Τα κάλαντα του Λαζάρου αποτελούν μια από τις πιο όμορφες παραδόσεις της ελληνικής λαογραφίας. Σήμερα τραγουδιούνται σε ελάχιστες περιοχές της χώρας. Τα λαζαριάτικα κάλαντα ήταν από τα πιο ζωντανά έθιμα που έδιναν ιδιαίτερο χρώμα στις τοπικές κοινωνίες και σηματοδοτούσαν την έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας. Η παράδοση αυτή συνδέεται άρρηκτα με την ορθόδοξη πίστη και τον εορτασμό της ανάστασης του Λαζάρου.
Τα κάλαντα του Σαββάτου του Λαζάρου ήταν σχεδόν αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση. Τα τραγουδούσαν κυρίως νεαρές κοπέλες διαφόρων ηλικιών, ακόμα και κορίτσια σε ηλικία γάμου, που ονομάζονταν «Λαζαρίνες». Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες μάζευαν λουλούδια. Με αυτά στόλιζαν τα καλαθάκια τους την επόμενη μέρα, όταν, ντυμένες με τις τοπικές παραδοσιακές ενδυμασίες και φορώντας ειδικές στολές, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας τα κάλαντα του Σαββάτου του Λαζάρου. Κατά την περιφορά τους, οι Λαζαρίνες εισέπρατταν φιλοδωρήματα, χρήματα, αβγά, φρούτα και άλλα εδέσματα
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τα έθιμα του Σαββάτου του Λαζάρου είχαν και κοινωνική διάσταση. Στις γυναίκες και ιδιαίτερα στα νεαρά κορίτσια, που λόγω των ηθών της εποχής και του φόβου αρπαγής από τους Τούρκους περιορίζονταν στο σπίτι, δίνονταν κάποιες ελευθερίες. Οι εκδηλώσεις για τα κάλαντα του Σαββάτου του Λαζάρου αποτελούσαν ευκαιρία για αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα, που συχνά οδηγούσαν σε προξενιά, αρραβώνες και γάμους.
Τα κάλαντα του Λαζάρου και διάφορες εκδοχές τους:
Σήμερον έρχεται ο Χριστός
ο επουράνιος θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Λάζαρο τον αδελφό της
τον γλυκύ και καρδιακόν της.
Τον μοιρολογούν και λένε
τον μοιρολογούν και κλαίνε.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν
Και τη μέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει.
Τότε εβγήκε η Μαρία
έξω από τη Βηθανία
και εμπρός του γονατίζει
και τα πόδια του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου
δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου.
Μα και πάλιν εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει.!
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς επελυτρώθη
ανεστήθη κι εσηκώθη
Τότε τον Θεόν δοξάζουν
και τον Λάζαρο εξετάζουν.
Πες μας, Λάζαρε, τι είδες
εις τον Άδην απού πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
Δώστε μου νερό λιγάκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μην μ’ ερωτάτε πλέον.
Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό
και να τα ξεπεράσει.
Άλλη εκδοχή:
Πού ‘σουν Λάζαρε, πού η φωνή σου
όπου σε έκλαιγαν οι αδερφοί σου;
Ήμουνα στη γη παραχωμένος,
και με τους νεκρούς ανταμωμένος.
Τα χεράκια μου σταυροδεμένα,
τα ποδάρια μου αγναντισμένα.
Τα ματάκια μου γιομάτα δάκρυ,
και το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Κι ήρθεν ο Χριστός και ξύπνησέ με,
κι απ’το μνήμα μου εσήκωσέ με.
Ήρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια,
ήρθ’ η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Άλλη εκδοχή:
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου λεφτά
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.
Σχόλια για αυτό το άρθρο