Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται τη συνάντηση που είχε με το μεγάλο ζωγράφο και δάσκαλο, λίγα χρόνια πριν περάσει για πάντα στην αιωνιότητα, στις 20 Ιουλίου 1989
Σαν τις μύγες πάνω από το μέλι έχουμε περικυκλώσει τον Γιάννη Τσαρούχη και τον παρακολουθούμε να ζωγραφίζει αγγέλους σε ένα χαρτόνι, μετά να κόβει το περίγραμμα με ένα ψαλίδι, να κάνει μια τρύπα στην κορυφή, να περνάει μια κλωστή και να τους κρατάει στον αέρα. “Σε ποιον δεν έχω δώσει;” ρωτάει και γίνεται χαμός. “Σε μένα Γιάννη! Σε μένα Γιάννη!”
Είναι ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου, είναι αρχές της δεκαετίας του ΄80 κι εγώ βρίσκομαι στο σπίτι του Γιώργου Χρονά, στην οδό Αριστονίκου, κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο. Το σπίτι είναι μια μικρή μονοκατοικία, δεν χωράμε όλοι μέσα στο δωμάτιο, έτσι μερικοί στέκονται απ΄έξω, μπροστά στην πόρτα και στα ανοιχτά παράθυρα, “οι κατηχούμενοι”, όπως είπε πολύ εύστοχα κάποιος. Από εκεί παρακολουθούν τα τεκταινόμενα.
Το τηλεφώνημα του Χρονά σήμανε συναγερμό για την παρέα μας: “Το απόγευμα ο Τσαρούχης θα είναι σπίτι μου! Όσοι πιστοί προσέλθετε!” Μαζευτήκαμε λοιπόν καμιά δεκαριά νέα παιδιά, να δούμε από κοντά τον ζωγράφο, τον γκουρού, τον δάσκαλο. Ο Χρονάς είναι ο αγαπημένος του μαθητής και ο ήρωας της παρέας μας γιατί έχει εκδώσει με δικά του έξοδα τις ποιητικές του συλλογές. Ξέρουμε ότι κάθε πρωί που ξυπνάει, βάζει σε μια στρατιωτική τσάντα τα βιβλία του, γυρνάει με τα πόδια σε όλη την Αθήνα και δεν επιστρέφει σπίτι αν δεν τα έχει πουλήσει όλα! Πώς νομίζετε ότι δημιούργησε τις “Εκδόσεις Οδός Πανός”, με τα λεφτά του πατέρα του;
Ο χορός των αγγελοφάγων ανοίγει, πλησιάζω τον Τσαρούχη, δεν μπορώ να τον χαιρετήσω με χειραψία, τα χέρια του είναι απασχολημένα συνέχεια, του λέω το ονοματεπώνυμό μου. “Παυριανός λέγεστε; Υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι “Του Μαυριανού και της αδελφής του”. Το έχετε υπ΄όψιν σας;” Αρχίζει να απαγγέλλει: ” Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός κι ο Μικροκωνσταντίνος, αντάμα πίναν κι έτρωγαν στου πλάτανου τη ρίζα…” Όλοι γελάνε εκτός από μένα που νομίζω ότι με το “της αδελφής του” θέλει να με ειρωνευτεί. Με κοιτάζει λοξά, βλέπει πως δεν γελάω, αλλάζει κουβέντα και με ρωτάει τι δουλειά κάνω. “Ραδιοσκηνοθέτης στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι” του λέω με υπερηφάνεια. ” Θα ήθελα κι εγώ να κάνω μια εκπομπή στο ραδιόφωνο” λέει και ξαναρχίζει να ζωγραφίζει. “Για τη ζωγραφική; Θέλετε να το πω στον Χατζιδάκι; Θα ενθουσιαστεί!” “Όχι, όχι για τη ζωγραφική. Θέλω να κάνω μια εκπομπή για τις νοικοκυρές, πώς να πλένουν τα πιάτα χωρίς να σπαταλάνε πολύ νερό. Ξέρετε πόσο νερό πηγαίνει χαμένο από τις νοικοκυρές που ξεχνιούνται και αφήνουν τη βρύση να τρέχει;”
Μιλάει γρήγορα, με ένα ελαφρύ τσέβδισμα, σαν Γάλλος που μιλάει ελληνικά και η σιγανή φωνή του σε αναγκάζει να σκύψεις για να τον ακούσεις. “Πάντως, το πλύσιμο των πιάτων είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία για άντρες και γυναίκες. Όταν έχεις τελειώσει, νομίζεις ότι μαζί με τα πιάτα καθάρισε και το μυαλό σου.” αποφαίνεται. Τα χέρια του δουλεύουν γρήγορα και επιδέξια και σε λίγο άλλος ένας άγγελος είναι έτοιμος. “Ποιος δεν έχει πάρει;” ρωτάει και με κοιτάει στα μάτια. “Εσύ δεν θέλεις έναν άγγελο;” “Θέλω πολύ, αλλά ντρέπομαι να σας το ζητήσω.” “Άμα δεν ζητήσεις, δεν θα λάβεις! Πώς το είπε ο Χριστός; “Αιτείτε και δοθήσεται υμίν”, ζητείτε και θα σας δοθεί!” και δίνει τον άγγελο σε έναν που έχει απλώσει το χέρι του από το παράθυρο. “Δάσκαλε πρέπει να πληρώσω;” τον ρωτάει. “Όχι είναι δωρεάν, αλλά να θυμάσαι, το δωρεάν είναι το πιο ακριβό από όλα!” του απαντάει και ξαναρχίζει να ζωγραφίζει.
“Γιάννη, είδες την παράσταση των “Τρωάδων” στο Ηρώδειο, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη;” τον ρωτάει κάποιος. Ο Τσαρούχης είχε σκηνοθετήσει το ίδιο έργο με την Σμάρω Στεφανίδου και την Σαπφώ Νοταρά. ” Η δική μου παράσταση ήταν η περίληψη αυτής που είδα!’ απαντάει και όλοι γελάμε. Τη θυμόμουν αυτή την παράσταση, σε ένα πάρκινγκ της οδού Καπλανών 6. Θυμόμουν ακόμα και την ημερομηνία που την είχα δει, ήταν 16 Σεπτεμβρίου 1977. Λίγο πριν αρχίσει, βγήκε ο Τσαρούχης στη σκηνή και είπε: “Mε συντριβή σας αναγγέλλω το θάνατο της Μαρίας Κάλλας. Ήταν μια θεά και θα μείνει ένα αιώνιο σύμβολο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ πως η Λυρική Σκηνή των Αθηνών, την βρήκε ανεπαρκή και την έδιωξε. Η σημερινή παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη της”.
Είχε συνεργαστεί με την Κάλλας στη “Μήδεια” του Κερουμπίνι, που είχε ανέβει στην Επίδαυρο. Είχε αναλάβει τα κοστούμια και κάποια στιγμή στην πρόβα, η Μαρία Kάλλας κουρασμένη, γυρνάει και λέει στον μαέστρο: “Non posso maestro, non posso piu! Δεν μπορώ μαέστρο, δεν μπορώ άλλο!” Και τότε ο Τσαρούχης από κάτω, που έραβε το κοστούμι της, κατέβασε τα γυαλιά του και είπε μέσα από τα δόντια του: “Μη σώσεις και πόσεις κυρά μου, μη σώσεις και πόσεις!”
Μιας και η κουβέντα έχει έρθει στις Τρωάδες, τον τσιγκλάνε όλοι να αφηγηθεί ένα περιστατικό με τις δύο πρωταγωνίστριες. Η Σαπφώ Νοταρά, κάποια στιγμή λέει στην Εκάβη-Σμάρω Στεφανίδου: “Σήκω απ΄το στρώμα σου γριά!” Η φιλάρεσκη Σμάρω, για να μην ακουστεί το “γριά”, άρχιζε ένα θρήνο “Αααα!” και το κάλυπτε. Μια, δυο, τρεις, η Σαπφώ αποφάσισε να την τιμωρήσει. Ξεκίναγε λοιπόν με τη φράση “Σήκω από το στρώμα σου…”, έκανε παύση, η Σμάρω άρχιζε τα “Αααα!” , την περίμενε να τελειώσει και μετά την κατακεραύνωνε με ένα τρανταχτό “γριά!’.
“Αυτές δεν ήταν πρωταγωνίστριες, ήταν πρωτογαμίστριες!” σχολίασε γελώντας ο Τσαρούχης με ακόμα έναν ακόμη άγγελο στα χέρια.
Ο Χρονάς, που τον έχουν ζώσει τα φίδια ότι δεν θα μείνει άγγελος για εκείνον, βάζει τις φωνές: “Παιδιά, αφήστε ήσυχο τον Γιάννη να σχεδιάσει και κάτι για μένα” και βάζει μπροστά στον Τσαρούχη ένα χαρτόνι. “Α, μάλιστα, ήρθε η ώρα της γκανιότας!” χαμογελάει ο Τσαρούχης και σκύβει πάνω από το χαρτόνι. Μια νεκρική σιγή πέφτει μέσα στο δωμάτιο. Παρακολουθούμε όλοι με θρησκευτική ευλάβεια να μετατρέπει το άσπρο χαρτόνι σε έργο τέχνης. Όταν τελειώνει, το υπογράφει, το σηκώνει ψηλά και το δείχνει, όλοι χειροκροτάμε, μετά το δίνει στο Χρονά. “Πάρτο!” του λέει. “Να του βάλεις και μια ωραία κορνίζα, γιατί η κορνίζα είναι η ρουφιάνα του πίνακα!”.
Μαζεύει τα σύνεργά του, “Κουράστηκα” λέει “Αρκετά δουλέψαμε και σήμερα, το βγάλαμε το μεροκάματο!”. “Δουλεύετε πολύ σκληρά” του λέω. Στέκεται για μια στιγμή, με κοιτάζει, μετά αναστενάζει δραματικά. “Ξέρεις Παυριανέ, οι άνθρωποι δεν περίμεναν τίποτα από εμένα, με θεωρούσαν κατώτερο ον, αρχίζοντας από τους συγγενείς μου και τελειώνοντας στους ελάχιστους φίλους μου. Ίσως αυτή η περιφρόνηση με αναγκάζει να δουλεύω τόσο σκληρά” ” Μα πως μπορείτε να το λέτε αυτό; Είστε σπουδαίος, είστε μεγάλος ζωγράφος!” Χαμογελάει πικρά και μου δείχνει τη νεανική παρέα γύρω του. “Βλέπεις πόσα λεφτά έβγαλε σήμερα ο μεγάλος ζωγράφος! Ούτε ένα πιάτο φαΐ !” Ο Χρονάς καταλαβαίνει για ποιον χτυπάει η καμπάνα και επεμβαίνει: “Θα πάμε να φάμε τώρα. Θα σου κάνω το τραπέζι.” λέει και μετά κοιτάει όλη την παρέα, “Όποιος θέλει να έρθει μαζί μας θα πληρώσει το φαΐ του!” διευκρινίζει.
Οι ναύτες ήταν το αγαπημένο του θέμα. Δεξιά, ο Τάσος Μελετόπουλος
Αποφασίσαμε να πάμε στη ταβέρνα του Μάνεση που ήταν κοντά. Στο δρόμο ανοίγουμε μια κουβέντα για τα κρέατα και για τις βλαβερές συνέπειες που έχουν όχι μόνο στον οργανισμό αλλά και στην ψυχολογία μας. “Να αποφεύγετε το κρέας. Περιέχει τοξίνες από την αγωνία του ζώου όταν το σφάζουν. Ξυπνάει τα πιο ταπεινά ένστικτα. Άσε που κάνετε πλούσιους και τους καπιταλιστές που το πουλάνε. Να τρώτε λαχανικά.” “Έτσι όμως θα κάνουμε καπιταλιστές αυτούς που πουλάνε λαχανικά!” πετάγομαι εγώ και όλοι με κοιτούν έκπληκτοι για το θράσος μου να διακόψω το δάσκαλο. Ευτυχώς είχαμε φτάσει στην ταβέρνα.
Έρχεται το γκαρσόνι για να πάρει τις παραγγελίες, ρωτάει τον Τσαρούχη “Τι θα πάρετε;” “Σουτζουκάκια έχετε;” τον ακούω να λέει. “Μα τώρα, πριν λίγο, λέγατε για το κρέας που…” τολμώ να ψελλίσω. “Άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη!” μου απάντησε χαμογελώντας πονηρά και παράγγειλε σουτζουκάκια με πουρέ!
Ενώ τρώμε, ένας από την παρέα, του λέει πως είναι ομοφυλόφιλος και θέλει να το πει στους γονείς του. Ο Τσαρούχης διαφωνεί. “Μην μπλέκετε τους συγγενείς σε τέτοια θέματα. Όσο ανοιχτόμυαλοι και αν είναι, δεν θα σας καταλάβουν. Έτσι κι αλλιώς στην ομοφυλοφιλία, υπάρχουν πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται και πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται. Κρατήστε χαμηλούς τόνους, είναι σαν την ελεημοσύνη, μη γνώτω η δεξιά τι ποιεί η αριστερά” ” Μα έτσι θα ζούμε; Κρυμμένοι και κυνηγημένοι;” “Μην μπερδεύεστε. Η ελληνική ομοφυλοφιλία είναι διαφορετική από την αγγλική ή τη γαλλική. Οι ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα είναι ευαίσθητοι και πρόσφεραν στέρεες πολιτιστικές και αισθητικές βάσεις γιατί ήταν άνθρωποι που διώκονταν και μετρούσαν τα λόγια τους. Οι άλλοι ήταν βέβαιοι και δεν έκαναν τίποτα”.
Φάγαμε, ήπιαμε, η ορχήστρα του μαγαζιού έπαιζε ρεμπέτικα, κάποια στιγμή, μετά από πολλές παρακλήσεις, σηκώθηκε και χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο. “Ωραία χορεύετε” του λέω. “Μμμμ! σαν την μπαλαρίνα την Ουλάνοβα!” απαντάει και μετά κατευθύνεται στις τουαλέτες. Σαν να δόθηκε ένα αόρατο σύνθημα, ήρθε στο πι και φι ο λογαριασμός, πληρώσαμε, φύγαμε από την ταβέρνα, ο Χρονάς τον έβαλε σε ένα ταξί, μας αποχαιρέτησε και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Αχ! δάσκαλε, δάσκαλε! Έπρεπε να σου είχα ζητήσει τότε έναν άγγελο, να τον έχω τώρα για να με φυλάει. Γιατί από τους σύγχρονους αγγέλους, ότι κι αν έχω ζητήσει, τίποτε δεν “δοθήσεται υμίν” και ας το λέει ο Χριστός…
Σχόλια για αυτό το άρθρο