Ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης ήταν ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου. Είχαν μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά σαν αδέλφια. Όταν ήταν παιδάκια στην κατοχή, έψαχναν απεγνωσμένα να βρουν φαγητό. Με κόπο κατάφεραν να βρουν ένα φυστίκι το οποίο αποφάσισαν να μοιράσουν στα δύο.
Ο Αλέκος ή “Μπούκης”- το υποκοριστικό του από παιδάκι- ήταν ο νονός μου. Πιο συγκεκριμένα ο δεύτερος πατέρας μου. Και η νονά μου η Ελένη η δεύτερη μητέρα μου. Και οι κόρες τους οι αδελφές που δεν έχω. Μεγαλώσαμε μαζί. Αγαπιόμαστε απόλυτα.
Όταν αρρώστησε ο πατέρας μου ήμουν 15 χρονών. Μάθαμε ότι είχε καρκίνο. Ο Αλέκος ήταν ο πρώτος που ήρθε σπίτι. Με ένα ωραίο μπουφάν, ψηλός, σαν σταρ του κινηματογράφου. Ήταν τα πρότυπα μου οι δυο τους. Οι ωραιότεροι άντρες του κόσμου.
Με πήρε αγκαλιά μου μου ψιθύρισε στο αυτί “ Μη στεναχωριέσαι για τίποτα. Εγώ θα σε ανεβάσω στα σκαλιά της εκκλησίας”..
Η μοίρα άλλαξε τα σχέδια. Ο Αλέκος έφυγε βίαια πριν τον πατέρα μου. Δολοφονήθηκε άγρια από την 17 Νοέμβρη, την 1 Μαρτίου του 1988. Ο πατέρας μου ανέβασε το φέρετρο του στα σκαλιά της εκκλησίας. Ο πατέρας μου έφυγε από καρκίνο το 1993.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω το τηλεφώνημα του εκείνο το πρωί. “Χτύπησαν τον “Πουκάκη”… “και;;;είναι καλά;” τον ρώτησα με αγωνία.. μετά από μία τεράστια παύση άκουσα το “Πέθανε!”. Ήμουν στο Λονδίνο και μπήκα στο πρώτο αεροπλάνο για Αθήνα. Μαζί με τη Μανουέλα που ερχόταν από τη Νέα Υόρκη όπου σπούδαζε.Φοιτήτριες και οι δύο. Τον έβλεπα για πάρα πολλά χρόνια στον ύπνο μου. Σαν ανήσυχη ψυχή. Στα όνειρα μου επέμενε πως ήταν καλά και πως δεν είχε πεθάνει. Τα όνειρα σταμάτησαν όταν έχασα τον πατέρα μου.
Τα σκαλιά της εκκλησίας δεν τα ανέβηκα ποτέ.
Όπως έχει πει η Ελένη Αθανασιάδη:
«Ενας θάνατος σε συγκλονίζει.
Ενας βίαιος θάνατος σου αφήνει σημάδια – πληγές ανεξίτηλες.
Με τον καιρό μαθαίνεις να ζεις με αυτές τις πληγές.
Οταν ξανανοίξουν ματώνουν ακόμα περισσότερο”
Αναδημοσιεύω ένα συγκονιστικό κείμενο της Ελένης Μπίτσικα από την Καθημερινή, του 2003.
«Θα κοιτάξουν στα μάτια και θα πυροβολήσουν»
Γράφει η Ελένη Μπίστικα
27.03.2003 • 08:00
Κάθε πρωτομηνιά, από την πρώτη Μαρτίου 1988, ένα μεγάλο στεφάνι με λευκά λουλούδια υψώνει το δικό του ερώτημα δίπλα στα «φανάρια» στη διαχωριστική νησίδα επί της Κηφισίας, στη στάση Κολλεγίου, όπου ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης δολοφονήθηκε το πρωί, οκτώ παρά είκοσι, εκείνης της ημέρας. Και χθες, οι δύο πιο δικοί του άνθρωποι, η χήρα του Ελένη Ιωσηφίνα Αθανασιάδη και η κόρη του κ. Αλεξάνδρα Αθανασιάδη, οι οποίες παρίστανται ως πολιτική αγωγή, ζωντάνεψαν τη σκηνή του φόνου, με την κατάθεση του δικού τους πόνου, από τη θέση των μαρτύρων, μπροστά στον γεμάτο κατανόηση πρόεδρο κ. Μιχάλη Μαργαρίτη, και μια βουβή από ερωτήσεις υπεράσπιση, αλλά και πολιτική αγωγή.
Ασπρη πλεχτή μακριά μπλούζα, γκρίζα φούστα, με τα δάχτυλα να συσπώνται και να προδίδουν την εσωτερική της ταραχή, η κ. Ελένη Αθανασιάδη -έχει ζητήσει χρηματική αποζημίωση 30 ευρώ…- απάντησε στην ερώτηση του προέδρου, για το «τι ξέρετε να μας πείτε» με ήρεμη, φορτισμένη πίκρα φωνή.
«Ο Αλέξανδρος έφυγε, όπως κάθε πρωί, κι εκείνη την ημέρα, στις 7.30 από το σπίτι. Λίγο αργότερα μια φίλη με πήρε στο τηλέφωνο: «Ακούω στο ραδιόφωνο ότι πυροβολήθηκε ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης» μου είπε. Πήρα αμέσως στο γραφείο του, στην Αμαλίας, όπου το Ιδρυμα Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, την γραμματέα του. «Για τον δικό μου πρόκειται», τη ρώτησα, «Ναι» μου είπε. «Ηταν βιομήχανος ο σύζυγός σας;» ρωτά μαλακά ο πρόεδρος. «O άνδρας μου ήταν διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του Ιδρύματος. Δεν ξέρω αν ξέρετε, ο Μποδοσάκης δεν είχε παιδιά, μόνο ανίψια, κι άφησε την περιουσία του στο Ιδρυμα για την παιδεία και τη νοσηλεία».
«Μάθατε ποιοι σκότωσαν τον σύζυγό σας;», ρωτάει ο πρόεδρος. «H 17N. Βάλαν μια προκήρυξη μέσα στο σώμα του», και συνεχίζει, ενώ στην Αίθουσα Ακροατηρίου όλοι κρατούν την αναπνοή τους, ακούγοντας. «Τους τελευταίους μήνες οπλοφορούσε, με άδεια οπλοφορίας, κι είχε το όπλο πάντα δίπλα του. Τρεις εβδομάδες πριν, είχε ειδοποιηθεί από έναν πρώην συνεργάτη του -Μανιάτης το όνομα- στο Καλυκοποιείον. Αυτός τον πήγε σε κάποιον Ελληνα, ήρωα του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήρωα της Αντίστασης, με διασυνδέσεις με Αγγλους συμπολεμιστές στην κατοχή.
Αυτός του είπε: «Είσαι σε πάρα πολύ μεγάλο κίνδυνο». Το έμαθα μετά τον θάνατό του, αλλά ξέρω ότι ήξερε ότι κινδυνεύει. Γιατί από τότε δεν μας ξαναπήρε στο αυτοκίνητο μαζί του, ούτε εμένα ούτε τα παιδιά. Ούτε τον οδηγό. «Μα γιατί ριψοκινδυνεύεις» του έλεγα, όταν έπαιρνε τα σκυλιά και τα πήγαινε βόλτα στις ερημιές.
«Δεν θα έρθουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι στα βουνά. Επιζητούν τη δημοσιότητα. Θα σε κοιτάξουν στα μάτια και θα πυροβολήσουν», μου είχε πει, προσθέτοντας «ένας καπετάνιος δεν εγκαταλείπει το πλοίο του που βυθίζεται».
– Ηταν νέος, πόσο ετών ήταν; ρωτά, με ενδιαφέρον, ο πρόεδρος.
– Θα γινόταν 59 εκείνον τον Σεπτέμβριο. Ηταν νέος, με άριστη υγεία, Ενας χρήσιμος άνθρωπος που προσέφερε μέσω του Ιδρύματος στην κοινωνία. Μετά τον θάνατό του οι εταιρείες που κρατούσε με δυσκολία, έπαψαν να υπάρχουν, πωλήθηκαν, μόνο το Ιδρυμα έμεινε, που εξακολουθεί να προσφέρει…
Πρόεδρος: Λυπάμαι πολύ για σας. Καμία ερώτηση;
Ο εισαγγελεύς κ. Λάμπρου τη ρωτάει εάν γνωρίζει αυτούς που είναι υπεύθυνοι. H κ. Αθανασιάδη γυρνά και τους κοιτά αυστηρά, εξεταστικά, όλους. Το βλέμμα της σταματά για ελάχιστο χρόνο στην πλευρά Ξηρών, Κουφοντίνα, και ξαναστρέφει το πρόσωπό της στην έδρα, εμφανώς ταραγμένη.
– Το ήξερα ότι κινδύνευε. Κάθε πρωί, μόλις έφευγε, στις οκτώ παρά τέταρτο, έπαιρναν τηλέφωνο. Μου το ‘κλειναν μαλακά. Ηταν ο ίδιος άνθρωπος. Γινόταν το ίδιο και μ’ άλλους και «στο σπίτι του Μπακογιάννη».
Στην ερώτηση του ενός των δικαστών η κ. Αθανασιάδη έδωσε την περιγραφή του φόνου. Πώς κατέβαινε προς την Αθήνα, οδηγώντας ο ίδιος, όταν τον «έπιασε» το κόκκινο στα φανάρια, στη στάση του Κολλεγίου. Δίπλα του στάθηκε το αμάξι ενός φίλου (έπαιζαν τένις μαζί, του κ. Παπαρούνη, ο οποίος θα καταθέσει προσεχώς). Το παράθυρο δεξιά ήταν ανοιχτό. Αρα μιλούσαν οι δυο τους, όταν ένα δίκυκλο με δύο που ερχόταν πίσω ήρθε και στάθηκε στ’ αριστερά του συζύγου μου. «Αθανασιάδης;», ρώτησε ο μπροστινός, που φορούσε κάσκα, ενώ ο πίσω κάτι σαν τραγιάσκα. Εκείνος κάτι κατάλαβε, έκανε να πιάσει το όπλο, του ‘ριξαν πρώτα στο χέρι για να τον αφοπλίσουν και μετά του ‘ριξαν επάνω του…
Η κόρη για τη λίστα και την αγάπη
«Τον πυροβόλησαν πέντε φορές, είπε, καταθέτοντας αμέσως μετά, η κόρη του Αλεξάνδρα Αθανασιάδη. Με πήρε η γραμματεύς στο σπίτι, όπου ήμουν με τον άνδρα μου. Να πάτε στο νοσοκομείο, είπε. Ζούσε ακόμη ο πατέρας μου. Πήραμε την μητέρα μου και πήγαμε στο «Υγεία». Περιμέναμε έξω από το χειρουργείο. Αλλά βγήκαν και μας είπαν. «Πέθανε». Μάθαμε ότι είχε τις αισθήσεις του, βαρύτατα τραυματισμένος πάλεψε, προσπάθησε να τους σταματήσει με το αυτοκίνητο αλλά δεν τα κατάφερε».
Λεπτή, ψηλή, με την κατατομή του πατέρα της, η Αλεξάνδρα με φωνή που δεν λύγισε στιγμή είπε πως «μεγαλώνοντας, ξέραμε ότι ο πατέρας μου ήταν σε κάποια λίστα γι’ αυτό οπλοφορούσε. Εγώ το μόνο που έχω να σας πω είναι ότι λάτρευα τον πατέρα μου και θέλω να με βοηθήσετε να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι».
– Εάν πράγματι είναι, διορθώνει ο πρόεδρος.
– Εάν πράγματι είναι να τιμωρηθούν! Και με μια φωνή που απευθυνόταν σε όλους, και σε καθένα από μας, είπε η Αλεξάνδρα:
«Εύχομαι να μην ξαναπεράσει άνθρωπος αυτά που περάσαμε εμείς».
Αργότερα ο πρόεδρος κ. Μιχ. Μαργαρίτης και οι δικαστές ανέγνωσαν «τα αναγκαία έγγραφα», την ιατροδικαστική έκθεση, μια ακόμη αναπαράσταση σε ρελαντί πώς άπλωσε να πιάσει το όπλο, και πώς με σφαίρες τού το διέλυσαν, πώς έριξαν και πέρασε η σφαίρα τον δεξιό πνεύμονα, το ήπαρ, πως πολτοποίησε το δεξί νεφρό, τα αίματα στην οροφή. «Ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» τελειώνει την ανάγνωση ο πρόεδρος, με το πόρισμα.
Σε όλο αυτό το διάστημα, και μετά, όταν διαβάστηκε από άλλο δικαστή το κατεβατό – παραλήρημα της Προκήρυξης με ό,τι μπορεί να φανταστεί μόνο νους κομπλεξικού αντικοινωνικού ανθρώπου, με ολίγον «από Νταβός» και πολύ περί «λούμπεν μεγαλοαστικής τάξεως» και περιβαλλοντικής συνείδησης με κατάληξη «ένας δολοφόνος της εργατικής τάξης λιγότερος» η μητέρα και κόρη καθισμένες πίσω, άκουγαν, ασάλευτες, κοιτάζοντας την έδρα με τον παντοκράτορα. Κρατιούνται, για κουράγιο, από το χέρι, κάτω από το έδρανο. Μόνον αν ήσουν δίπλα τους το ‘βλεπες. Δεν επεζήτησαν, εξάλλου, να μιλήσουν με κανέναν. Βγαίνοντας έξω, στο φως του ήλιου, όπου περίμεναν οι κάμερες, η κ. Ελένη Αθανασιάδη μας είπε: «Δικαιοσύνη! Ζητάω να τιμωρηθούν. Ζητάω δικαιοσύνη». Κι η Αλεξάνδρα, στην ερώτηση εάν έχει παιδί, είπε, οργισμένη. «Οχι. Εγώ δεν φέρνω παιδί σ’ αυτόν τον κόσμο».
Γρήγοροι ρυθμοί, απουσία μαρτύρων
Με ταχύτατους ρυθμούς εξελίχθηκε η χθεσινή διαδικασία στη δίκη της 17N, καθώς το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων μέσα σε πέντε ώρες εξέτασε τέσσερα χτυπήματα της οργάνωσης, που αφορούν 25 απόπειρες ανθρωποκτονίας και μία δολοφονία. Σε αυτό, βεβαίως, συνετέλεσε η απουσία μαρτύρων, αφού συνολικά και για τις τέσσερις υποθέσεις είχαν κλητευθεί 34 μάρτυρες, εκ των οποίων οι 21 ήταν Αμερικανοί και δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου. Απουσίαζαν όμως και άλλοι, με αποτέλεσμα για τις τέσσερις υποθέσεις να εξεταστούν πέντε μάρτυρες.
Παράλληλα, την κλήτευση αστυνομικών από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία προκειμένου να καταθέσουν ως μάρτυρες ζήτησε ο συνήγορος πολιτικής αγωγής κ. Αλ. Λυκουρέζος. «Στην υπόθεση αυτή έχουν κληθεί 354 μάρτυρες. Εκτός δύο-τριών οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν έχουν τίποτα το ουσιαστικό να συνεισφέρουν στην ανίχνευση της αλήθειας και την τεκμηρίωση του κατηγορητηρίου», δήλωσε στην «K» ο κ. Λυκουρέζος και πρόσθεσε: «Είναι εντυπωσιακό και προκαλεί ερωτήματα η απουσία αστυνομικών από τον κατάλογο των μαρτύρων. Είναι αδιανότητο και αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, στη δίκη της τρομοκρατίας να μην καλούνται να καταθέσουν αστυνομικοί της Αντιτρομοκρατικής, που γνωρίζουν αφενός μεν τη δομή της οργάνωσης, αφετέρου τις συνθήκες υπό τις οποίες συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν.
Τα κενά αυτά μπορεί να θεραπευθούν αν το δικαστήριο δεχθεί τα αιτήματα που έχω υποβάλει».
Σχόλια για αυτό το άρθρο