Έμπνευσή μου γι’ αυτή την ιστορία ήταν ο Μαχάτμα Γκάντι. Μαχάτμα στα σανσκριτικά θα πει «Μεγάλη Ψυχή», εξού και ο τίτλος που της έδωσα: Ο Σπόρος Μιας Μεγάλης Ψυχή
Κάποτε ζούσε σ’ ένα φιλήσυχο κι ειρηνικό μέρος ένας ρακένδυτος άντρας. Όταν έμαθε πως σε κάποια μέρη του κόσμου δεν ζούσαν αρμονικά, αφοσιώθηκε σ’ ένα σκοπό: να πηγαίνει εκεί και να φυτεύει ένα σπόρο ειρήνης. Έφτασε σε μια μεγάλη πόλη όπου οι κάτοικοι ζητούσαν την ειρήνη για να σταματήσει τις διαμάχες.
Ο ρακένδυτος άντρας φύτεψε τον σπόρο κι όπως συνήθιζε, κάθισε σε μια απόκρημνη γωνιά για να μελετήσει τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Σ’ εκείνο το σημείο δεν υπήρχε βλάστηση κι οι κάτοικοι σύντομα πρόσεξαν πως κάτι είχε φυτρώσει. Μαζεύτηκαν τριγύρω να το εξετάσουν. Άλλος έλεγε πατάτα, άλλος έλεγε κρεμμύδι, ακούστηκαν γνώμες και γνώμες, διαφώνησαν και τέλος τσακώθηκαν για το ποιος έχει δίκιο και ποια γνώμη είναι η σωστότερη. Πιάστηκαν στα χέρια, τραυματίστηκαν, πλήγωσαν τα κορμιά και τις ψυχές τους. Ωστόσο, είχαν ξεχάσει να ρίξουν μια ματιά στο σπόρο που είχε μεγαλώσει λιγάκι. Ξέσπασε άγριος καβγάς όταν διαπίστωσαν πως κάτι ήταν γραμμένο στα φυλλαράκια του γιατί καθένας διάβαζε και μια διαφορετική λέξη.
Ο άντρας κατάλαβε ότι ο σπόρος της ειρήνης χειροτέρευε την κατάσταση. Αποφάσισε να το ξεριζώσει ώστε οι κάτοικοι να μην μαλώνουν εξαιτίας του. Έμεινε κρυμμένος στη γωνιά να τους δει τελευταία φορά και να φύγει ήσυχος.
Εκείνοι όμως, όταν είδαν ότι το φυτό έλειπε, άρχισαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον ότι το πήρε για δικό του, να γίνει πλούσιος απ’ τους καρπούς του που πιθανόν είχαν μεγάλη αξία. Πετάχτηκε ένας φωνάζοντας «το φυτό ανήκει σε όλους μας. Όποιος το πήρε να το φέρει πίσω» ενώ πήρε μια πέτρα να την πετάξει σ’ έναν άλλον που υποπτευόταν.
Ο ρακένδυτος άντρας πήγε προς το μέρος τους κρατώντας τη ρίζα στα χέρια του και τους είπε: «θέλετε την ειρήνη εδώ αλλά δεν γνωρίζετε καν πως είναι. Τούτη είναι η ρίζα της, άνθισε ο σπόρος στην πόλη σας μα όχι στη καρδιά σας. Γιατί λοιπόν να σας την δώσω πίσω; Ζητάτε κάτι που δεν υπάρχει μέσα σας. Ο δικός μου σπόρος φυτεύεται στο χώμα, ο δικός σας στην καρδιά. Κι αν δεν τον έχετε σ’ αυτή, δεν σας ανήκουν κι οι καρποί της. Τρώγεστε μεταξύ σας ακόμη κι αν έχετε μπροστά σας ένα σπόρο ειρήνης. Εδώ γράφει ομόνοια, εσείς καταλάβατε διχόνοια. Αυτό έδειξαν οι πράξεις σας».
Κι έφυγε να φυτέψει αλλού το σπόρο του.
Οι κάτοικοι δε σάλεψαν. Κοιτούσαν μόνο την τρύπα που’ χε αφήσει το ξερίζωμα του φυτού. Δεν μπορούσαν να την αφήσουν κενή αλλά ούτε και να την κλείσουν γιατί τώρα γνώριζαν τι έλειπε από’ κει. Όλοι ένιωθαν μια κοινή ανάγκη. Άρχισαν να συζητούν, πρώτη φορά, τι θα’ πρεπε να κάνουν. Συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον κατέληξαν «να φυτέψουμε μια τριανταφυλλιά. Τ’ αγκάθια της θα μας θυμίζουν τις πράξεις μας και τις πληγές που προκαλούν όταν δεν υπηρετούν την έννοια της ειρήνης. Τα άνθη της θα μας θυμίζουν τις πράξεις μας όταν την υπηρετούν. Την ειρηνική επαφή μεταξύ μας απ΄ την καρδιά μας. Έτσι όταν συναντιόμαστε εδώ θα θυμόμαστε πάντα που χρειάζεται να φυτέψουμε την ειρήνη»
Με τον καιρό εξασκήθηκαν κι ευδοκίμησε η ομόνοια στο μέρος τους. Ο ρακένδυτος άντρας είχε κάνει τη δουλειά του με το σπόρο της δικής του καρδιάς. Ο σπόρος που φύτευε στο χώμα δεν ήταν παρά μια τριανταφυλλιά.
Κάπου κάπου σταματούσε την περιπλάνηση κι επέστρεφε στο μέρος του. Διηγιόταν τις ιστορίες του στον πιο στενό φίλο του. «Και δε μου λες, τον ρώτησε ο καλός του φίλος, τι κάνεις στα μέρη που το φυτό μεγαλώνει κι οι κάτοικοι έχουν καταλάβει τι είναι ο σπόρος του;»
«Μέχρι τώρα, σε τέτοια μέρη δε χρειάστηκε να πάω. Μάλλον ήδη γνωρίζουν. Φτάνω εκεί που πρέπει να δουν μια τρύπα στο χώμα για ν’ αντιληφθούν το κενό και στην καρδιά τους» απάντησε εκείνος. «και πως ξέρεις ποια είναι αυτά τα μέρη; Ποιος σε οδηγεί;» ξαναρώτησε ο φίλος του. Ο ρακένδυτος άντρας πήρε μια χούφτα χώμα στα χέρια του κι ενώ την σκάλιζε με τα δάχτυλά του είπε « δεν ξέρω, ίσως να’ ναι ο σπόρος»…
Σχόλια για αυτό το άρθρο