Η Γεωργία Βασιλειάδoυ όταν την ρώτησα αν θεωρούσε τον εαυτό της άσχημο μου είχε πει πως αν γινόταν καλλιστεία ασχήμιας, αυτή θα έβγαινε Σταρ Ελλάς και η Ταϋγέτη Μις Ελλάς. “Και η Σαπφώ Νοταρά;” την ρώτησα, επειδή ήξερα ότι δεν την πολυσυμπαθούσε. “Ε, η Σαπφώ θα ήταν η αναπληρωματικιά!” μου είπε με το γνωστό χαμόγελο και μου έκλεισε με νόημα το μάτι.
Είναι Ιούνιος του 1992. Η Γεωργία και η Σαπφώ έχουν πεθάνει. Είμαι στην οδό Ιπποκράτους, μπροστά σε μια πολυκατοικία και χτυπάω το κουδούνι που γράφει “Μπασούρη”. Εχω έρθει για να γνωρίσω την Μις Ελλάς της ασχήμιας Ταϋγέτη, για μια συνέντευξη. Είναι πάνω από τα 75, από το τηλέφωνο όμως που της έχω μιλήσει, η φωνή της ακουγόταν νεανική.
“Ποιος είναι;” λέει από το θυροτηλέφωνο. “Ο Γιώργος Παυριανός, σας είχα πάρει τηλέφωνο.” “Αχ, να σας πω, επειδή δεν είμαι έτοιμη, μπορείτε να περάσετε σε μισή ώρα; Πάρτε κι από το ψιλικατζίδικο ό,τι θέλετε, CocaCola, μια πορτοκαλάδα, ό,τι θέλετε, δεν θα πληρώσετε, είναι κερασμένα από μένα”.
Πάω στο ψιλικατζίδικο, παίρνω μια Coca Cola, κάνω να πληρώσω, “Μήπως είστε ο κύριος Παυριανός; Είναι πληρωμένα από την κυρία Ταϋγέτη, τώρα πήρε τηλέφωνο.” μου λέει ο ψιλικατζής. Ανάβω ένα τσιγάρο, κάνω αργά τον κύκλο του τετραγώνου, χαζεύω τις βιτρίνες, μετά από μισή ώρα ξαναχτυπώ το κουδούνι. Αυτή τη φορά μου ανοίγει, ανεβαίνω με το ασανσέρ και όπως βγαίνω, την βλέπω απέναντί μου, ντυμένη με ένα λουλουδάτο φόρεμα, χτενισμένη, μακιγιαρισμένη, με ένα τσουρομαδημένο καπέλο με ψεύτικα λουλούδια στο κεφάλι, έτοιμη για να γυρίσουμε ταινία. Μόλις με βλέπει γουρλώνει τα τεράστια μάτια της. “Καλέ εσύ είσαι νέος, παιδί σχεδόν!” τσιρίζει με χαρά, της φιλάω το χέρι, της δίνω μια μικρή ανθοδέσμη, γουρλώνει πάλι τα μάτια, “Για μένα;” ρωτάει ντροπαλά, με πιάνει από το χέρι και με τραβάει μέσα στο διαμέρισμα “Από εδώ! Από εδώ! Πάμε στο σαλόνι!”
Μπαίνω στο σαλόνι και αυτό που βλέπω είναι σαν παράσταση του Bob Wilson! O ένας τοίχος του δωματίου, είναι γεμάτος από τηλεοράσεις, η μια πάνω στην άλλη, έγχρωμες και ασπρόμαυρες, όλες αναμμένες, παίζουν διαφορετικό κανάλι καθεμιά! Στέκομαι σαν χαζός μπροστά σε αυτό το video wall, η Ταϋγέτη μου δείχνει απέναντι ένα καναπέ-κρεβάτι, σκεπασμένο με μια καφέ κουβέρτα με τα αρχικά ΕΣ, Ελληνικός Στρατός. ” Εκεί να κάτσεις, είναι αναπαυτικά. Στάσου μια στιγμή να βάλω τα λουλούδια στο βάζο και θα έρθω κι εγώ.”
Στη μέση του δωματίου είναι ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο με αποκόμματα από εφημερίδες, κουτάκια με φάρμακα, ένα πλαστικό μπολ με σοκολατάκια, τασάκια με το σφυροδρέπανο ζωγραφισμένο πάνω, ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, μια κρυστάλλινη καράφα με λικέρ, μια χάλκινη οβίδα που έχει μετατραπεί σε βάζο. Παίρνει την οβίδα-ανθοδοχείο, “τι τα θέλουμε τα όπλα, τα ντουφέκια, τα σπαθιά, να τα κάνουμε εργαλεία, να δουλεύει η εργατιάάά” τραγουδάει με πάθος και τοποθετεί τα λουλούδια. Έρχεται και κάθεται δίπλα μου. “Και τώρα είμαι όλη δική σου!” λέει με νάζι. Και πριν προλάβω να την ρωτήσω, αρχίζει:
“Εγώ δεν λέω την ηλικία μου! Μόνο την ημερομηνία γέννησης! Έχω γεννηθεί στο Μαρούσι, στις 29 Ιουνίου.” “Στις 29 Ιουνίου; Την ίδια ημερομηνία έχω γεννηθεί κι εγώ! έχουμε ίδια μέρα γενέθλια!“ λέω χαρούμενος. Πεταρίζει τα μάτια και μετά σουφρώνει τα χείλη “ναι, αλλά διαφορετική χρονιά!” λέει μελοδραματικά, βγάζει το καπέλο και συνεχίζει:
“Ταϋγέτη με έβγαλε ο πατέρας μου από το βουνό, τον Ταϋγετο, γιατί ήταν από τη Λακωνία. Δεν ήθελε να μου δώσει χριστιανικό όνομα. Μπορεί να ήταν δικαστής και να έβαζε τους άλλους να ορκίζονται στο Ευαγγέλιο, ο ίδιος όμως ήταν άθεος. Άθεος και δημοκράτης. Ενώ η μάνα μου ήταν θρήσκα και βασιλικιά. Πέθανε όμως νωρίς και μας άφησε ορφανά. Παλεύαμε για να τα βγάλουμε πέρα. Εγώ είχα ένα φίλο, γυμναστής ήταν, που τον είχα ερωτευτεί και του έπαιζα διάφορα σκετς. Αυτός με ξεμυάλισε και μου είπε ότι έχω ταλέντο και έπρεπε να γίνω ηθοποιός. Έτσι, κρυφά από τον πατέρα μου, πήγα στο Εθνικό Ωδείο κι σπούδασα ηθοποιία και τραγούδι. Είχα μια καταπληκτική φωνή, ήμουν μέτζο σοπράνο, όταν έμαθαν ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, έλεγαν “κρίμα να χαθεί μια τέτοια φωνή”. Πιάνει το καπέλο, σηκώνεται όρθια κι αρχίζει να τραγουδάει: “O ταυρομάχος προχωρεί, και προχωρεί και προχωρειειειεί!” βγάζει μια τσιρίδα στο τέλος και αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είναι στη ζωή τόσο τρελή όσο και στις ταινίες
Η Ταϋγέτη, όρθια αριστερά, με τη σκούπα, μαζί με άλλες εξόριστες στη Μακρόνησο. Πολλές γυναίκες τις έστελναν εξορία με τα παιδιά τους.
Στη συνέχεια όμως, όταν μου διηγείται, έντονα και παραστατικά, τα βάσανα που πέρασε για την πολιτική της δράση, καταλαβαίνω ότι πίσω απ΄την εξωστρέφεια και τους θεατρινισμούς κρύβεται μια μοναχική, πονεμένη γυναίκα, με ευαίσθητη ψυχή: “Έβλεπα κάθε μέρα τη φτώχεια και την αδικία που υπάρχει στον κόσμο και έλεγα, δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα που να υπερασπίζεται τον φτωχό και τον αδικημένο! Ετσι έγινα κι εγώ κομουνίστρια, στην αρχή δεν είχα γραφτεί στο κόμμα, πήγαινα συχνά στις συγκεντρώσεις τους, πίστευα στον κομμουνισμό σαν κοσμοθεωρία. Όμως με κάρφωσαν οι χαφιέδες και μια ωραία πρωία με κάλεσαν στην ασφάλεια. Με ρωτάνε: “Πες, είσαι κομουνίστρια;” “Όχι” τους λέω. “Υπόγραψε εδώ ότι δεν είσαι και αποκηρύσσεις τον κομμουνισμό και τις παραφυάδες του” “Δεν υπογράφω!” “Μα θα πας εξορία” “Ας πάω. Αυτό που θέλετε να κάνω είναι άδικο!”
Με άρχισαν στα χαστούκια και τις μπουνιές αλλά εγώ όχι μόνο δεν υπέγραφα αλλά τραγουδούσα κιόλας τη Διεθνή.” Σηκώνεται ξαφνικά, κάνει το χέρι της γροθιά και αρχίζει να τραγουδάει: “Εμπρός της γης οι κολασμένοι, της πείνας σκλάβοι εμπρός! εμπρός!, το δίκιο απ΄τον κρατήρα βγαίνει, σαν βροντή σαν κεραυνοοός!” φωνάζει και κουνάει τη γροθιά της. Τα έχω χάσει. Περίμενα μια ευχάριστη τρελή και μου βγήκε Πασιονάρια! Δεν ξέρω τι να κάνω. Ευτυχώς μετά από λίγο συνέρχεται, φτιάχνει τα μαλλιά της, φοράει το καπέλο της, κάθεται δίπλα μου και συνεχίζει:” Και αυτοί δόστου να με χτυπάνε με τα γκλοπ, με ξύλα, να με κλωτσάνε, να μου ξεριζώνουν τα μαλλιά. “Υπόγραψε γιατί θα σε στείλουμε εξορία!” μου λέγανε. “Μωρέ κομματάκια να με κάνετε δεν υπογράφω!” Στο τέλος αφού είδαν κι αποείδαν ότι δεν υπέγραφα, με έστειλαν εξορία.
Εξόριστες στο Τρίκερι, μπροστά στο θέατρο που η Ταϋγέτη έπαιξε την Ιώ από τον “Προμηθέα Δεσμώτη” του Αισχύλου.
” Για 3 χρόνια ήμουν εξορία. Χίο, Μακρόνησο, Τρίκερι, Αη Στράτη. Είμαστε χιλιάδες γυναίκες, πολλές είχαν μαζί και τα παιδιά τους. Μέναμε σε κάτι σκηνές τρύπιες, όταν έβρεχε γέμιζαν με νερό και λάσπη. Είχαμε βγάλει και τραγούδι: “Στήνουμε τσαντίρια δίχως αντοχή, και την άλλη μέρα φτου κι απ΄ την αρχή.” Στην εξορία έφαγα πολύ ξύλο! Πρωί, μεσημέρι και βράδυ μας έδερναν. Και όχι μόνο ξύλο. Βασανιστήρια να δουν τα μάτια σου. Μας κούρευαν, μας μαστίγωναν, μας έκλειναν σε ένα τσουβάλι με μια γάτα μέσα και μας έριχναν στη θάλασσα. Άλλες τις χώριζαν από τα παιδιά τους, άλλες τις βίαζαν, τις άφηναν για μέρες νηστικές. Πολλές δεν άντεξαν και υπέγραψαν. Εγώ είμαι από τη Λακωνία, Μανιάτισσα, αγύριστο κεφάλι. Υπέφερα πολλά αλλά δεν υπέγραψα!
Και όχι μόνο δεν υπέγραψα, αλλά παρ΄όλα τα βασανιστήρια κατορθώσαμε και ανεβάσαμε στοΤρίκερι και μια παράσταση, τον “Προμηθέα Δεσμώτη”! Με σκηνικά, κοστούμια, μάσκες, μουσική. Το παίξαμε κοντά στην παραλία, ο χορός των Ωκεανίδων ερχόταν από τη θάλασσα. Για εμάς τις εξόριστες, ο Προμηθέας ήταν αυτός που αντιστάθηκε, αυτός που δεν υπέγραψε. Εγώ έπαιξα την Ιώ, που την κυνηγάει ένα έντομο ο “οίστρος” και την τσιμπάει κάθε τόσο κι αυτή ουρλιάζει από πόνο. Όταν το έπαιζα σκεφτόμουν όλο αυτό το ξύλο που τρώγαμε και ούρλιαζα πιο δυνατά. Θέλεις να σου παίξω λίγο, όσο θυμάμαι;” με ρωτάει.
“Τώρα θα κρεμαστώ! Τώρα θα σκοτωθώ!” Η Ταϋγέτη στον “Παπατρέχα”
Τι θα κάνατε αν η Ταϋγέτη σας πρότεινε να σας παίξει τραγωδία; Εγώ πάντως της είπα ναι και βλαστήμαγα την τύχη μου που δεν είχα πάρει ούτε φωτογραφική μηχανή, ούτε μαγνητόφωνο. Σηκώθηκε, πήγε στο video wall, έκλεισε τον ήχο στις τηλεοράσεις και άφησε μόνο την εικόνα, στάθηκε μπροστά, συγκεντρώθηκε για λίγο και άρχισε να ουρλιάζει: “Αααχ! Αααααχ! Πάλι την άθλια με κεντά ο οίστρος! Ααααχ! Αλίμονό μου, που πάλι με τραβούν μακριοπεριπλάνητοι δρόμοι;” Μας άκουσε όλη η πολυκατοικία. Και την ώρα που έβγαζε την πιο ψηλή τσιρίδα της, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ήταν η κυρία από το διπλανό διαμέρισμα. “Κυρία Ταϋγέτη είστε καλά; Γιατί άκουσα κάτι φωνές” της λέει. “Δεν ήταν φωνές, ήταν ο “Προμηθέας Δεσμώτης” του Αισχύλου!” της απαντάει η Ταϋγέτη περιφρονητικά. “Και σας έχω πει τόσες φορές, δεν είμαι κυρία, είμαι δεσποινίς!” συμπληρώνει και της κλείνει την πόρτα στα μούτρα! Κι όπως γυρίζει προς τα εμένα, βλέπω το πρόσωπό της να έχει αλλάξει, να έχει πάρει αυτό το μισότρελο ύφος με το πλατύ χαμόγελο και αναγνωρίζω επιτέλους την Ταϋγέτη των ελληνικών ταινιών! “Πού είχαμε μείνει;” με ρωτάει και κάθεται δίπλα μου.
Ταϋγέτη και Βασιλειάδου που ρωτάει: “Εσείς από τι πάσκετε; Μιλίγκρα;”
Έχει φτάσει η στιγμή να τη ρωτήσω, αυτό που είχα ρωτήσει και την Γεωργία Βασιλειάδου, αν θεωρεί τον εαυτό της άσχημο ή όμορφο. “Κοίτα”, μου λέει διστακτικά, “δεν με λες και πεντάμορφη, αλλά με θέλει ο φακός, έχω μια φωτογένεια, γι΄αυτό με παίρνουν στις ταινίες. Εξ΄άλλου έχω και τα ωραιότερα πόδια στον ελληνικό κινηματογράφο!” και μου δείχνει τα πόδια της, που όντως, παρά την ηλικία της είναι αξιοθαύμαστα.”Σε ποια ταινία πρωτοεμφανιστήκατε;” “Στην “Κάλπικη Λίρα” το 1955. Μετά έπαιξα σε πολλές, που να θυμάμαι τώρα, στον “Ζηλιαρόγατο”, στο “Ενας ήρωας με παντούφλες”, στο “Θησαυρό του μακαρίτη”, στην “Χαρτορίχτρα”, στον “Παπατρέχα”, στο “Τρελός, παλαβός και Βέγγος”. Α, ο Θανάσης Βέγγος ήταν καταπληκτικός άνθρωπος, με είχε πάρει σε πολλές ταινίες. Με αγάπαγε πολύ. Και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με αγάπαγε και με βοηθούσε. Όταν γύρισα από την εξορία, κανείς δεν με έπαιρνε στο θέατρο και μόνο ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με φώναξε και μου είπε: “Πώς είσαι Ταϋγέτη οικονομικά; Κάθε 15νθήμερο που πληρώνομαι θα έρχεσαι και θα σου δίνω κάτι.” Ποιος; Ο δεξιός Κωνσταντάρας! Και ο Τίτος Βανδής, παρ΄όλο που δεν είχε να φάει, ήρθε μια μέρα και μου έφερε 80 δραχμές. Σου το λέω τώρα και βουρκώνω.”
Με την Γεωργία Βασιλειάδου και την Ξένια Καλογεροπούλου στο “Θησαυρό του μακαρίτη”
Φοβήθηκα πως η κουβέντα θα ξαναγύριζε στα πέτρινα χρόνια και για να την προλάβω, τη ρωτάω πότε να έρθω με τον φωτογράφο να την φωτογραφίσω. Πριν προλάβει να μου απαντήσει , χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει, αρχίζει να μιλάει με κάποιον και κάθε τόσο με κοιτάζει. “Μα είναι εδώ ο άνθρωπος!” την ακούω να λέει κάποια στιγμή. “Εντάξει, εντάξει, θα του το πω!” συμπληρώνει εκνευρισμένη, κλείνει το τηλέφωνο και πάνω εκεί, μου σκάει το κανόνι: “Ξέρεις, με είχαν πάρει από την τηλεόραση για να δώσω μια συνέντευξη και μου είπαν να μη πάω να δώσω πουθενά αλλού, πριν βγει στον αέρα. Μετά μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε.”
Τα πήρα στο κρανίο. Όποιος έχει δουλέψει σε κάποιο έντυπο, ξέρει καλά πως υπάρχει χρονοδιάγραμμα, προγραμματισμός για κάθε θέμα και είναι δύσκολο να αλλάξει. Τι να τους έλεγα τώρα; Περιμένετε να βγει πρώτα η συνέντευξη στην τηλεόραση; Να έρθουμε δεύτεροι και καταϊδρωμένοι; Δημοσιογραφικά δεν θα είχε ενδιαφέρον. Δεν είπα τίποτα, συμφώνησα πως έτσι είναι το σωστό, πρώτα η τηλεόραση και μετά όλα τα άλλα.
Είχε νυχτώσει, επέμενε να μου κάνει το τραπέζι, δέχτηκα, δεν ήθελα να την προσβάλω, έφερε για μένα μακαρονάκι κοφτό, σκέτο, χωρίς σάλτσα και ένα μπουκάλι μπύρα. Αυτή έφαγε ένα γιαούρτι, μιλούσε συνεχώς και μου έλεγε πως δεν θα τα πει όλα στην τηλεόραση, μερικά θα τα φυλάξει αποκλειστικά για μένα. Έφαγα σιωπηλός, σηκώθηκα από τον καναπέ-κρεβάτι, της έδωσα το τηλέφωνό μου να το έχει πρόχειρο, συμφωνήσαμε μόλις τελειώσει με την τηλεόραση να με ειδοποιήσει. Στην εξώπορτα μου έβαλε ένα πεντακοσάρικο με τη βία στην τσέπημου για να πάρω ταξί! Προσπάθησα να της το δώσω πίσω, στάθηκε αδύνατον, την χαιρέτησα και έφυγα βέρι χολοσκασμένος που θα έλεγε και η Γεωργία Βασιλειάδου.
Αργά το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο. “Μήπως ενοχλώ;” μου λέει ναζιάρικα. Και μου αρχίζει μια ολόκληρη ιστορία, ότι από την πρώτη στιγμή που με είδε με συμπάθησε, ότι αυτή δεν συμπαθεί εύκολα, άρα για να με συμπαθήσει πάει να πει πως είμαι καλός άνθρωπος, ότι θέλει να μιλάμε στον ενικό και άμα δεν με ενοχλεί να τα λέμε πότε-πότε τηλεφωνικά.
Και έτσι άρχισαν τα τηλεφωνήματα, τα περισσότερα αργά το βράδυ ή νωρίς το πρωί. Και τι δεν΄μου είπε σε αυτά τα τηλεφωνήματα! Στην αρχή μιλούσε για απλά θέματα, για τον καιρό: “ούτε στη εξορία δεν είχε τέτοια ζέστη!”, για την πολιτική: “από όλους τους πολιτικούς μόνο τον Γεννηματά σέβομαι”, για τη διατροφή μου: “είσαι χλωμός, να τρως συκώτι”. Σιγά-σιγά, με την οικειότητα που αναπτύχθηκε, μου μιλούσε, καλυμμένα στην αρχή, για άσχετα θέματα που όμως έκρυβαν έναν ερωτισμό: “πήγα στη λαϊκή και και είδα κάτι μελιτζάνες μαύρες, ωραίες, ντούρες! Κολάστηκα, μου θύμισαν ξέρεις τι, αλλά δεν τις πήρα, είχαν 100 δραχμές το κιλό.” Μετά πιο απροκάλυπτα άρχισε να μου μιλάει για τα προσωπικά της: “Είχα ένα φίλο πριν μερικά χρόνια, αλλά μόλις εμφανίστηκε το Αids του είπα να διακόψουμε. Απαπαπά! δεν το ρισκάρω! Θα βάλω κλειδαριά και θα το κλειδώσω!” Ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια! Άρχισα κι εγώ να της εκμυστηρεύομαι διάφορα και κάποια στιγμή, τι το ήθελα; της λέω, “το ξέρεις ότι σε αγαπούν πολύ οι αδελφές;” Μικρή παύση από την άλλη μεριά του τηλεφώνου και μετά ρωτάει με περιέργεια: “Σοβαρά; και τι λένε οι αδελφοί για μένα;” ” Ότι αν σε είχε συναντήσει ο Αλμοδόβαρ, θα ήσουν πρωταγωνίστρια σε όλες του τις ταινίες.” Τον ήξερε τον Αλμοδόβαρ, είχε δει και τις ταινίες του, κολακεύτηκε. Από τότε, κάθε φορά που μου τηλεφωνούσε, κάποια στιγμή ρωτούσε: “Kαι οι αδελφοί; Τι λένε οι αδελφοί για μένα;”
Η Ταϋγετη στο Εθνικό Θέατρο με τον Δημήτρη Τσούτση.
Μετά ξεκίνησε η ιστορία της μπερτούλας. “Εχω ένα κομμάτι βελούδο και θέλω να φτιάξω μια μπερτούλα για τους ώμους, μια σαλοπέτ. Ξέρεις κανά μόδιστρο να πάω να τη ράψω;” μου λέει μια μέρα. Θυμήθηκα πως ο Μάρκελλος Νύχτας μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο πόσο θαυμάζει την Ταϋγέτη και πόσο θα ήθελε να τη γνωρίσει από κοντά ” Ναι” της λέω, “ξέρω κάποιον που σε θαυμάζει πολύ και είναι και μόδιστρος, το όνομά του είναι Μάρκελλος Νύχτας.” Της έδωσα τον αριθμό του, ειδοποίησα και τον Μάρκελλο και για ένα μήνα η Ταϋγέτη σταμάτησε να με παίρνει τηλέφωνο. Είχα αρχίσει να ανησυχώ, όταν, μια μέρα, με παίρνει ο Μάρκελλος κι αρχίζει να με βρίζει: “Παύρη η ώρα που σου είπα για την Ταϋγέτη! Που να παυρίσεις και να γίνεις σαν κατράμι! Mωρή, με έχεις καταστρέψει! Με παίρνει η Ταϋγέτη τρεις φορές την ημέρα για αυτή την μπερτούλα και με έχει τρελάνει! Τη μια τη θέλει έτσι, την άλλη τη θέλει αλλιώς, δεν ξέρω τι να κάνω! Πες της κάτι κι εσύ γιατί μου έχει σπάσει τα νεύρα!”
Τι να της πω;Eίχε πεθάνει η αγαπημένη της αδελφή και μετά από αυτό, η Ταϋγέτη είχε αρχίσει να χάνει τη σπιρτάδα της, το κέφι της για ζωή, την πίστη της πως μια μέρα θα κυριαρχήσει η αγάπη και η δικαιοσύνη. Σιγά-σιγά έμπαινε στον κόσμο της άνοιας, εκεί που όλα μπερδεύονται γλυκά και τίποτα δεν έχει σημασία πια. Έτσι η συνέντευξη δεν έγινε ποτέ. Ούτε και η φωτογράφιση. Τελευταία φορά που την πήρα τηλέφωνο και μιλήσαμε ήταν στις 29 Ιουνίου του 1994, που ήταν τα γενέθλιά μας. Εκείνη γινόταν 80 ετών κι εγώ 40. “Οι αδελφοί εύχονται χρόνια πολλά!” της λέω και την ακούω να γελάει ευχαριστημένη. “Χαχαχα! Και τι είναι σήμερα; Τι γιορτάζουμε;” ρωτάει με απορία. “Τα γενέθλιά σου Ταϋγέτη μου! Τα δικά σου και τα δικά μου! Χρόνια μας πολλά! Μήπως θέλεις να πεις κάτι στους αδελφούς; Μήπως έχεις να κάνεις κάποια δήλωση;” Κι εκεί που κακάριζε γεμάτη χαρά, σταματάει και ακούω τη φωνή της να αλλάζει, να πάλλεται, να γίνεται άγρια και αποφασιστική: “Δήλωση; Κομματάκια να με κάνετε κερατάδες, δεν υπογράφω δήλωση!” μου λέει και μου κλείνει το τηλέφωνο!
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο