Το έργο Σμύρνη μου αγαπημένη καταρρίπτει δύο στερεοτυπικές αντιλήψεις: πρώτον ότι οι πρόσφυγες ήταν “ξένοι, τουρκόσποροι” και το επίπεδο τους ήταν κοσμοπολίτικο με ροπή προς την διασκέδαση και τα χαμηλά ήθη και δεύτερον ότι οι παραγωγές της Mιμής Ντενίση είναι αποκλειστικά εμπορικές. Έχοντας ένα ιστορικό υπόβαθρο λόγω σπουδών, έχω μελετήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή, εντρυφώντας στην ταυτότητα των Σμυρναίων πριν και μετά την Καταστροφή, όπως διαμορφώθηκε μέσα από τις ιστορικές πηγές και συγκεκριμένα μέσα από τις “γκαζέτες” τον Τύπο της εποχής. Συνεπώς ήμουν προϊδεασμένη για το δραματικό συμβάν που θα εκτυλισσόταν στην θεατρική σκηνή του Ελληνικού Κόσμου. Ωστόσο και μελέτη να μην έχεις κάνει, γνωρίζεις κάπως το ιστορικό πλαίσιο του έργου, είτε έχοντας διαβάσει μελέτες-αφιερώματα για την Καταστροφή του 1922 και την Εγκατάσταση των Προσφύγων στην νέα πατρίδα, είτε έχοντας παρακολουθήσει ντοκιμαντέρ και ταινίες βασισμένες σε αυτό το ιστορικό γεγονός (αξιοσημείωτο είναι το ντοκιμαντέρ της Μαρίας Ηλιού και του Αλέξανδρου Κιτροέφ για την Σμύρνη) είτε να έχεις ακούσει τις καταγεγραμμένες προφορικές μαρτυρίες των πληροφορητών της πρώτης ή δεύτερης γενιάς Μικρασιατών.
Η ιστορία γίνεται πιο θορυβώδης όταν την ερευνάς και την ξαναδιαβάζεις, πόσο μάλλον όταν γίνεσαι σκηνοθέτης, συμμέτοχος και θεατής στην αναπαράστασή της. Η Μιμή Ντενίση ως κοινωνός της θεατρικής τέχνης έχει δημιουργήσει τη δραματουργική συνθήκη για να προκληθεί αβίαστα το συναίσθημα. Η Μιμή Ντενίση, μετά από μελέτη και επιδέξια επεξεργασία, συνδέοντας την ιστορία με τη μυθοπλασία, έχει συνθέσει ένα έργο, πυκνής δραματουργικής υφής, πλούσιο σε γεγονότα, εικόνες και χαρακτήρες, το οποίο μπορεί να παρομοιαστεί με τον μπακλαβά της “νενέ” πλούσιο σε υλικά και αρκετά σιροπιασμένο. Και πάνω που πας να γευτείς τον μπακλαβά, φράσεις βαρύγδουπες ξεσηκώνουν τη μνήμη και σου υπενθυμίζουν ότι η συνταγή για αυτόν τον μπακλαβά είναι η ίδια η Ιστορία.
Η συνεχής επανάληψη της φράσης-κλειδί “Να θυμάσαι.. μην ξεχνάς” από όλο το καστ της παράστασης επί σκηνής, υπενθυμίζει το βαρύνουσας σημασίας ιστορικό γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενεργοποιώντας τόσο το θυμικό όσο και το συναίσθημα των θεατών. Η χρήση των ψηφιακών μέσων λειτουργεί επικουρικά, δημιουργώντας τις έντονες, αισθητικά και συναισθηματικά, εικόνες από την Σμύρνη του 1917 και τις ακόμα πιο δραματικές εικόνες από τις σκηνές που εκτυλίχθηκαν στην προκυμαία της Σμύρνης, σηματοδοτώντας τον επίλογο του κεφαλαίου Σμύρνη μου αγαπημένη.
Η παράσταση αποτελεί γεγονοτολογική ιστορία, που αφουγκράζεται την καθημερινότητα των Σμυρναίων αστών και χωρίς να εστιάζει στα καθεαυτά πρόσωπα ή στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους, εστιάζει στην ακμή της Σμύρνης του 1917 και την παρακμή της Σμύρνης του 1922. Η “κόνα-Φιλιώ” που ενσαρκώνει αξιοπρεπώς η Μιμή Ντενίση, είναι ένας χαρακτήρας, που σχοινοβατεί ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα, όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες στο έργο, με την εξής διαφορά: η “κόνα” Φιλιώ είναι η Φιλιώ η Μικρασιάτισσα, που δεν εμμένει στις ταξικές διαφορές και τις γεωπολιτικές στρατηγικές αλλά γίνεται ο φάρος που φωτίζει την Σμύρνη ως κέντρο πολιτισμού.
Η Μιμή Ντενίση γίνεται ο δημιουργός και συμμέτοχος σε μια υπερπαραγωγή, που στηρίζεται εμφανώς στην Ιστορία αλλά φέρει εξ ολοκλήρου την υπογραφή της ως προς την υλοποίησή της. Επομένως , ο ρόλος της δεν περιορίζεται στην ενσάρκωση της “κόνα-Φιλιώς” αλλά και σε αυτόν της ερευνήτριας, της συγγραφέως, της παραγωγού, της casting direcrtor, της στιχουργού και της ηθοποιού-αφηγήτριας. Εκ του αποτελέσματος λοιπόν φαίνεται ότι το εγχείρημα της θεατρικής μεταφοράς της Ιστορίας στέφθηκε με επιτυχία, η οποία δεν τεκμηριώνεται μόνο από το γεγονός ότι παίζεται τρίτη χρονιά αλλά ότι δραματουργικά και ερμηνευτικά η Μιμή Ντενίση έχει καταφέρει να μπει κάπως “στα παπούτσια του άλλου”, προκαλώντας την ενσυναίσθηση θιάσου και κοινού. Σε αυτό έχουν συμβάλλει τα λειτουργικά σκηνικά και τα πλούσια κοστούμια του Γιώργου Πατσά, που μεταδίδουν την εποχή της αίγλης και της οικονομικής ευμάρειας και η ζωντανή μουσική της Εστουδιαντίνας, που μας ταξιδεύει σε περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαίς.
Όπως προανέφερα, ο ρόλος της Ντενίση ήταν πολυδιάστατος. Οι επιλογές των συνοδοιπόρων της σε αυτό το τρίωρο ταξίδι στο χρόνο, δικαίωσαν την κατοχή του τίτλου της casting director. Από τον Κώστα Βουτσά τον βετεράνο της δραματικής τέχνης, τον Μιχάλη Μητρούση, τον Τάσο Χαλκιά μέχρι και τον Δημήτρη Μακαλιά και την Κατερίνα Γερονικολού, διαπιστώνεις το εύρος των ερμηνειών τους και την άρρηκτη σύνδεσή τους με το θεατρικό και δραματικό συμβάν. Ο Τάσος Νούσιας ως φανατικός Κεμαλιστής και η Χριστίνα Αλεξανιάν ως μοδίστρα Αρμένισσα ξεχωρίζουν σε ρόλους, των οποίων η δραματικότητα κλιμακώνεται βαθμιαία στην πορεία του έργου.
Εν κατακλείδι, η Σμύρνη μου αγαπημένη αποτελεί μια καλοδουλεμένη παράσταση που διακρίνεται για την ποιότητά της, για το σεβασμό απέναντι στην Ιστορία καθώς και για την ισορροπία στην απόδοση των μουσικών, ιστορικών και θεατρικών μερών της.
H παράσταση θα παίζεται από 25 Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Σχόλια για αυτό το άρθρο