επειδή τον παρακολουθώ από τα πρώτα του καλλιτεχνικά του βήματα, βλέπω κάθε φορά την εξέλιξή του. Γιατί το ταλέντο από μόνο του δεν κάνει κάτι. Αν δεν το δουλέψεις για να προχωρήσεις, μένεις στάσιμος. Ο Κωνσταντίνος Τσονόπουλος και δουλεύει πολύ και μεγαλώνει το ταλέντο του. Με το «Δωρεάν χώμα για όλους (Τώρα αρχίζω να σε βλέπω κάπως καλύτερα» μας καθηλώνει με την ερμηνεία του. Τη μέρα που είδα την παράσταση –υποθέτω ότι συμβαίνει σε κάθε παράσταση- όταν τέλειωσε, δεν σηκώθηκε κανείς από τη θέση του. Για αρκετά λεπτά μείναμε καθηλωμένοι για να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που βλέπαμε για μια ώρα ως σκηνικό, είναι η πραγματικότητα. Και τώρα θα βγούμε ξανά σε αυτήν, έχοντας όμως ως εφόδιο την ερμηνεία του Κωνσταντίνου Τσονόπουλου και την εμπειρία της θέασης της παράστασης.
Κι αν το έργο ξεκινάει με τις φράσεις: «Να βρεθώ σε ένα δωμάτιο που να μπορώ να μιλήσω, εδώ δεν καταφέρνω να σου πω αυτά που θέλω να σου πω. Έπρεπε να είμαστε κάπου αλλού, χωρίς κανέναν άλλον, με την άνεσή μας», να ξέρεις Κωνσταντίνε ότι μια χαρά καταφέρνεις να μας πεις αυτά που λες. Και τσάο!
Βασίλης Νάτσιος, Κωνσταντίνος Τσονόπουλος
Σχόλια για αυτό το άρθρο