Επιτέλους, είδα έργο ρεπερτορίου – από τα πιο σημαντικά της παγκόσμιας δραματουργίας – να ανεβαίνει χωρίς μοντερνιές, «καινούργιες αναγνώσεις» και πειραματισμούς. Ο άξιος Γιάννης Βούρος κατάφερε και δεν «πείραξε» στο παραμικρό σκηνοθετικά τον αριστουργηματικό «Γλάρο» του ιδιοφυούς Άντον Τσέχωφ, ακολουθώντας πιστά την κλασική γραμμή και φόρμα. Προτίμησε να δώσει έμφαση και να αναδείξει τους χαρακτήρες των ηρώων, να μην «εισάγει» νεωτερισμούς και να μην αποδημήσει, έτσι, το μεγαλειώδες τσεχωφικό κείμενο. Εύστοχη η επιλογή του στο να αναθέσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Αρκάντινα στην Κοραλία Καράντη. Δεν θα μπορούσε να βρει πιο ιδανική ηθοποιό για να σαρκώσει το συγκεκριμένο ρόλο. Συγκλονιστικά υπέροχη και αληθινά ισχυρή η Κοραλία Καράντη και λόγω της ιδιοσυγκρασίας της αλλά και εξαιτίας της μεγαλοπρεπούς εξωτερικής της εμφάνισης και της έντονης προσωπικότητάς της. Η Αρκάντινά της είχε δυναμισμό, δέσποζε στη σκηνή, γιατί – το έχω ξαναγράψει άλλωστε – βρίσκεται στο απόγειο της καλλιτεχνικής της ωριμότητας, διαθέτει στόφα θεατρίνας, έχει εκτόπισμα, τέλεια άρθρωση, υπέροχη χροιά φωνής και φυσικά εξαιρετικά εκφραστικά μέσα και υποκριτική γκάμα. Με δύο λόγια, ήταν καθηλωτική. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στη μαγική σκηνογραφία του Γιάννη Μετζικώφ και στους φωτισμούς του Στέλιου Τζολόπουλου. Άφησα τελευταίο – όχι όμως έσχατο – τον χαρισματικό Μιχάλη Συριόπουλο που για μία ακόμη φορά μας αποδεικνύει – υποδυόμενος τον απελπισμένο και παράφορα ερωτευμένο Κόστια – το πληθωρικό ταλέντο του, το λαμπερό του άστρο και πόσο πολύ πρόκειται να μεγαλουργήσει στην ελληνική θεατρική σκηνή στο διηνεκές. Του εύχομαι το ταλέντο του να ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα.
Να υποθέσω ότι το δέλεαρ της εκ νέου συνεργασίας σου με το Κ.Θ.Β.Ε. ήταν ο ρόλος της Αρκάντινα στον αριστουργηματικό «Γλάρο» του Τσέχωφ;
Ναι, βέβαια, εννοείται. Είναι, έτσι, όπως το λες. Δεν ήταν μόνο το δέλεαρ του ρόλου, το ότι ήρθα για τρίτη χρονιά, αλλά κυρίως το ότι είχα έναν «ανοιχτό λογαριασμό» που έπρεπε και όφειλα να κλείσω, απέναντι στο θέατρο, στους συναδέλφους μου και στον εαυτό μου. Αυτούς τους ρόλους δεν έχεις τη δυνατότητα να τους παίζεις συχνά, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που υπάρχουν. Γι’ αυτό και τέτοια έργα ανεβαίνουν σπάνια.
Έχω την εντύπωση ότι λόγω ιδιοσυγκρασίας ταυτίζεσαι περισσότερο με τις ηρωίδες του Τσέχωφ. Ισχύει αυτό; Ο Τσέχωφ είναι ένας από τους αγαπημένους σου συγγραφείς;
Η ερώτησή σου περιέχει την απάντησή μου. Μπράβο σου, χαίρομαι πολύ που κάνεις αυτή τη διαπίστωση. Είχα πάντα την επιθυμία να παίξω Τσέχωφ. Με γοητεύουν πάρα πολύ οι ρόλοι του στα έργα του. Αλλά, επειδή έχω μεγαλώσει, έχω χάσει τους περισσότερους από αυτούς και δυστυχώς αυτό είναι αμετάκλητο. Ο Τσέχωφ ήταν η αιτία που έγινα ηθοποιός. Αγαπώ τη ρώσικη κουλτούρα και μεγάλωσα διαβάζοντας ρώσικη λογοτεχνία, βλέποντας ρώσικες ταινίες και παρακολουθώντας τον τρόπο που έπαιζαν οι Ρώσοι ηθοποιοί. Υπάρχουν πολλές Σχολές, από τις ευρωπαϊκές οι πιο αντιπροσωπευτικές είναι η αγγλική και η γερμανική, δεν μπορώ να μην αναφέρω και την αμερικάνικη, αλλά οι Ρώσοι ηθοποιοί έχουν κάτι υπέροχο, κάτι μοναδικό, κάτι άπιαστο, ελαφρύ και συγχρόνως κάτι περιεκτικό, σαν να επικοινωνούν με το επέκεινα. Και με τιμά πολύ αυτή η ερώτησή σου, το επαναλαμβάνω, που είχε αυτή τη διαπίστωση μέσα της. Ήταν σαν να ήμουν έτοιμη από καιρό γι’ αυτό το ρόλο. Οι ρόλοι του Τσέχωφ, όταν τους υποδύεσαι, είναι σαν να μπαίνεις σε ένα θάλαμο, να προσπαθείς να βρεις κάποια στοιχεία να σπάσεις τον κωδικό για να ανοίξει ο θάλαμος αυτός και να πας στον παρακάτω. Περιμένεις να βρεις και να ανακαλύψεις καινούργια πράγματα με τη διαδικασία αυτή. Δεν είναι κάτι μουσειακό… Αγαπώ, επίσης πολύ, τους Άγγλους ηθοποιούς και τους Γερμανούς ηθοποιούς, οι οποίοι έχουν λιτό και δωρικό ύφος, αλλά οι Ρώσοι, το τονίζω για μία ακόμη φορά, έχουν αυτό το κάτι παραπάνω, που όπως είπα, είναι άπιαστο.
Πόσο δύσκολος είναι αυτός ο ρόλος και πόσο απαιτητικός;
Είναι πραγματικά ένας πάρα πολύ δύσκολος ρόλος και έχει κάποια χαρακτηριστικά που δεν συμπίπτουν με τις περισσότερες ηρωίδες του Τσέχωφ γενικά, οι οποίες είναι συνήθως μελαγχολικές, χωρίς ενέργεια, εσωστρεφείς. Αυτός ο ρόλος είναι εντελώς διαφορετικός, ενώ κουβαλά όλον αυτόν τον ψυχισμό των τσεχωφικών ηρωίδων, έχει μία ενέργεια, μία εξωστρέφεια και εκφράζεται με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, από ό,τι εκφράζονται άλλες. Με ενεργειακή δυναμική και εξωστρεφώς σε κάποιες στιγμές. Είναι ένα πολύ μεγάλο υλικό που μπορεί να εμπνεύσει κάθε ηθοποιό, αλλά και σκηνοθέτη, γιατί είναι ένας ρόλος που μπορεί να ερμηνευτεί με διαφορετικούς τρόπους. Είναι θέμα του σκηνοθέτη και της ηθοποιού να βρουν με ποιο τρόπο θα πορευτούν.
Πώς ήταν η καλλιτεχνική σου συνύπαρξη με τον Γιάννη Βούρο;
Με τον Γιάννη συνέβη αυτό που συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους που γνωρίζονται χρόνια. Η φιλική σχέση πέρασε πολύ εύκολα στην καλλιτεχνική. Συνεργαστήκαμε πολύ καλά. Υπήρξαν, βέβαια, κάποιες φορές που διαφωνήσαμε, αλλά αυτό το θεωρώ πολύ φυσικό. Αυτό που πρέπει να συμβαίνει ανάμεσα σε έναν ηθοποιό και σε ένα σκηνοθέτη είναι το να αλληλοδίνουν υλικό. Κι αυτό είναι μία υπέροχη διαδικασία… Θεωρώ πολύ καταπιεστικό το να μην «ακούει» και να μην επικοινωνεί ο σκηνοθέτης με τον ηθοποιό. Να έχει προκάτ αντιλήψεις και να προσπαθεί να τις περάσει στον ηθοποιό, όπως και ο ηθοποιός από την άλλη πλευρά να είναι προσκολλημένος στη μανιέρα του. Είναι ένα «παιχνίδι» που γίνεται μεταξύ τους και όπως λένε «It takes two to tango». Δεν μπορεί να χορεύει μόνο ο ένας, χρειάζονται και οι δύο στο τανγκό.
Προκειμένου να παίξεις ρεπερτόριο θα επιχειρούσες να συνεργαστείς με off θεατρικές ομάδες ή θέλεις να έχεις την ασφάλεια και τα εχέγγυα μιας κρατικής σκηνής;
Όχι, θα μπορούσα να συνεργαστώ και με off θεατρικές ομάδες. Άλλωστε, γίνονται πολύ ωραία πράγματα σ’ αυτούς τους χώρους. Το μόνο που σου εξασφαλίζει η κρατική σκηνή στην παρούσα φάση λόγω των οικονομικών δυσκολιών που υπάρχουν είναι η επιλογή των έργων. Τίποτε άλλο. Ούτε καν τον πενιχρό μισθό σου… Έκανα μεγάλη υπέρβαση για να βρεθώ για τρίτη χρονιά στο Κ.Θ.Β.Ε. Υπέρβαση και οικονομική και προσωπική. Είναι πολύ δύσκολο να βρίσκεσαι μακριά από τους δικούς σου ανθρώπους τόσο μεγάλο διάστημα. Παρ’ όλο, το ότι υπήρξαν άνθρωποι που με αγκάλιασαν ζεστά στη Θεσσαλονίκη και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό.
Οι ήρωες του Τσέχωφ είναι «εγκλωβισμένοι» στην ανία τους, στα ανεκπλήρωτα όνειρά τους ή στα πάθη τους;
Και στα τρία. Η ερώτησή σου και πάλι πολύ καίρια. Συμβαίνουν αυτά που είπες ακριβώς: η ανία, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, τα πάθη. Καθημερινοί άνθρωποι είναι. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η εποχή που ζουν, η χρυσή εποχή για τη ρωσική λογοτεχνία, είναι η εποχή που περιμένουν να έρθει το «καινούργιο». Είναι το τέλος της τσαρικής εποχής και ένα βήμα πριν τη ρωσική επανάσταση. Ήδη, έχουν αρχίσει να γίνονται κάποιες μικρές επαναστάσεις, ώσπου το 1917 ξέσπασε η Οκτωβριανή επανάσταση. Ο Τσέχωφ στα έργα του μιλά για το «καινούργιο» που έρχεται. Ο Αστρώφ στον «Θείο Βάνια» είναι ένας οικολόγος… Ο Τσέχωφ προέβλεπε πράγματα που θα συνέβαιναν μετά από αυτόν, στο μέλλον. Ήταν πρωτοπόρος, ιδιοφυής γι’ αυτό και παραμένει «ζωντανός» τόσα χρόνια. Κάποιους κλασικούς συγγραφείς πρέπει να τους «πειράξεις» λίγο, γιατί έχουν κάτι «παλιακό» στα έργα τους, ο Τσέχωφ είναι σαν να μιλά τώρα…
Μόλις σβήσουν τα φώτα και πέσει η αυλαία μετά την παράσταση, δεν έρχεται μια μοναξιά;
Στη συγκεκριμένη παράσταση, όταν σβήσουν τα φώτα, κλαίω με μαύρο δάκρυ στο καμαρίνι μου. Είναι τα δάκρυα της Κοραλίας και της Αρκάντινας μαζί, όταν μαθαίνει εκ των υστέρων η ηρωίδα για την αυτοκτονία του γιου της, γιατί δεν το έχει καταλάβει επί σκηνής. Το κλείσιμο της αυλαίας δεν είναι ποτέ το ίδιο. Έχει να κάνει πάντα με το ρόλο που υποδύεσαι…
Τι είναι για εσένα ποιότητα ζωής;
Πολύ καλή ερώτηση κι αυτή. Είναι για να αναρωτηθεί πια κανείς στην εποχή μας, γιατί τα πράγματα είναι τόσο άγρια, τόσο παράλογα και τόσο χυδαία. Αν σκεφτεί κανείς τους τόσους πρόσφυγες που πνίγονται στα παράλια, αναρωτιέται τι είναι τελικά ποιότητα ζωής… Να έχεις την υγεία σου, τη δουλειά σου από την οποία βιοπορίζεσαι αλλά και σε «τρέφει» ψυχικά. Και την πιο ταπεινή δουλειά να κάνεις, αν είσαι συνειδητοποιημένος άνθρωπος, βρίσκεις χαρά σ’ αυτή. Έπειτα, το να ζεις μέσα σε μια κοινωνία, οπού οι άνθρωποι σκέφτονται πρώτα το «εμείς» και μετά το «εγώ». Φροντίζουν για την παιδεία τους, τον πολιτισμό τους, για την κοινωνική τους πρόνοια, για την ευγένεια… Πόσο σοβαρό είναι το να είναι κάποιος «ανοιχτός», να αποδέχεται τη διαφορετικότητα, να ομορφαίνει την πόλη του, το χώρο που ζει. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να πω που θα μας έπαιρναν ώρες. Να μην αφήνει να συμβαίνουν άσχημα πράγματα, να είναι επεμβατικός σε πράγματα που δείχνουν βία, κακία, βλακεία… Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί κανείς να επικοινωνεί. Τα λόγια μας είναι φορτισμένα με πολλές σάλτσες, με πολλά κλισέ. Πολλά λέμε, λίγα εννοούμε. Είναι σπάνιο στις μέρες μας να επικοινωνείς πραγματικά.
Γιατί είπες το «ναι» στην τηλεοπτική σειρά «Μπρούσκο»;
Είχα συνεργαστεί στο παρελθόν με την Βάνα Δημητρίου πάρα πολύ καλά. Το «Μπρούσκο» είναι μία λαϊκή επιτυχημένη σειρά. Όπως ξέρεις δεν γυρίζονται πολλές σειρές στην τηλεόραση, ελάχιστες θα έλεγα. Δεν είμαι από τις ηθοποιούς που αρνούνται της συμμετοχή τους σε μαζικής απήχησης δουλειές. Θεωρώ, κατ’ αρχάς, ότι η δουλειά έχει την υποχρέωση να είναι παρηγορητική και είναι παρηγορητικό να παίζεις σε κάτι που αφορά πολύ κόσμο, γιατί εναποθέτεις τον εαυτό σου σ’ αυτή τη διαδικασία. Είναι ωραίο και να είμαστε μόνο «πειραματικοί» ή εναλλακτικοί ή να περιφρουρούμε τους εαυτούς μας σε κάτι πολύτιμο, και όλοι οι ηθοποιοί έχουμε αυτή τη ματαιοδοξία μέσα μας, αλλά κάνουμε μια δουλειά. Η δουλειά μας δεν είναι για τους «λίγους» αλλά για τους «πολλούς». Όπως ένας γιατρός να αρνείται να γιατρέψει έναν απλό εργάτη και να κάνει επιλογές στους ασθενείς του. Ο ρόλος του ηθοποιού πρέπει να αφορά τους πολλούς…
Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
«Ο Γλάρος» θα παίζεται στην Ε.Μ.Σ μέχρι τις 3 του Γενάρη, ενώ το «Μπρούσκο» όλη τη σεζόν. Πάνω απ’ όλα, όμως, θέλω να πάω στο σπίτι μου!..
Σχόλια για αυτό το άρθρο