Για μήνες μετά το ναυάγιο ξεβράζονταν πτώματα ακόμα και σε απόσταση 50 χλμ βόρεια και νότια από το δολοφονικό ύφαλο, μαζί με παιδικά παιχνίδια και άλλα υπάρχοντα των επιβαινόντων
Αποτελεί το χειρότερο ναυάγιο της ιστορίας των ακτών της Β. Αμερικής στον Ειρηνικό Ωκεανό. 364 άνθρωποι χάθηκαν και σώθηκε μόνο ένα σκυλάκι, ένα σέτερ, που βρέθηκε στη στεριά. Το SS Princess Sophia ήταν ένα ατσάλινο επιβατηγό πλοίο που βυθίστηκε αύτανδρο τον Οκτώβριο του 1918 στις ακτές του δυτικού Καναδά. Αν και κατασκευασμένο για να πλέει στα πιο ήρεμα παραλιακά νερά και να συνδέει τις απομονωμένες κοινότητες της περιοχής με τον έξω κόσμο, θεωρούνταν αρκετά ισχυρό για να αντιμετωπίσει τον ανοιχτό ωκεανό. Πολυτελές, ιδίως για τους επιβάτες της πρώτης θέσης, ήταν ένα “κρουαζιερόπλοιο τσέπης”.
Στις 23 Οκτωβρίου του 1918 άρχισε το τελευταίο ταξίδι του με 75 άτομα πλήρωμα και 268 επιβάτες εκ των οποίων 50 γυναίκες και παιδιά. Καθώς “κατέβαινε” το Κανάλι Λιν αντιμετώπισε ισχυρή χιονοθύελλα. Ο καπετάνιος επιτάχυνε για να βγει στην ανοιχτή θάλασσα. Η ορατότητα ήταν τόσο περιορισμένη που για να καταλάβουν την απόσταση από τις ακτές χρησιμοποίησαν την κόρνα του πλοίου υπολογίζοντας πόσα λεπτά μετά θα άκουγαν την ηχώ της.
Στις δύο το βράδυ χτύπησε έναν ύφαλο, εξώκειλε και αμέσως εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Στις έξι τα ξημερώματα με την παλίρροια στο υψηλότερο σημείο το πλοίο ήταν ακόμη “κολλημένο” στον ύφαλο. Στο μεταξύ ένας στολίσκος ρυμουλκών και ψαράδικων κατευθυνόταν προς το κρουαζιερόπλοιο. Ο καπετάνιος έλπιζε ότι η υψηλότερη στάθμη των νερών θα βοηθούσε ν’ απαγκιστρωθεί από το βράχο, ενώ σχεδίες που θα παραλάμβαναν τους επιβάτες θα αντιμετώπιζαν θανάσιμο κίνδυνο. Τα άλλα πλοιάρια παρέμεναν κοντά στο μεγαλύτερο περιμένοντας να καλυτερέψει ο καιρός, όμως αυτό δεν έγινε. Από την τρύπα που είχε δημιουργηθεί στο πλοίο περίπου ένας τόνος νερού μπαινόβγαινε με την παλίρροια και την άμπωτη.
Ο καπετάνιος του πλοίου έχοντας αυτοπεποίθηση για το πλοίο που είχε κατασκευαστεί για να αντέχει σε δύσκολες συνθήκες, παρακίνησε τα μικρότερα σκάφη από το μεγάφωνο να βρουν ασφαλές καταφύγιο. Δύο μέρες μετά το πλοίο παρέμενε στη δύσκολη αυτή θέση αλλά οι άνεμοι έγιναν θυελλώδεις. Τα άλλα πλοία αποσύρθηκαν για να βρουν καταφύγιο.
Στις 5 το απόγευμα ήρθε μήνυμα στον ασύρματο “Για όνομα του Θεού ελάτε, το νερό μπαίνει μέσα στο δωμάτιο” αλλά η μπαταρία τελείωνε. “Συνεχίστε να επικοινωνείτε εσείς για να ξέρω ότι έρχεστε”. Ήταν το τελευταίο μήνυμα. Τα πλοιάρια αντιμετώπιζαν τόσο άγριο καιρό που σε απόσταση 500 μέτρων ένας παραπλήσιος φάρος δεν φαίνονταν. Εικάζεται ότι τα μεγάλα κύματα που σηκώθηκαν ξεκόλλησαν τελικά το Πριγκίπισσα Σοφία, το έσυραν πάνω στο βράχο ανοίγοντας μεγαλύτερη τρύπα και καθώς βγήκε σε βαθύτερα νερά βυθίστηκε, διαδικασία που υπολογίζεται ότι κράτησε μια ώρα ενώ φαίνεται ότι ο βραστήρας του καυσίμου εξερράγη. Το επόμενο πρωί χιόνιζε ακόμη αλλά οι άνεμοι είχαν πέσει. Τα σωστικά που πλησίασαν στο σημείο είδαν μόνο το κύριο κατάρτι του πλοίου να προεξέχει και κανένα επιζώντα, μόνο πτώματα να επιπλέουν.
Για μήνες μετά το ναυάγιο ξεβράζονταν πτώματα ακόμα και σε απόσταση 50 χλμ βόρεια και νότια από τον δολοφονικό ύφαλο, μαζί με παιδικά παιχνίδια και άλλα υπάρχοντα των επιβαινόντων. Ανάμεσα τους και του Γουόλτερ Χάρπερ που πρώτος είχε πατήσει την κορυφή του Ντενάλι, του υψηλότερου βουνού της Β. Αμερικής. Πολλά πτώματα βρέθηκαν μέσα στις καμπίνες του πλοίου.
Στις τσέπες ενός από τους πνιγμένους, του Τζακ Μάσκελ, βρέθηκε το ακόλουθο γράμμα που αναδημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες της εποχής:
“Ναυαγισμένος στις ακτές της Αλάσκας
S.S. Princess Sophia
24 Οκτωβρίου 1918
Αγαπημένη μου καρδούλα,
Σου γράφω αυτό το γράμμα κοριτσάκι μου ενώ το πλοίο μας βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Χθες το βράδυ χτυπήσαμε ένα βράχο και πολλοί έπεσαν από τις κουκέτες τους, γυναίκες βγήκαν στους διαδρόμους με τα νυχτικά τους, πολλές έκλαιγαν, μερικές πολύ αδύναμες για να κουνηθούν. Οι σωσίβιες λέμβοι ετοιμάστηκαν αμέσως αλλά με την καταιγίδα θα ήταν τρέλα να τις χρησιμοποιήσουμε ενώ ακόμη υπήρχε ελπίδα πάνω στο πλοίο. Τα κοντινά πλοία ειδοποιήθηκαν μέσω ασυρμάτου και μετά από τρεις ώρες έφτασε το πρώτο αλλά δεν μπόρεσε να πλησιάσει καθώς μαινόταν η καταιγίδα και το εμπόδιζε ο βράχος που πάνω του βρισκόμαστε. Τώρα μας έχουν πλησιάσει επτά πλοία. Με την άμπωτη, τα δύο τρίτα του πλοίου μας βγήκαν στην επιφάνεια και τα νερά που είχαν μπει αποστραγγίστηκαν. Περιμένουμε να σβήσουν τα φώτα όπου να ‘ναι, μαζί με τις φωτιές.
Το πλοίο μπορεί να διαλυθεί γιατί τα κύματα είναι τεράστια και κάνουν απαίσιο θόρυβο. Δεν επιτρέπεται να κοιμηθούμε αλλά, αγαπημένη μου Ντόρι, θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα. Χτυπήσαμε τον ύφαλο εν μέσω μιας τρομακτικής χιονοθύελλας. Υπήρχε μια μεγάλη σημαδούρα για να τον αποφύγουμε αλλά ο καπετάνιος μας οδήγησε από τη μεριά της στεριάς και όχι προς τ’ ανοιχτά του καναλιού. Αυτή είναι η διαθήκη μου, την έγραψα σήμερα το πρωί, αφήνω τα πάντα σ’ εσένα, την αληθινή μου αγάπη. Θέλω να δώσεις 100 λίρες στην αγαπημένη μου μητέρα, 100 λίρες στον αγαπημένο μου πατέρα, 100 στον μικρούλη Τζακ και το υπόλοιπον της περιουσίας μου (περίπου 300 λίρες) να το κρατήσεις εσύ αγάπη μου”.
Σχόλια για αυτό το άρθρο