Ο ΤΑΖ γράφει παρεϊστικα και απλά για τις νέες hot ταινίες της εβδομάδας που όλοι συζητάνε αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι «καίνε» για το σωστό λόγο.
Αεροπορική “θυσία” για τα Όσκαρ
SULLY
Είναι σαν την πρέζα τα άτιμα. Αν «γλυκαθείς» παθαίνεις εθισμό και μετά προκειμένου να πάρεις τη δόση σου, κάνεις ό,τι μπορείς. Τουλάχιστον κάπως έτσι αισθάνομαι τον Κλιντ Ίστγουντ, να σκέφτεται και να στήνει το «Sully». Γιατί εκ του αποτελέσματος, δεν προκύπτει τίποτα περισσότερο από τις ομολογουμένως εξαιρετικές σκηνοθετικές του ικανότητες και τη γνώση του μέσου, τόσο ως θέαμα όσο και ως αφηγηματική οικονομία. Δεν προκύπτει τίποτα περισσότερο που να μην το έχω δει δύο το πρωί σε επανάληψη του Mayday, της τηλεοπτικής σειράς ντοκιμαντέρ του Μακεδονία Tv με αεροπορικά δυστυχήματα. Για την ακρίβεια, υπάρχουν πλάνα στην ταινία του Κλιντ, που μου φαίνονται κοπιαρισμένα από τις σκηνές αναπαράστασης του ντοκιμαντέρ. Μιλάμε φυσικά για το επονομαζόμενο «Θαύμα του ποταμού Χάντσον) με τον πιλότο να αποφασίζει λίγο μετά την απογείωση του αεροπλάνου από το La Guardia, μέσα σε 208 δευτερόλεπτα, ότι η μοναδική πιθανότητα διάσωσης, με τους δύο κινητήρες εκτός λειτουργίας, είναι η προσθαλάσσωση στον ποταμό Χάντσον. Ανήκουστο και ανεπανάληπτο, πόσο μάλλον όταν και οι 155 επιβάτες βγήκαν ζωντανοί.
Βασισμένος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του πιλότου για το συμβάν και με έναν κουρδισμένο στην εντέλεια Τομ Χανκς, ο Κλιντ υποτίθεται πως ενδιαφέρεται για την ψυχολογία του ήρωα, ειδικά όταν μετά την ανακήρυξη του σε ήρωα άρχισαν οι εξαντλητικές ανακριτικές που προσπάθησαν να βγάλουν λανθασμένη την απόφαση του. Αν και ο Ίστγουντ τα στήνει όλα στην εντέλεια, βγαίνει πολύ «λίγος», για να μην πω ψεύτης. Οι σκηνές της ανάκρισης έχουν ένταση και κατάληξη με συγκίνηση. Οι σκηνές της πτώσης του αεροπλάνου είναι γυρισμένες με εντυπωσιακή ένταση από διάφορες οπτικές γωνίες. Οι σκηνές της διάσωσης όμως, με το που μπαίνει και μια ανυπόφορη μελοδραματική μουσική, προκύπτουν τόσο εκβιαστικές ως προς το συναίσθημά σου (όπως και τα πλάνα με τους πραγματικούς επιζώντες) που αρχίζεις και «κλωτσάς». Όσον αφορά την εξερεύνηση του εσωτερικού κόσμου του πιλότου, αυτή παραμένει ένα μυστήριο. Γιατί ο Χανκς είναι τόσο κουρδισμένος όπως έγραψα και στην αρχή, που φαίνεται να μην έχει κανένα συναίσθημα. Απλά επαναλαμβάνει το σπαστικό πλέον ερμηνευτικό ευκολάκι του συνηθισμένου ανθρώπου που οι ασυνήθιστες συνθήκες τον μετατρέπουν σε all American hero. Με τα παραπάνω δεδομένα, σε μια ιστορία που έχει εξαντληθεί και που ξέρεις το φινάλε της, αναρωτιέμαι γατί ο Ίστγουντ δεν γύριζε μια εντελώς μυθοπλαστική ταινία καταστροφής, σαν εκείνες τις παλιές, τις χορταστικές, να το ευχαριστηθούμε κιόλας;
COSMOPOINTS: 5 / 10
Eγώ δεν ΜΠΕΝ σ’ αυτό το αΧΟΥΡ
ΒΕΝ ΗUR
Συνήθως διασκεδάζω τρελά όταν «θάβω» κακές ταινίες. Όχι επειδή είμαι μαυρόψυχος, απλά επειδή πάντα μια παταγώδη αποτυχία ειδικά όταν αγγίζει τα όρια του γελοίου, σου δίνει μεγαλύτερη δημιουργική έμπνευση. Η ζωή όμως είναι γεμάτη εκπλήξεις προκειμένου να μην πλήξεις (αν και στη συγκεκριμένη ταινία θα πλήξεις μέχρι αποπληξίας) και έτσι έφερε μπροστά μου όπως και σε όλον τον κόσμο αυτό το μοναδικό διαμαντάκι απόλυτης καλλιτεχνικής, ψυχαγωγικής και οικονομικής καταστροφής του οποίου οι συντελεστές αυτή τη στιγμή μάλλον κρύβονται σε κάποια σπηλιά του Παναμά μεταμφιεσμένοι σε τρωγλοδύτες. Ξεπερνάω το ότι ανέκαθεν βαριόμουν φριχτά τον κινηματογραφικό ογκόλιθο 3μιση ωρών και 11 Όσκαρ του 1959 που οριοθέτησε την λέξη «έπος» (και που για όσους δεν γνωρίζουν, την πιο θρυλική σκηνή του, αυτήν της αρματοδρομίας δεν τη σκηνοθέτησε ο Γουίλιαμ Γουάιλερ αλλά δύο βοηθοί του). Σέβομαι ταυτόχρονα τους εκατομμύρια θεατές που προσκύνησαν την ταινία και την προσκυνάνε ακόμα. Για ποιο λόγο λοιπόν θα έπρεπε να γυριστεί ένα ριμέικ; Είτε για να πολλαπλασιάσει με τη βοήθεια της τεχνολογίας τον παράγοντα έπους και δέους, είτε για να αποκαταστήσει το ογκώδες βιβλίο του Γουίλιαμ Γουάλας που γράφτηκε το 1880 και η ταινία δεν «κράτησε» ούτε το μισό, ή για μια αναθεωρητική, μοντέρνα προσέγγιση. Δεν συμβαίνει τίποτα από τα τρία απολύτως.
Η ταινία σε δύο μόνο ώρες, «πετάει» έξω ακόμα περισσότερα γεγονότα ή τα αλλάζει και οι ηθοποιοί μοιάζουν να έχουν βγει από σχολική παράσταση υποδυόμενοι χαρακτήρες που δεν έχουν χαρακτήρα, υπόσταση στο σενάριο, επομένως οι αντιδράσεις τους προκύπτουν κουλές. Γίνονται κάποιες απειροελάχιστες προσπάθειες ρεαλισμού και αναθεώρησης, όμως η γενικότερη αίσθηση αυτής της παραγωγής των 100 εκ. δολαρίων που «βούλιαξε» παγκόσμια εισπρακτικά σαν καλλιτεχνική διεύθυνση και επικό μέγεθος, είναι αυτή μιας αδιάφορης τηλεταινίας. Κρίμα για τον σούπερ σκηνοθέτη με τη φανταστική κάμερα σε ταινίες δράσης και φανταστικού Τιμούρ Μεκμαμπέντοφ που βρέθηκε μπλεγμένος σε αυτό το χάος. Οι ικανότητές του φαίνονται στις δύο πιο επικές σκηνές, αυτές της ναυμαχίας και της αρματοδρομίας όμως και οι δύο ξεπετάγονται στο άψε σβήσε και «θάβονται» από τα ψηφιακά εφέ τους. Στη σκηνή δε του φινάλε και το τραγούδι τίτλων τέλους (που κάνει τo αντίστοιχο της Σελίν Ντιόν στον «Τιτανικό» να μοιάζει με Metallica) δύσκολα κρατιέσαι να μη γελάσεις, κάτι που είναι και η μοναδική αποζημίωση για όσα υπέφερες δύο ώρες.
COSMOPOINTS: 1 / 10
Κάνε κονέ με τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στείλε απειλητικές επιστολές και εξώδικα στο terra_gelida@hotmail.com
Σχόλια για αυτό το άρθρο