Θα μπορούσε να είναι αριστούργημα και απόλαυση ταυτόχρονα και παράσταση της χρονιάς. Ο ΤΑΖ στις παραστάσεις της χρονιάς πίνει συνήθως βότκα. Εδώ την έβγαλε με εμφιαλωμένο για να να μην αφεθεί ούτε λεπτό.
Kατά βάθος είμαι ένας καλός κι εύπιστος άνθρωπος που μολονότι δημοσιογραφικά έχω στήσει το προφίλ μου στο ακαταλόγιστο κι ενίοτε στο ακαταλαβίστικο, λατρεύω τις ταπεινές απολαύσεις όσον αφορά π.χ. το θέατρο και το σινεμά κι ας σας πρήζω με κουλτούρες. Διαβάζω λοιπόν ότι στο θέατρο “Πόρτα” παίζει το έργο που λέγεται “Σκοτεινές Γλώσσες” (“Speaking in Τongues” στο πρωτότυπο που μεταφράζεται και ως “Γλωσσολαλιά”). Διαβάζω επίσης ότι είναι ψυχολογικό θρίλερ, παίζει και ο αγαπημένος πάντα και ταλαντούχος Χρήστος Λούλης μαζί με τους Άννα Μάσχα, Γιώργο Χρυσοστόμου, Άννα Καλαϊτζίδου και η περιγραφή της υπόθεσης με προετοιμάζει για “ένα ψυχολογικό θρίλερ με πολλές ανατροπές και ποιητική ατμόσφαιρα που στηρίζεται στην εξαφάνιση μιας γυναίκας”. Το έργο γράφτηκε από τον Αυστραλό Στιβ Μπόβελ το 1997 που έχει όλα τα ατού για να είναι αγαπημένος μου αφού έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τον Μπαζ Λούρμαν μεταφέροντας σεναριακά το ερωτικά ποτισμένο με gay ιδρώτα βιβλίο του Ελληνοαυστραλού Χρήστου Τσιόλκα “Ηead On”.
Oι “Σκοτεινές Γλώσσες” του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο με τον τίτλο “Lantana”το 2001, διασκευασμένες σεναριακά από τον ίδιο, πήραν ένα κάρο βραβεία κι έμειναν στη μνήμη ως ένα από τα πιο γοητευτικά outsider εκείνης της χρονιάς. Mε όλα αυτά στο μυαλό μου είμαι πανέτοιμος να περάσω ένα υπέροχο βράδυ στο θέατρο που να με πιάνει και στο “σοφιστικέ” μου και στο πιο θριλεροειδές ερωτικά μυστηριώδες του τύπου “ποιος το έκανε το φονικό”.
Μη σας τα πολυλογώ, δύο ώρες μετά, όταν τελείωσε η παράσταση κοιταζόμασταν με τον φίλο μου να δούμε ποιος είναι πιο ηλίθιος από τους δύο μας και τι δεν καταλάβαμε και για ποιο λόγο υπάρχει αυτό το έργο.
Σκηνοθετεί και μεταφράζει ο έμπειρος Θωμάς Μοσχόπουλος αλλά προσωπικά αδυνατώ να ξέρω κατά πόσο ακολούθησε το θεατρικό ανέβασμα του έργου στο εξωτερικό ή έκανε τη δική του πολιορκία. Το λέω αυτό γιατί διαβάζω πως το έργο έχει θεατρική επιτυχία λόγω της “θεατρικής γοητείας της σκηνικής του μορφής και των ιδιαιτεροτήτων του, πρωτότυπη θεατρική φόρμα, ποιητική ατμόσφαιρα κι ενδιαφέρουσες δεύτερες αναγνώσεις που έρχεται από τους μακρινούς Αντίποδες”. Ναι, μεν έχει δραματουργική δεξιοτεχνία αλλά…Εγώ πιο πολύ για πολύποδες τους έκοψα. Όσο για αυτά περί δεύτερων αναγνώσεων και ποίησης, είναι αυτά ακριβώς που γράφω κι εγώ όταν δεν έχω καταλάβει γρι αλλά πρέπει να δείξω ότι κατάλαβα.
Προσωπικά αυτό που είδα είναι ένα αποψάτο σκηνικό του μινιμαλιστικού “στήσε μάστορα κάτι στα γρήγορα να μην κοστίζει αλλά να περνάει και για μαγκιά”. Μια μεγάλη οθόνη σαν φόντο, καμιά δεκαριά σκαμπό και 4,5 τηλεοράσεις στις οποίες κατά καιρούς έπαιζαν διάφορα video art – έως και οριακή τσόντα- που φαντάζομαι ότι συμβόλιζαν την έλλειψη επικοινωνίας των πρωταγωνιστικών ζευγαριών απλώνοντας τα δάχτυλά τους στην οθόνη σαν να τη μουντζώνουν. Το styling των ηθοποιών -ειδικά τα κολλητά δερμάτινα της Καλαϊτζίδου και τα νεγκλιζέ της Μάσχα που τόνιζαν τα χειρότερα σημεία του σώματός της- έβγαζε προχειρότητα.
4 ηθοποιοί αναλαμβάνουν να παίξουν πολλαπλούς ρόλους σε τρία μέρη που συνδέονται στο τέλος μεταξύ τους για να μας αποκαλύψουν το τίποτα. Ένα μυστήριο που δεν καταφέρνει να σε αγγίξει ή εκεί που πάει σε χάνει και λειτουργεί σαν πρόφαση για να βγούνε στη σκηνή ψυχογραφήματα και νευρώσεις σχέσεων. Σε κάθε μέρος οι ηθοποιοί υποδύονται χαρακτήρες που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο μέρος, κάνουν μία ολόσωστα συγχρονισμένη ποιητική χορωδία με επαναλαμβανόμενες λέξεις και φράσεις, απατούν και απατώνται, χωρίζουν και τα ξαναβρίσκουν, ενώ τα νεύρα τους είναι τσατάλια και σκάει και το μυστήριο της εξαφανισμένης ως κερασάκι στην τούρτα της καταμπερδεμένης τους ψυχοσύνθεσης.
Έξυπνο σαν δομή ..δυσλειτουργικό σαν αποτέλεσμα. Σε όλες τις σκηνές όλοι λένε πάνω κάτω τα ίδια, κοινοτοπίες για τις σχέσεις και τα προσωπικά τους αδιέξοδα κι ενώ υποτίθεται ότι συγκρούονται με την αντανάκλαση του εγώ τους στην προηγούμενη εμφάνισή τους ή ότι τέλος πάντων συγκρούονται με κάτι, το μόνο με το οποίο αισθάνεσαι να συγκρούονται είναι η αμηχανία του να δώσουν πνοή σε κάτι αδιάφορο που νομίζει πως είναι πολύ πιο σημαντικό από ότι είναι. Ακόμα κι ο Λούλης φαίνεται να βαριέται και να λέει μέσα του “τι ακριβώς κάνω τώρα εδώ;”. Παραδέχομαι και με το παραπάνω τη φυσικότητα του παιξίματος με την οποία στρατιωτικά τους καθοδηγεί ο Μοσχόπουλος και τελικά είναι αυτή η φυσικότητα, το μόνο στοιχείο που τους καθιστά ανθρώπινους στα μάτια μας, μέχρι η αδιάφορη αλλαγή της πλοκής να τους εξαφανίσει ξανά και φτου κι από την αρχή ενώ εσύ στο ενδιάμεσο ξεγελιέσαι προς στιγμήν πως κάτι σημαντικό συμβαίνει ενώ στην ουσία δεν συμβαίνει τίποτα.
Το δήθεν φωνάζει από μακριά, ακόμα κι από τον τίτλο του έργου. Οκ, το καταλάβαμε, απωθημένα, ψυχικές οδύνες και λόγια που πρέπει να ειπωθούν αλλά μένουν κρυφά. Στο πρώτο μέρος δύο ζευγάρια γνωρίζονται ο ένας με τη σύντροφο του άλλου, πέφτει κι ένα κουτούπωμα κι ακολουθεί μια εξομολόγηση μοντέρνα σαν της δεκαετίας του 70. Στο δεύτερο σκάει το μυστήριο της εξαφάνισης που φέρνει στο φως τα προβλήματα άλλων ζευγαριών, κι άλλο κουτούπωμα και σου γαργαλάει την περιέργεια. Στο τρίτο, όλοι αυτοί οι ήρωες συνδέονται με ένα πολύ “έτσι μου έκατσε στην τύχη” στιλ, το μυστήριο ξεδιαλύνεται αφού αποκαλυφθεί κι άλλο κουτουπωμα, αλλά εσύ το έχεις ξεχάσει γιατί κανένας δεν κουβαλάει την αγωνία του σαν σκηνική παρουσία. Ο στόχος του συγγραφέα παραπλανητικός. Να σε κάνει να πιστεύεις ότι βλέπεις ένα ψυχολογικό θρίλερ ενώ στην ουσία βλέπεις μια σειρά εξομολογήσεων διαφορετικών χαρακτήρων σε αδιέξοδο. Λάθος. Ο τρόπος του συγγραφέα δεν είναι παραπλανητικός, είναι απατεωνιά σοβαροφάνειας.
Όταν όλα τελειώσουν θα μείνεις με το στόμα γκάου. Οι πιο “εκλεπτυσμένοι” θεατές θα έχουν καψώσει να ανακαλύψουν το δεύτερο επίπεδο και θα έχουν ενθουσιαστεί από την υποτιθέμενα αριστοτεχνική πολυπλοκότητα του εργου. Οι υπόλοιποι θα αρχίσουν να σκέφτονται σοβαρά για τα κρυφά μηνύματα που μπορεί να έχουν τα “Χελωνονιντζάκια”. Κάποιοι θα έχουν καρουμπαλιάσει να βρούνε τι ακριβώς συνέβη. Αν μπούνε στο wikipedia και διαβάσουν την υπόθεση του έργου, ως “Lantana”, θα διαβάσουν άλλο έργο, ζουμερό και διεισδυτικό (πόσο μάλλον αν το δούνε) και θα αρχίσουν να αμφισβητούν σοβαρά όποιο κείμενο κριτικής μιλάει για θεατρική ποιητικότητα. Ισως για όλα φταίει το ότι με χαρακτήρες αχυράνθρωπους σε ρεαλιστικές αλλά ρομποτικές αντιδράσεις δεν κάνεις ψυχολογικό θρίλερ μυστηρίου. Κάνεις υπαρξιακό αχυρώνα.
Σκοτεινές Γλώσσες του Άντριου Μποβέλ
Σκηνοθ.: Θ. Μοσχόπουλος
Ερμηνεύουν:
Άννα Καλαϊτζίδου, Χρ. Λούλης, Άννα Μάσχα, Γ. Χρυσοστόμου
Θeατρο Πoρτα
Λεωφ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι, 210 7711333
Κυρ. 18:30, Τετ. 20:00, Πέμ.-Σάβ. 21:15,
Εισιτήριο: €8
Σχόλια για αυτό το άρθρο