Είναι καλοκαίρι του 1975, είναι μεσημέρι, είμαι 20 χρονών και τρώω στο εστιατόριο “Του παππού”, στο Κουκάκι. Είναι το πιο καλό και φτηνό εστιατόριο στην περιοχή, ο παππούς φτιάχνει καταπληκτικό μοσχάρι λεμονάτο, αλλά και πατσά και γεμιστά και φασολάδα και όλα τα καλά. Οι τιμές του είναι χαμηλές, οι μερίδες μεγάλες, έτσι όλοι εμείς οι φοιτητές της Παντείου, έχουμε εγκαταλείψει το άθλιο εστιατόριο της σχολής, με τη βρώμα και τα σάπια κρέατα και ερχόμαστε εδώ, χειμώνα-καλοκαίρι, για να φάμε. Μας σερβίρει ο όμορφος Λευτέρης, ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας 30 χρονών, με μπλε μάτια και μαύρα κατσαρά μαλλιά. Αυτός είναι άλλος ένας λόγος για τα κορίτσια αλλά και τα αγόρια, να έρθουν εδώ για να φάνε. Τον Λευτέρη με τα μάτια τους και το φαγητό με το στόμα τους!
Βλέπω σε μια γωνιά, ντυμένη στα μαύρα, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, με μαύρα γυαλιά, να τρώει μέσα στο κατακαλόκαιρο πατσά. Κάτι μου θυμίζει, φωνάζω τον Λευτέρη, “Η Σαπφώ Νοταρά είναι αυτή;” “Ναι” μου λέει. Δεν πιστεύω στην τύχη μου. Λατρεύω την Σαπφώ, αυτό το στραπατσαρισμένο πρόσωπό της, τα γουρλωμένα μάτια της, τις μούτες και τις εκφράσεις της. Τρελαίνομαι για τις κινήσεις της, τον τρόπο που κουνάει τα χέρια της, σαν να έχει κάνει μπαλέτο. Μα πάνω από όλα με συνεπαίρνει η άγρια, πνιχτή φωνή της, που κρύβει χιούμορ, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, θυμό, τρυφερότητα.
“Kάνε μου τη χάρη ρε Λευτέρη, πες της ότι την καλώ αν θέλει να έρθει στο τραπέζι μου, να την κεράσω ότι θέλει” του λέω χωρίς να το πολυσκεφτώ. Πάει, της μιλάει, γυρνάει και με κοιτάει και μετά κάτι λέει στο Λευτέρη, αυτός κουνάει καταφατικά το κεφάλι και έρχεται ξανά σε μένα: “Η κυρία Σαπφώ λέει ότι δεν κάνει κονσομασιόν για να πηγαίνει στα τραπέζια των αντρών! Αν θέλεις να πας εσύ στο δικό της τραπέζι!” Καταλαβαίνω τη γκάφα που έχω κάνει, σηκώνομαι, πηγαίνω στο τραπέζι της, συστήνομαι και απλώνω το χέρι να την χαιρετίσω. “Κάτσε!” μου λέει επιτακτικά, χωρίς να μου δώσει το χέρι της κι αρχίζει να τρώει το καρπούζι σαν να είναι μόνη της, σαν να μην ήμουν κι εγώ εκεί.
Με τις πρώτες μπουκιές “Λευτέρη! Λευτέρη!” λέει με την αγριοφωνάρα της. “Τι καρπούζι είναι αυτό; Σαν κολοκύθι!” “Να σας φέρω άλλο κυρία Σαπφώ!” “Ασε τώρα χόρτασα! Ελα να μαζέψεις τα πιάτα! Μήπως θέλετε τίποτα εσείς;” ρωτάει με ένα χαμόγελο που μοιάζει με γκριμάτσα και ανάβει ένα τσιγάρο. “Οχι, ευχαριστώ. Θυμήθηκα τώρα που είπατε για τα πιάτα, μια σκηνή από τη “Συνοικία το όνειρο”. Εκεί που κοιμάστε και τα χέρια σας συνεχίζουν να κουνιούνται σαν να πλένουν!” Τα μάτια της άστραψαν. “Το έκανε η μάνα μου στον ύπνο της και όταν γυρίζαμε την ταινία, το θυμήθηκα και το έβαλα! Αλλά εσείς τόσο νέος και το προσέξατε!” μου λέει ενθουσιασμένη. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, κατάλαβα πως με συμπάθησε. Κάποια στιγμή στιγμή σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Εμενε στο Κουκάκι, δυο δρόμους πιο κάτω από το δικό μου σπίτι. Την συνόδευσα, προχωρούσε σκυφτή, αργά, σέρνοντας μια τεράστια τσάντα. Στο δρόμο όλοι την χαιρετούσαν χαμογελαστοί, αυτή νευρίαζε, μετά βίας τους έριχνε ένα βλέμμα. “Τι συμβαίνει;” “Με εκνευρίζουν γιατί νομίζουν ότι και στο δρόμο είμαι οι ρόλοι που έχω παίξει!” “Δεν είστε;” Μου έριξε μια δολοφονική ματιά. “Οχι βέβαια! Στο δρόμο είμαι η κυρία Νοταρά! Τι δηλαδή, αν συναντούσα τον Λευτέρη στο δρόμο θα του έλεγα “Πιάσε ένα ποτήρι νερό;” Αξεστοι άνθρωποι!” Φτάσαμε έξω από το σπίτι της. “Θα σας καλούσα επάνω στο διαμέρισμα αλλά είναι λίγο ακατάστατα.” μου λέει. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα. “Οποτε θέλετε, να με πάρετε τηλέφωνο” της λέω. Που να ήξερα τι με περίμενε!
Τηλεφωνούσε τις πιο ακατάλληλες ώρες. Αργά το βράδυ και νωρίς το πρωί. Ημουν νέος, φοιτητής, έβγαινα, διασκέδαζα, ερωτευόμουν, ήμουν έτοιμος να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής. Γύριζα σπίτι μου τα ξημερώματα, μόνος ή με παρέα. Κι εκεί που γλάρωνα και ήθελα να πέσω να κοιμηθώ, “Ντριιιν!” το τηλέφωνο. “Τον κύριο Παυριανό! Εδώ Σαπφώ Νοταρά! Μήπως ενοχλώ;” Από τη μια ήθελα να κοιμηθώ κι από την άλλη κολακευόμουν που μιλούσα μαζί της έστω κι αυτή την ώρα. “Οχι Σαπφώ δεν με ενοχλείς.” Μου είχε επιτρέψει να της μιλάω στον ενικό. Διάβαζε δύο εφημερίδες την ημέρα, μια πρωινή και μια απογευματινή. Ετσι ήταν ενημερωμένη για τα πάντα. “Τα έμαθες τα νέα; Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, αυτός που είχε απαγορεύσει τους “Ορνιθες” του Κουν στο Ηρώδειο!” “Εις θάνατον ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός και ο Μακαρέζος!” “Εχει “Οιδίποδα επί Κολωνώ” αύριο στο Ηρώδειο, με τον Μινωτή. Θα πάμε να το δούμε;” “Σκότωσαν τον Παναγούλη!” “Το “Χόρα” βγήκε στο Αιγαίο!” “Πέθανε ο Μακάριος!” Για δύο χρόνια όσα συνέβαιναν στη χώρα, τα μάθαινα από τα τηλεφωνήματά της. Και όσα δεν προλάβαινε από το τηλέφωνο, μου τα έλεγε από κοντά στο εστιατόριο “Του παππού” κάθε φορά που συναντιόμαστε.
Ετσι πέρασαν δυο χρόνια. Βγαίναμε συχνά με φίλους και πηγαίναμε στον “Αττικό”, ένα εστιατόριο στο περιφερειακό του Φιλοπάππου, όπου η Μίνα είχε κρατημένο μόνιμα ένα τραπέζι για τον αγαπημένο μας δάσκαλο και φίλο Ματθαίο Μουντέ. Μαζευόμασταν εκεί, όλοι άντρες και η μόνη γυναίκα η Σαπφώ. Αισθανόταν υπέροχα, κάπνιζε συνέχεια, οι κάφτρες έπεφταν πάνω στα μαύρα ρούχα και άνοιγαν τρύπες. Δεν την ένοιαζε. Τίναζε τη στάχτη, έπινε κανά κρασί και άρχιζε να αφηγείται ιστορίες. “Μου λέει ένας ζωγράφος στα Γιάννενα: “Τα μάτια σου έχουν κάτι πονεμένο. Μπορείς να μου ποζάρεις, γιατί ζωγραφίζω το Μυστικό Δείπνο και θέλω ο Χριστός να έχει τα μάτια σου.” “Και τι έγινε Σαπφώ; Πόζαρες;” τη ρωτάει ο Ματθαίος. “Πόζαρα αλλά όχι για το Μυστικό Δείπνο. Αυτό το τέρας με έγδυσε και μου έβγαλε κάτι γυμνές φωτογραφίες!” “Και που είναι τώρα αυτές οι φωτογραφίες;” Σήκωνε το χέρι με το τσιγάρο, το έβαζε μπροστά στο στόμα “And the rest is silence!” έλεγε στα αγγλικά τη φράση από τον “Αμλετ” του Σαίξπηρ.
Πέπλος μυστηρίου κάλυπτε την ερωτική της ζωή. Ποτέ δεν μίλησε για φλερτ, μια έρωτες, για περιπέτειες με άντρες. Στα νιάτα της ήταν νόστιμη, έμοιαζε λίγο με την Σοφία Βέμπο. Ο Ματθαίος Μουντές μας έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου, πως την είχε ερωτευτεί ο Γιάννης Τσαρούχης και της πρότεινε να παντρευτούν, αλλά αυτή νόμισε πως της έκανε φάρσα και τον έβρισε. Ελεγαν επίσης πως όταν ήταν νέα, είχε ερωτευτεί έναν αντάρτη, αλλά αυτός έφυγε στα βουνά, μετά τον συνέλαβαν και χάθηκαν τα ίχνη του. Ετσι, η ιστορία με το φωτογράφο και τις γυμνές φωτογραφίες ήταν η μοναδική δική της αναφορά, σε κάποιο ερωτικό περιστατικό.
Ομως αυτό που θέλαμε όλοι να μάθουμε ήταν πως είχε δημιουργήσει αυτή τη φωνή. Ηταν τυχαίο ή έγινε μετά από άσκηση; “Ηταν τυχαίο. Δίπλα μου ζούσε μια γειτόνισσα που το παιδί της δεν έτρωγε το φαί του. Με φώναξε να το φοβήσω λίγο και δεν ξέρω πως, μου βγήκε αυτή η φωνή. “Φάε το φαί σου” του λέω “γιατί θα σε φάω εγώ!” Το παιδάκι λιποθύμησε από το φόβο του! Η μάνα του όμως άρχισε να γελάει. “Xαχαχα! Τι αστεία φωνή είναι αυτή που βγάλατε κυρία Σαπφώ!” μου λέει κι εγώ το σημείωσα και σιγά-σιγά το καθιέρωσα, έγινε η φωνή μου!”.
Ξαφνικά εξαφανίστηκε. Βρε που είναι η Σαπφώ; βρε που είναι η Σαπφώ; Άφαντη. Φοβηθήκαμε μήπως είχε πάθει κάτι. “Κάνει πρόβες με τον Γιάννη Τσαρούχη. Θα παίξει την Κορυφαία του Χορού, στις “Τρωάδες” του Ευριπίδη.” μας πληροφόρησε ο Γιώργος Μανιώτης. Είδα την παράσταση μια σημαδιακή ημέρα, 16 Σεπτεμβρίου 1977, τη μέρα που πέθανε η Μαρία Κάλλας. Μας το ανακοίνωσε ο Τσαρούχης από τη σκηνή του θεάτρου. Η Σαπφώ ήταν συγκλονιστική. Θυμάμαι ακόμα το κλάμα της, δεν ήταν ανθρώπινο κλάμα, ήταν το γρύλισμα ενός πληγωμένου ζώου.
Την ίδια εποχή γνωρίζω τον Μάνο Χατζιδάκι. Ήταν διευθυντής στο ραδιόφωνο, στο Τρίτο Πρόγραμμα. “Θέλω να κάνω θέατρο στο ραδιόφωνο” του λέω. “Πολύ ωραία” μου απαντάει, θα μου κάνεις ένα δοκιμαστικό και αν μου αρέσει θα σε προσλάβω. Σύμφωνοι;”
Μου έδωσαν ένα μεσαιωνικό μυστήριο. Τα μεσαιωνικά μυστήρια ήταν προπαγανδιστικά θρησκευτικά έργα που τα έπαιζαν μπροστά στις εκκλησίες. Το έργο ήταν για τη Γέννηση του Χριστού. Οι ρόλοι που υπήρχαν ήταν επτά: o Aφηγητής, η Παναγία, οι Τρεις Μάγοι, ο Αγγελος και ο Ηρώδης. Ειδικά τον Ηρώδη, για να φανατίσουν το κοινό, τον παρουσίαζαν σαν Μωαμεθανό που πίστευε στον Αλλάχ!
Εσπασα το κεφάλι μου να βρω μια διανομή που να είναι πρωτότυπη και να αρέσει στον Χατζιδάκι. Ετσι σκέφτηκα Αφηγητής να είναι ο Δημήτρης Λέκκας που θα έγραφε και τη μουσική, Παναγία η Ζυράννα Ζατέλη, τους Τρεις Μάγους να τους κάνει ο Ευγένιος Σπαθάρης με τρεις διαφορετικές φωνές, τον Αγγελο ο Ηλίας Λιούγκος που θα έλεγε το ρόλο του τραγουδιστά και τον Ηρώδη να τον κάνει… η Σαπφώ!
Της το είπα ενώ έτρωγε τον αγαπημένο της πατσά στο εστιατόριο “Του παππού”. Δεν της άρεσε η ιδέα. “Εγώ θα έπρεπε να παίξω την Παναγία” μου λέει. “Μπορώ να κάνω τη φωνή μου γλυκιά και μητρική.” Δεν μπορούσα να τη φανταστώ να κάνει την Παναγία με φωνή γλυκιά και μητρική. Είχε αυτό το γρέζι στη φωνή. “Μα τι λες τώρα; Θα είσαι καταπληκτικός Ηρώδης!” “Μμμ, με λένε Σαπφώ, θα παίξω και τον Ηρώδη, ποιος ξέρει τι θα νομίσει ο κόσμος!” “Τι θα νομίσει ο κόσμος;” “Πως έγινα λεσβία!” και ξανάρχισε να τρώει τον πατσά. Με τα πολλά όμως την κατάφερα να πει το ναι.
Ξεκινήσαμε πρόβες στο σπίτι μου, έκανε ψοφόκρυο, είχα μια ξυλόσομπα, αλλά μου είχαν τελειώσει τα ξύλα, έκαιγα εφημερίδες για να ζεσταθούμε. Από την πρώτη συνάντηση, άρχισε τη γκρίνια: “Πολύ ντουμάνι έχει εδώ μέσα, μου κόβεται η αναπνοή!” Μετά άρχισε να δίνει οδηγίες στην Ζυράννα: “Είναι ψυχρή η φωνή σου, πρέπει να είναι μητρική, ζεστή, είσαι η Παναγία!” Διόρθωνε τον Σπαθάρη: “Οι φωνές που κάνεις είναι ίδιες. Δεν τις ξεχωρίζω.” Αλλά όταν ερχόταν η σειρά της να προβάρει το ρόλο ήταν ήταν εκπληκτική! Το σπίτι τρανταζόταν από τη βροντερή φωνή της: “Aν τον Χριστό που γεννήθηκε δεν βρείτε, όλοι σας μες στη μαύρη γης θα μπείτε! Φύγετε από μπροστά μου κτήνη, αλλιώς τίποτα όρθιο δεν θα μείνει!”
Μια βδομάδα πριν την ηχογράφηση, με πήρε τηλέφωνο ξημερώματα. “Γιώργο δεν θα τον παίξω το ρόλο, δεν θα κάνω τον Ηρώδη!” “Γιατί Σαπφώ μου;” “Γιατί λέει πολλά εναντίον του Αλλάχ και του Μωάμεθ και θα έχουμε διπλωματικό επεισόδιο με τις μουσουλμανικές χώρες!” “Μα τι; Ολες οι μουσουλμανικές χώρες ακούνε Τρίτο Πρόγραμμα;” “Θα τους το πουν οι καλοθελητές. Οχι, όχι,δεν θα το κάνω εκτός και αν ο Χατζιδάκις με πάρει τηλέφωνο και μου πει ότι αναλαμβάνει αυτός την ευθύνη!”
Επεσα στα πόδια του Χατζιδάκι. “Σε παρακαλώ Μάνο, πάρτην ένα τηλέφωνο, θα μου τινάξει την ηχογράφηση στον αέρα! Εσύ δεν είπες ότι είναι καταπληκτική ιδέα να κάνει τον Ηρώδη;” Με τα πολλά τον έπεισα. Ημουν μπροστά όταν την πήρε. “Σαπφώ θέλω να παίξεις τον Ηρώδη και αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη για ό,τι πρόβλημα προκύψει.” “Αυτό το παιδί, ο Παυριανός είναι ανώριμος, δεν ξέρει” την ακούω να λέει. “Το έργο αυτό πρέπει να το σκηνοθετήσει ο Βουτσινάς, ο Μίνως Βολανάκης.” “Η παλιόγρια!” σκέφτηκα “Εγώ αγωνίζομαι να την αναδείξω κι αυτή με υποσκάπτει!” Δεν είπα τίποτα όμως γιατί ο Χατζιδάκις την έβαλε στη θέση της. “Το ποιος θα το σκηνοθετήσει το αποφασίζω εγώ κυρία Νοταρά! Εσύ συγκεντρώσου στο ρόλο σου!” της είπε νευριασμένος και όταν έκλεισε το τηλέφωνο, γυρνάει και μου λέει: “Τι ταλέντο, αλλά και τι κακιά γυναίκα!”
“Σου έχω φτιάξει σπανακόπιτα, έλα από το σπίτι να την πάρεις!” μου λέει από το τηλέφωνο με γλυκιά φωνή. Το θεατρικό έχει τελειώσει, άρεσε στον Χατζιδάκι, “Ζήτα μου ότι θέλεις!” μου λέει ευχαριστημένος “Θέλω να κάνω το “Τρίτο Στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή σαν ένα ραδιοφωνικό σίριαλ.” Στραβομουτσούνιασε. “Κάντο” μου λέει, αλλά εμένα όμως δεν θα με ανακατέψεις, όπως την άλλη φορά!” Στο μεταξύ την Σαπφώ την έχουν πάρει στη “Λιλιπούπολη”, παίζει τη μάγισσα Βρουχίλντα, στο θέατρο παίζει στη “Φιλουμένα Μαρτουράνο” μαζί με την Λαμπέτη, αλλά από τη στιγμή που έμαθε ότι θα κάνω το “Τρίτο Στεφάνι” με έχει ταράξει στα τηλεφωνήματα. Θέλει να παίξει την Εκάβη. “Ελα, πιάστηκαν τα χέρια μου να στύβω το σπανάκι! Το κουδούνι γράφει “Χανδάνου”, αυτό είναι το πραγματικό μου όνομα.
Το διαμέρισμα είναι σαν σκηνικό. Στο χολ στοίβες από εφημερίδες. Παντού ακαταστασία και εγκατάλειψη. Τα έπιπλα και οι πολυθρόνες σκεπασμένα με λευκά σεντόνια. Στην κρεβατοκάμαρα, πάνω στο κρεβάτι, δεκάδες κουτιά με καπέλα. “Εχω όλα τα καπέλα που φόρεσα στις ταινίες.” λέει με υπερηφάνεια. “Ναι, αλλά που κοιμάσαι;” “Στην κουζίνα. Κάθομαι σε μια καρέκλα, ακουμπάω το χέρι μου στο τραπέζι, καπνίζω, διαβάζω, σκέφτομαι κι εκεί σιγά-σιγά με παίρνει ο ύπνος.”
Πάμε στην κουζίνα, καθόμαστε στις δύο μοναδικές καρέκλες, μου δίνει να δοκιμάσω τη σπανακόπιτα, είναι τέλεια, με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι, με σωστή γέμιση, χωρίς πολλά λάδια, τέλεια. Κι έτσι όπως είμαι μπουκωμένος, αρχίζει τις ερωτήσεις: “Θα κάνεις το “Τρίτο Στεφάνι”΄; Ποια θα παίξει τη Νίνα; Ποια θα παίξει την Εκάβη; Εμένα με είδες όταν έπαιξα στις “Τρωάδες” του Τσαρούχη; Πότε θα έρθεις να με δεις στη “Φιλουμένα”΄;” Κατάπια και της απάντησα αόριστα πως μπορεί να κάνω το “Τρίτο Στεφάνι”, πως δεν έχω σκεφτεί ακόμα ποια θα παίξει την Νίνα και ποια την Εκάβη, πως την είδα στις “Τρωάδες” και πως θα πάω την Κυριακή να τη δω στη “Φιλουμένα”. “Να κλείσεις εισιτήρια γιατί γίνεται χαμός!” με προειδοποίησε.
Πράγματι, στο θέατρο “Σουπερσταρ” γινόταν χαμός. Η Σαπφώ έσκιζε. Κάποια στιγμή έλεγε: “Mωρέ δεν πάει να κάνετε ότι θέλετε! Εγώ φεύγω!” Ανοιγε με ορμή την πόρτα, την έκλεινε με θόρυβο και συγχρόνως φώναζε: “Μπαααμ!” Επεφτε κάτω το θέατρο από τα γέλια. Τελείωσε η παράσταση, πάω στα καμαρίνια να την συγχαρώ, το καμαρίνι της Λαμπέτη είναι ανοιχτό, μπαίνω, της φιλάω το χέρι κι ενώ ετοιμάζομαι να της πω συγχαρητήρια ακούγεται από ψηλά η φωνή της Νοταρά: “Σα να είμαι πελαργός με βάλανε εδώ πάνω! Λες και κάτω δεν έχει καμαρίνια! Σπάω τα πόδια μου κάθε μέρα να ανεβαίνω και να κατεβαίνω! ” Τι είχε συμβεί; Ηταν στα μαχαίρια με την Λαμπέτη και αυτή για να την τιμωρήσει την έβαλε στα πάνω καμαρίνια, που για να πας, πρέπει να ανέβεις από μια στριφογυριστή σκάλα. “Ζαλίζομαι εδώ πάνω! Πνίγομαι!” ούρλιαζε η Σαπφώ. Η Λαμπέτη έκλεινε τα αυτιά της με τις παλάμες της. “Σκάσε κωλόγρια! Σκάσε σκατόγρια! Σκάσε επιτέλους!” Η Σαπφώ δεν σταμάταγε. “Να πας στο διάολο!’ της φώναζε από κάτω η Λαμπέτη. Και άλλα πολύ πιο πρόστυχα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Αυτό το εύθραυστο πλάσμα έβριζε σαν φορτηγατζής! Περίμενα, κάποια στιγμή εμφανίστηκε η Σαπφώ στην κορυφή της σκάλας, κατέβηκε με προσοχή τη στριφογυριστή σκάλα, με είδε. “Περίμενέ με εδώ!” μου είπε επιτακτικά. Μπήκε στο καμαρίνι όλο γλύκες και χαμόγελα. “Φεύγω χρυσό μου, πάω να φάω με το φίλο μου.” και έδειξε εμένα. “Στο καλό Σαπφούλα μου, στο καλό αγάπη μου!” της λέει η Λαμπέτη. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σα να μη συνέβαινε τίποτα, με πήρε αγκαζέ και πήγαμε να φάμε στο “Αυγό του κόκορα”.
Τη μέρα που έκανα το δοκιμαστικό με την Γεωργία Βασιλειάδου και την Ρένα Βλαχοπούλου, για το “Τρίτο Στεφάνι” δεν ξέρω πως το έμαθε και ήρθε και στήθηκε έξω απ΄το στούντιο. “Αλλες κι άλλες κάνουν δοκιμαστικό, εμένα που μου πάει ο ρόλος γάντι, δεν θέλει ούτε να με δοκιμάσει ο κύριος σκηνοθέτης!” έλεγε σε όποιον περνούσε από μπροστά της. Οταν τελειώσαμε βγαίνει από το στούντιο η Βλαχοπούλου, τη βλέπει, “Ρε Σαπφώ τι κάνεις εδώ; Ηρθες για να μου φέρεις γούρι;” τη ρωτάει, υπονοώντας το ρόλο που έπαιξε στην “Χαρτοπαίχτρα”. “Σε όλους φέρνω γούρι Ρένα μου, αλλά δεν το εκτιμούν όλοι!” και με κοιτάει λοξά. Βγαίνει κούτσα-κούτσα και η Γεωργία Βασιλειάδου, με την οποία δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις, “Τι κάνεις Γεωργία μου;” ρωτάει με γλυκιά φωνή. “Αμμόλουτρα Σαπφώ μου. Αμμόλουτρα.” “Αμμόλουτρα; Γιατί;” “Για να συνηθίσω σιγά-σιγά το χώμα!”
Δεν μου συγχώρεσε ποτέ που έδωσα στην Σμάρω Στεφανίδου το ρόλο της Εκάβης. Αλλά με το χέρι στην καρδιά, ορκίζομαι πως δεν το έκανα για να την εκδικηθώ για όσα μου είχε κάνει, όταν ήταν να ηχογραφήσουμε το μεσαιωνικό μυστήριο. Δεν έκανε για το ρόλο της Εκάβης, αυτή ήταν η ταπεινή μου γνώμη. Ομως αυτή το έφερε βαρέως. Σταμάτησε να μου τηλεφωνεί και να μου λέει τα νέα της ημέρας. Σταμάτησε να μου μιλάει όποτε συναντιόμαστε στο εστιατόριο ” Του παππού”. Αρχισε να με κακολογεί σε φίλους και γνωστούς. Μετά άρχισε να παίρνει τηλέφωνο και να το κλείνει. Μια-δυο-τρεις, τα πήρα στο κρανίο. Και ένα βράδυ που τα είχα πιει, την παίρνω τηλέφωνο και με την κανονική φωνή μου λέω: “Σαπφώ, είμαι ο Χάρος! Ηρθα να σε πάρω!” Μικρή παύση και μετά μου λέει: “Πρώτη φορά ακούω Χάρο πούστη!” και μου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα!
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο