Οι σκέψεις της στη συζήτηση που είχα μαζί της θα μπορούσαν να ήταν θεατρικός μονόλογος, γιατί τις διατυπώνει με τόση γλαφυρότητα, αμεσότητα και ψυχή που μοιάζει σαν να την θαυμάζεις στη σκηνή! Έκανε τηλεόραση και ταινίες αλλά το μόνο της μέλημα, το πάθος και η μεγάλη της αγάπη είναι το θέατρο. Έχει θυσιάσει τα πάντα για αυτό και συνεχίζει ακάθεκτη, χαρίζοντας στο κοινό δυνατές ερμηνείες. Η φωτεινή και πολυτάλαντη, Μαίη Σεβαστοπούλου, εκτός από ηθοποιός με ευρεία γκάμα και στόφα, είναι σκηνοθέτις και συγγραφέας. Την ενδιαφέρει η ουσία του λειτουργήματος της και όχι τα άσκοπα και ανούσια φώτα που σβήνουν ξαφνικά γιατί κρατούν λίγο στο χώρο αυτό, αν δεν αξίζεις πραγματικά… Έχει διανύσει μια μεστή και ποιοτική πορεία και συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες. Ποιεί ήθος και είναι γνώστρια του θεάτρου, υπηρετώντας το με αυταπάρνηση, σεμνότητα και αφοσίωση χωρίς έπαρση και αυτοπροβολή. Η φετινή χειμερινή σεζόν την βρίσκει σε πλήρη καλλιτεχνικό οργασμό, αφού σκηνοθετεί τρία έργα- το ένα το έγραψε μάλιστα- που όλα ανεβαίνουν στον πολιτιστικό πυρήνα Μικρός Κεραμεικός. Πρόκειται για τα : ”Η επιστροφή της Βετούρια”, ”Και πότισεν αυταίς μέλαινα χολή” και ”Poetry Cabaret”. Η άκρως δημιουργική με τα υποκριτικά μέσα εκείνα που πρέπει να διαθέτει ένας ηθοποιός με την πραγματική σημασία της λέξης, Μαίη Σεβαστοπούλου, από το Α ως το Ω.
Αβεβαιότητα: Η αβεβαιότητα, αν παραμείνει σκέτη αβεβαιότητα, δεν βλάπτει και πολύ. Το κακό μ’ αυτήν είναι ότι ξεκινάει σαν αβεβαιότητα και καταλήγει σαν νεύρωση. «Θα με πάρουν στη δουλειά; Μπορεί και να με πάρουν, μπορεί και όχι. Αν δεν με πάρουν τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Δεν με πρόσεξαν όσο έπρεπε. Α, γι’ αυτό φταίω εγώ! Η γνωστή μου έλλειψη αυτοπεποίθησης. Αλλά πού να την βρω την αυτοπεποίθηση όταν ο πατέρας μου ούτε να με κοιτάξει δεν άντεχε, πόσο μάλλον να μου επιτρέψει να γίνω ηθοποιός! Τζάμπα τα λεφτά στους ψυχολόγους! Τι να σου κάνουν κι αυτοί οι δύστυχοι μ’ ένα τόσο τραυματικό πλάσμα! Καλύτερα να λουφάξω στη γωνιά μου μια για πάντα». Αυτά όλα βέβαια αφορούν μια φανταστική γυναίκα γιατί εγώ την μόνη αβεβαιότητα που έχω είναι αν έκλεισα φεύγοντας από το σπίτι, το θερμοσίφωνα. Μήπως όμως κι αυτό είναι μια νεύρωση;
Βαναυσότητα: Α, εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν. Βάναυσο δεν είναι μόνο να κλωτσήσεις ένα σκυλάκι ή ένα γατάκι, βάναυσο είναι να ρωτάς μόλις γνωρίζεις έναν άνθρωπο: «Πόσων ετών είσθε;» Είναι βάναυσο γιατί θέλεις βιαστικά να τον καταχωρίσεις, να τον κατηγοριοποιήσεις. Ίσως για να μην τον φοβάσαι, ίσως για να τον συγκρίνεις με σένα αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Τέτοιου είδους ερωτήσεις δημιουργούν στον συνάνθρωπο μια αμηχανία, μια θλίψη όσο κι αν ισχυρίζεται πως: «Α, εγώ τα έχω ξεπεράσει αυτά! Τα χρόνια μου τα έζησα και τα χάρηκα! Είναι κατάδικα μου!» Ψέματα! Όλοι θέλουμε να είμαστε 18 χρονών, όμορφοι, έξυπνοι, ερωτεύσιμοι! Όλοι θέλουμε να είμαστε «οι καλύτεροι του χωριού»! Άρα αυτές οι ερωτήσεις είναι περιττές και βάναυσες. Εγώ δεν απαντώ ποτέ σ’ αυτές.
Γυναίκα: Ενδιαφέρουσα είναι μια γυναίκα όταν φτάσει να δει και να παραδεχτεί πως έχει πολλά και διαφορετικά στοιχεία μέσα στον ψυχισμό της. Πως είναι και ζηλιάρα, και ανταγωνιστική, και μικρόψυχη, και γενναιόδωρη, και μορφωμένη και ημιμαθής, και λίγο άντρας, πού και πού. Μ’ άρεσε αυτό που έλεγε η Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ!»
Δικαίωση: Τώρα η δικαίωση είναι ένα εντελώς υποκειμενικό συναίσθημα. Που εμπεριέχει και κάμποσο εγωκεντρισμό. Και φαυλότητα. Ας πούμε παίζεις ένα ρόλο όπου σου γράφουν εξαιρετικές κριτικές. Ενθουσιάζεσαι. Λες, τάχα μου με σεμνότητα: «Επιτέλους, κατάλαβαν πως κάτι αξίζω κι εγώ!» Περιφέρεσαι λικνιζόμενος πάνω στις δάφνες σου και μετά από ένα διάστημα, όχι και πολύ μεγάλο, κανείς δεν σε θυμάται πια! Νομίζω πως αυτοί που πραγματικά δικαιώνονται είναι οι επιστήμονες, όταν ανακαλύπτουν μια καινούργια θεραπεία που σώζει ανθρώπινες ζωές. Οι καλλιτέχνες μπαινοβγαίνουν απ’ την δικαίωση στην λήθη. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις. Όπως η Σάρα Μπερνάρ. Ή η Παξινού. Ή η Κάλλας!
Επιθετικότητα: Τώρα τι να πω για την επιθετικότητα; Στέκομαι μπροστά στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Μία η ώρα μεσημέρι. Κρατώ στα χέρια μου το πορτοφόλι μου, το κινητό και μια σακούλα με τη φραντζόλα το ψωμί που μόλις έχω πάρει. Και ξαφνικά, πετώντας κυριολεκτικά πάνω από το κεφάλι μου, έχοντας δρασκελίσει τα πέντε σκαλιά που ξεκινούν από το πεζοδρόμιο, ένας μελαψός νεαρός, αρπάζει το πορτοφόλι και το κινητό μου κι εγώ βρίσκομαι να ισορροπώ στο πάνω-πάνω σκαλί κινδυνεύοντας να πέσω προς τα πίσω, να χτυπήσω το κεφάλι μου και να μείνω ξερή. Αυτό είναι επιθετικότητα. Ναι αλλά αυτός ο μελαψός νεαρός, πεινούσε. Δεν γίνεται να μην το σκεφτώ αυτό! Κάθε μορφή επιθετικότητας έχει μια ψυχολογική ερμηνεία. Θυμώνουμε, όταν μας επιτίθενται. Αλλά οφείλουμε, όταν κατακάτσει ο θυμός, να ψάχνουμε τις αιτίες που την προκάλεσαν. Θαρρώ πως έτσι ζούμε καλύτερα…
Ζωή: Στους «Πανθέους» την ώρα που πυροβολούν τον Κίτσο (τον εραστή της Μάρμως) και πεθαίνει, λέει μόνο μια φράση: «Τι ωραία που είναι η ζωή!» Ίσως πράγματι όταν κοντεύουμε να αφήσουμε την τελευταία μας πνοή, να καταλαβαίνουμε πόσο ενδιαφέρουσα είναι η ζωή, μ’ όλες τις δυσκολίες, τις απογοητεύσεις, τις ματαιώσεις, τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Για μένα η ζωή γίνεται συναρπαστική όχι με τα ηλιοβασιλέμματα και τις υπέροχες ανατολές αλλά με τα ταξίδια που κάνω στις ψυχές των άλλων ανθρώπων. Όταν ήμουν παιδί, στην Αλεξάνδρεια, μέναμε σ’ ένα σπίτι που στην ταράτσα του υπήρχαν μικρά δωματιάκια κι εκεί ζούσαν οι υπηρέτες που στη διάρκεια της μέρας υπηρετούσαν τους Έλληνες και τους Εβραίους που έμεναν σ’ αυτήν την πολυκατοικία. Τα βράδια λοιπόν, μαζευόντουσαν όλοι, άπλωναν τις ψάθες τους στο τσιμέντο της ταράτσας, έβαζαν στη μέση τα πιάτα με τα φούλια και τις φαλάφελ, έκοβαν κομμάτια απ’ την ξεροψημένη πίτα και τρώγοντας άρχιζαν να λένε ιστορίες από τη ζωή του ο καθένας. Άλλοτε χαρούμενες κι άλλοτε θλιβερές. Και πάντα τελείωναν με τη φράση: «Ραμπένα κιμπίρ!» Ο Θεός μας είναι μεγάλος! Νομίζω πως έτσι έμαθα ν’ ακούω τις ιστορίες των άλλων. «Το να μιλάς είναι ανάγκη, το να ακούς, τέχνη».
Η επιστροφή της Βετούρια: Η Βετούρια είναι άλλη μια βασανισμένη ψυχή. Ρουμάνα, γεννημένη σ’ ένα πολύ φτωχό χωριό, εκεί όπου οι γυναίκες ήταν μόνο βάρος, εκεί όπου οι άντρες τις αντιμετώπιζαν χειρότερα κι απ’ το να ήταν γουρούνια ή αγελάδες κι αυτό το εισέπρατταν κάθε στιγμή της ζωής τους, τρώγοντας ξύλο άγριο, βρισιές και περιφρόνηση. Κι η Βετούρια είδε τη σωτηρία της στον κομμουνισμό. «Το κόμμα μ’ έκανε γυναίκα» λέει. «Πηγαίναμε στις συγκεντρώσεις και μας μιλούσαν για ελευθερία, για μια καλύτερη ζωή». Μέχρι που ανακαλύπτει τις θηριωδίες του Στάλιν: «Το Κόμμα μας έδωσε τη δύναμη να πολεμήσουμε το κακό. Κι ύστερα… το ίδιο το Κόμμα ήταν το κακό εκεί που κυβέρνησε. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά!» Μεγάλη πια, κι αφού έχει ζήσει χρόνια στο Παρίσι, γυρίζει στο χωριό της που τώρα είναι έρημο. Γυρίζει για να πεθάνει. Όχι πικραμένη. Έχοντας φιλοσοφήσει την κάθε ανθρώπινη πράξη. «Θέλω να μ’ αγκαλιάσει η γη, όπως αγκαλιάζει τα φύλλα που πέφτουν απ’ τα δέντρα».
Θέατρο: Είναι άραγε τυχαίο που στους δύσκολους καιρούς μας, της αποξένωσης, του φόβου, της υπαρξιακής ανασφάλειας, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με το θέατρο; Πάω σ’ ένα πολυκατάστημα να ψωνίσω εσώρουχα κι οι μισές πωλήτριες είναι μέλη μιας ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Ξεχνάμε τα βρακιά και τα σουτιέν και μιλάμε για τον Πίντερ. Λάμπουν τα μάτια τους, κοκκινίζουν τα μάγουλα τους και μετά από λίγο καιρό με καλούν στις παραστάσεις τους. Το βρίσκω υπέροχο! Αναρτούν στο facebook φωτογραφίες απ’ την πρεμιέρα τους και καθόλου δεν τους νοιάζει αν τους αποκαλούν «ερασιτέχνες» οι κομπλεξικοί επαγγελματίες που επειδή φοίτησαν τρία χρόνια σε μια Δραματική Σχολή – ας μην το σχολιάσω αυτό – νομίζουν πως κατέχουν την τέχνη του θεάτρου όπως ο νευροχειρουργός αφαιρεί με άνεση έναν κακοήθη όγκο απ’ τον εγκέφαλο! Τι ματαιοδοξία! Τι βλακώδης συμπεριφορά! Την τέχνη του θεάτρου μπορεί να την υπηρετήσει όποιος θέλει. Έχοντας δασκάλους ή όχι. Αρκεί όταν ανεβαίνει στο σανίδι να μπορεί να μεταδίδει συγκίνηση. Μόνο αυτό!
Ισότητα: Έχουν ειπωθεί τόσα πολλά γι’ αυτήν την περιβόητη ισότητα! Πράγματι έχουν δοθεί μάχες για να κερδίσει ο κάθε καταπιεσμένος περισσότερα δικαιώματα στην εργασία, στην κοινωνία, στη ζωή. Αλλά κουράζει πια αυτή η λέξη. Εγώ τη μια στιγμή νιώθω ίση με όλους τους ανθρώπους και την άλλη, μόλις λίγο νομίσω πως με αδικούν, θυμώνω και τα βάζω με τη φύση που μ’ έκανε γυναίκα. Λάθος μου. Κερδισμένη βγήκα! Κι απ’ τον ανταγωνισμό μου με τους άντρες, πάλι κερδισμένη βγήκα! Άσε που τους θαυμάζω απεριόριστα! Μου έχουν χαρίσει τόσες συγκινήσεις! Να’ χω να διηγούμαι!
Και πότισεν αυταίς μέλαινα χολή: Η μέλαινα χολή, εξ’ ου και μελαγχολία είναι η πικρίλα στο στόμα. Αυτή η στιφάδα που νοιώθουν κάποιοι άνθρωποι γιατί τους αδίκησαν. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με τρεις γυναίκες που έφτασαν στο φόνο, γιατί από τη στιγμή που γεννήθηκαν, πράγματι αδικήθηκαν. Χωρίς το περιθώριο να βρουν κάπου παρηγοριά. Δεν τα κατάφεραν να ξεφύγουν. Δεν είχαν τη δύναμη και τη γνώση. Κι έτσι σήκωσαν το χέρι και σκότωσαν. Και τιμωρήθηκαν. Κι αφού εξέτισαν ένα μεγάλο μέρος της ποινής τους, βγαίνουν τώρα από τη φυλακή, ανθρώπινα ράκη. Διηγούνται η μία στην άλλη την ιστορία τους για πρώτη φορά, αναζητώντας μια λύτρωση. Θα την κερδίσουν; Άγνωστο.
Λύτρωση: Τι είναι η λύτρωση; Όταν κάποιος που σ’ ακούει προσεκτικά, κοιτώντας σε ίσια στα μάτια, κάνει τα δικά σου μάτια να γεμίσουν επιτέλους δάκρυα, ένα «αχ!» να βγει μέσα από τα βάθη της ψυχής σου και τότε να αισθανθείς πως δεν είσαι μόνη, ολομόναχη, ότι υπήρξε ένας συνάνθρωπος που δεν βαρέθηκε, δεν κουράστηκε αλλά νοιάστηκε για την μικρή ζωούλα σου και σου χάρισε για λίγο έστω, την αγάπη του…
Μικρός Κεραμεικός: Μια θεατρική φωλιά που αγκαλιάζει με πάθος θέατρο και μουσική. Ο Βασίλης Κωνσταντουλάκης είναι απ’ τους ευφυέστερους άντρες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Είναι από εκείνο το είδος των ανθρώπων – δεν είναι πολλοί, πιστέψτε με – που ότι κι αν διηγηθεί γίνεται ενδιαφέρον. Τον χαζεύω. Λάμπουν τα μάτια του. Κουνιούνται τα χέρια του με χάρη. Και η μια ιστορία διαδέχεται την άλλη. Τον λέω Βασίλης ο Χαλιμάς!
Νέα γενιά ηθοποιών: Εντάξει. Υπάρχουν και πολύ καλοί, υπάρχουν και μέτριοι, υπάρχουν και κακοί. Τώρα μορφώνονται περισσότερο απ’ όσο παλιά. Όμως τυποποιούνται κιόλας. Βλέπω παιδιά που τονίζουν τις φράσεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μ’ αυτόν των πρωταγωνιστών της τηλεόρασης. Μ’ αρέσει όμως που ασχολούνται με το θέατρο. Το θέατρο είναι ψυχοθεραπεία.
Ξένο ή ελληνικό ρεπερτόριο: Ξένο ή ελληνικό το έργο, αυτό που έχει σημασία είναι – γίνομαι πληκτική; – να συγκινεί! Αυτά τα «άσε με να το σκεφτώ» τ’ ακούω βερεσέ! Η τέχνη πρέπει να σ’ αρπάζει απ’ τα μαλλιά!
Ουτοπία: Τι ωραία που είναι η ουτοπία! Ένας φανταστικός κόσμος, όμορφος, σχεδόν Διονυσιακός! Θυμάμαι κάτι ξημερώματα στην πλατεία Κολωνακίου, ύστερα από ολονύχτιες κουβέντες με τον Γιώργο τον Κούνδουρο, τον Βασίλη τον Διαμαντόπουλο κι άλλους πολλούς, που πλάθαμε φανταστικά ταξίδια και προσπαθούσε ο καθένας από μας να προτείνει μια ακόμη μεγαλύτερη ομορφιά σε κάποιο άγνωστο νησί εκεί όπου ο έρωτας θα μας απογείωνε μια για πάντα!
Poetry cabaret: Το Poetry cabaret, είναι το πάντρεμα της σκοτεινής ποίησης με τη σκοτεινή μουσική. Τέσσερα όμορφα και ταλαντούχα κορίτσια, παίζουν μουσικά όργανα, τραγουδούν, χορεύουν, απαγγέλουν και μεταδίδουν σπάνιες ψυχικές δονήσεις. Αξίζει να το απολαύσετε!
Ρατσισμός: Εγώ δεν μπορώ να μιλήσω για ρατσισμό γιατί μεγάλωσα σε μια χώρα, την Αίγυπτο, με όλες τις φυλές του Ισραήλ, που ούτε μου περνούσε απ’ το μυαλό αυτή η λέξη και τώρα ζω στην πιο υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας, τον Άγιο Παντελεήμονα, στην Αχαρνών και ειρηνικά συνυπάρχω με Πακιστανούς, Μπαγκλαντεσιανούς, Αιγύπτιους χωρίς ποτέ να διανοηθώ να τους δω ως κατώτερους. Άλλωστε , με αποκαλούν τόσο γλυκά «μάμα» που τι ρατσισμό να νιώσω; Ο Ριφάτ από το Μπαγκλαντές που έχει δίπλα στο σπίτι μου το πλυντήριο ρούχων κι ονειρεύεται να κάνει κάποτε αλυσίδα πλυντηρίων, μόλις με δει να σηκώνω βαριές σακούλες από το σούπερ μάρκετ, τρέχει να με βοηθήσει μ’ ένα χαμόγελο απ’ το ένα αυτί ως το άλλο!
Σκηνοθεσία: Είναι ένα μοτίβο που το επαναλαμβάνω συνέχεια: «Ο ηθοποιός οφείλει να είναι και σκηνοθέτης» Τεράστια κουβέντα και θα σας κουράσω αν αρχίσω να μιλάω γι’ αυτό. Αλλά βλέπετε οι φέροντες τον τίτλο του σκηνοθέτη, θαρρούν πως τους ευλόγησε ένας ιδιαίτερος θεός του θεάτρου κι έχουν το δικαίωμα να βασανίζουν, να καταπιέζουν, να υποτιμούν τον ηθοποιό γιατί δεν είναι σε θέση να καταλάβει τη μεγαλοφυή έμπνευσή τους. Υπάρχουν απίστευτες ιστορίες στο θέατρο όπου οι ηθοποιοί έτρωγαν ακόμα και ξύλο – τι; Λέω ψέματα; – γιατί δεν απέδιδαν αυτό που ο μετρ απαιτούσε…
Τρόμος: Εγώ διακατέχομαι από πολλούς τρόμους. Ξέρω πως, ίσως να τους κατασκευάζω για να γεμίζω με αδρεναλίνη πληκτικές στιγμές της ζωής μου. Άλλωστε, αυτό δεν προσπαθούν να πετύχουν και οι ταινίες τρόμου; Για θυμηθείτε την περίφημη σκηνή της μπανιέρας στο «Ψυχώ»! Ο φοβερός Χίτσκοκ δεν ξεπεράστηκε από κανέναν άλλον σκηνοθέτη ταινιών τρόμου! Κι εκείνη η μουσική να σου τρυπάει το τύμπανο!
Υπέρβαση: Ωραία η υπέρβαση! Να υπερβαίνεις τα όρια! Να φτάνεις ως το χείλος του γκρεμού κι εκεί να φρενάρεις, όχι για να σωθείς αλλά για να ξανακάνεις άλλη μια φορά την υπέρβαση.
Φόνοι: Θα πρέπει σίγουρα να περιέχει μια ηδονή ο φόνος. Πολύ θα’ θελα να μπω στο μυαλό ενός δολοφόνου τη στιγμή που σκοτώνει, να δω τι γεύεται, ξεχνώντας φυσικά τη χριστιανική ηθική. Φαντάζομαι θα πρόκειται για μια φωτιά που ανάβει μέσα στο σώμα αυτού που φέρει το μαχαίρι, το πιστόλι ή όποιο άλλο αντικείμενο χρησιμοποιεί εκείνη τη στιγμή για να σκοτώσει.
Χάος: Όταν ήμουν πολύ μικρή είδα την ταινία “Ο λάκκος με τα φίδια” με την Ολίβια ντε Χάβιλαντ που διαδραματιζόταν σ’ ένα φρενοκομείο κι εκεί η ηρωίδα έβλεπε τη ζωή της σαν ένα βαθύ πηγάδι που βαθιά στον πάτο του υπήρχαν άπειρα φίδια. Την νύχτα ανέβασα πυρετό. Η μητέρα μου που δεν ήξερε πως στο σινεμά με είχε πάει η νταντά μου χωρίς να ξέρει κι αυτή τι ταινία παιζόταν, προσπαθούσε να καταλάβει γιατί είχα πυρετό. Κι εγώ για να την καθησυχάσω της είπα: «Μαμά μη στενοχωριέσαι. Θα μου περάσει. Είναι που απόψε είδα το χάος…»
Ψυχή: Εννοείται φυσικά τον εγκέφαλο. Γιατί τι άλλο;
Ωραίες παραστάσεις: Ο ‘’Ηλίθιος’’ του Ντοστογιέφσκι ανεβασμένος απ’ τον Στάθη Λιβαθινό. Ο ‘’Πατέρας’’, η παράσταση που έστησε αριστοτεχνικά ο Μπισμπίκης.
Η επιστροφή της Βετούρια
Κείμενο: Αγγελική Γαρίδη
Σκηνοθεσία: Μαίη Σεβαστοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Όλια Ησαΐα
Βοηθός σκηνοθέτη: Βάσια Καρβέλη
Συνεργάτης σκηνοθέτης: Νίκος Αναστασόπουλος
Σκηνικά – κοστούμι: Μαρία Καλακώνα
Μουσική επιμέλεια: Βασίλης Κωνσταντουλάκης
Φώτα – ήχος: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Φωτογραφίες παράστασης: Μιχάλης Βαρουξής
Ερμηνεία:
Πόπη Βαρουξή
Παραστάσεις: 27/9, 4/10, 11/10, 18/10, Ώρα 8 μ.μ.
Οι Piano Fatal παρουσιάζουν Poetry Cabaret
Παίζουν και τραγουδούν:
Jo Soul (Γεωργία Αχιλλεοπούλου)(τραγούδι)
Λουκία Γκαρδιακού (Ακορντεόν – Τραγούδι)
Αγγελική Δέλλα (Πιάνο – τραγούδι)
Βιργινία Μιχαήλ (Απαγγελία)
Σύνθεση κειμένων – σκηνοθεσία: Μαίη Σεβαστοπούλου
Διασκευή – προσαρμογή τραγουδιών: Αγγελική Δέλλα
Χορογραφίες: Μυρτώ Δελημιχάλη
Φωτογραφίες: Λήδα Παπαδοπούλου
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Από τέλος Οκτωβρίου για οκτώ παραστάσεις.
Και πότισεν αυταίς μέλαινα χολή
Κείμενο-σκηνοθεσία: Μαίη Σεβαστοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαρία Τσαγκλή
Μουσική Σύνθεση: Αγγελική Δέλλα
Εκτέλεση Μουσικής: Αγγελική Δέλλα, Λουκία Γκαρδιακού, Βασίλης Κωνσταντινάκος
Φωτογραφίες παράστασης: Χρήστος Συριώτης
Παίζουν:
Κλεοπάτρα Ροντήρη, Μαίη Σεβαστοπούλου, Μαίρη Χήναρη
Από 21 Οκτωβρίου ημέρα Δευτέρα στις 7 και για 8 Δευτέρες.
Σχόλια για αυτό το άρθρο