Αποτελεί το χειρότερο ναυάγιο της ιστορίας των ακτών της Β. Αμερικής στον Ειρηνικό Ωκεανό. 364 άνθρωποι χάθηκαν και σώθηκε μόνο ένα σκυλάκι, ένα σέτερ, που βρέθηκε στη στεριά. Το SS Princess Sophia ήταν ένα ατσάλινο επιβατηγό πλοίο που βυθίστηκε αύτανδρο τον Οκτώβριο του 1918 στις ακτές του δυτικού Καναδά. Αν και κατασκευασμένο για να πλέει στα πιο ήρεμα παραλιακά νερά και να συνδέει τις απομονωμένες κοινότητες της περιοχής με τον έξω κόσμο, θεωρούνταν αρκετά ισχυρό για να αντιμετωπίσει τον ανοιχτό ωκεανό. Πολυτελές, ιδίως για τους επιβάτες της πρώτης θέσης, ήταν ένα “κρουαζιερόπλοιο τσέπης”.
Για μήνες μετά το ναυάγιο ξεβράζονταν πτώματα ακόμα και σε απόσταση 50 χλμ βόρεια και νότια από τον δολοφονικό ύφαλο, μαζί με παιδικά παιχνίδια και άλλα υπάρχοντα των επιβαινόντων. Ανάμεσα τους και του Γουόλτερ Χάρπερ που πρώτος είχε πατήσει την κορυφή του Ντενάλι, του υψηλότερου βουνού της Β. Αμερικής. Πολλά πτώματα βρέθηκαν μέσα στις καμπίνες του πλοίου.
Στις τσέπες ενός από τους πνιγμένους, του Τζακ Μάσκελ, βρέθηκε το ακόλουθο γράμμα που αναδημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες της εποχής:
“Ναυαγισμένος στις ακτές της Αλάσκας
S.S. Princess Sophia
24 Οκτωβρίου 1918
Αγαπημένη μου καρδούλα,
Σου γράφω αυτό το γράμμα κοριτσάκι μου ενώ το πλοίο μας βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Χθες το βράδυ χτυπήσαμε ένα βράχο και πολλοί έπεσαν από τις κουκέτες τους, γυναίκες βγήκαν στους διαδρόμους με τα νυχτικά τους, πολλές έκλαιγαν, μερικές πολύ αδύναμες για να κουνηθούν. Οι σωσίβιες λέμβοι ετοιμάστηκαν αμέσως αλλά με την καταιγίδα θα ήταν τρέλα να τις χρησιμοποιήσουμε ενώ ακόμη υπήρχε ελπίδα πάνω στο πλοίο. Τα κοντινά πλοία ειδοποιήθηκαν μέσω ασυρμάτου και μετά από τρεις ώρες έφτασε το πρώτο αλλά δεν μπόρεσε να πλησιάσει καθώς μαινόταν η καταιγίδα και το εμπόδιζε ο βράχος που πάνω του βρισκόμαστε. Τώρα μας έχουν πλησιάσει επτά πλοία. Με την άμπωτη, τα δύο τρίτα του πλοίου μας βγήκαν στην επιφάνεια και τα νερά που είχαν μπει αποστραγγίστηκαν. Περιμένουμε να σβήσουν τα φώτα όπου να ‘ναι, μαζί με τις φωτιές.
Το πλοίο μπορεί να διαλυθεί γιατί τα κύματα είναι τεράστια και κάνουν απαίσιο θόρυβο. Δεν επιτρέπεται να κοιμηθούμε αλλά, αγαπημένη μου Ντόρι, θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα. Χτυπήσαμε τον ύφαλο εν μέσω μιας τρομακτικής χιονοθύελλας. Υπήρχε μια μεγάλη σημαδούρα για να τον αποφύγουμε αλλά ο καπετάνιος μας οδήγησε από τη μεριά της στεριάς και όχι προς τ’ ανοιχτά του καναλιού. Αυτή είναι η διαθήκη μου, την έγραψα σήμερα το πρωί, αφήνω τα πάντα σ’ εσένα, την αληθινή μου αγάπη. Θέλω να δώσεις 100 λίρες στην αγαπημένη μου μητέρα, 100 λίρες στον αγαπημένο μου πατέρα, 100 στον μικρούλη Τζακ και το υπόλοιπον της περιουσίας μου (περίπου 300 λίρες) να το κρατήσεις εσύ αγάπη μου”.













































Σχόλια για αυτό το άρθρο