Ο Χρήστος Συριώτης γράφει στο προσωπικό του blog, για τη διαδρομή που έκανε με τον πατέρα του, Θόδωρο Συριώτη, όταν ήταν μικρός -πριν ακόμα ασχοληθεί με την υποκριτική- τα καλοκαίρια στην Επίδαυρο που ο πατέρας του έπαιζε σε παραστάσεις. Αργότερα, ο γκιώνης θα στοιχειώσει τις μνήμες του…
Υπάρχει μια διαδρομή που οι «μυημένοι», αυτοί που ξέρουν, όταν την διασχίζουν ανανεώνουν την σύμβαση με τη ζωή. Από πολύ μικρός άκουγα, και καμιά φορά περπάταγα, αυτό το παράξενο πλακόστρωτο στενό, ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, δρομάκι. Ο πατέρας μου με κράταγε από το χέρι και περπατώντας το, μου μίλαγε για αυτό : – «Ξέρεις πόσες ανάσες, πόσα καρδιοχτύπια, πόση αγωνία γνώρισε αυτό το πέτρινο στενό δρομάκι » μού έλεγε όλο καμάρι. Άκουγα τη βαριά ανάσα του, και ένιωθα στο χοντρό του χέρι, τις φλέβες του που κτυπούσαν δυνατά . Μύριζα την κόλα από τα ψεύτικα μακριά γένια που φορούσε, και τα χείλη μου ξεστόμιζαν την απορία: «Μπαμπά πως με τέτοια ζέστη καλοκαιριάτικα, αντέχεις και φοράς ολόμαλλα ρούχα ;» Δεν έπαιρνα ποτέ απάντηση . Κατά βάθος ήξερα, καταλάβαινα. Αργότερα… έμαθα … ένιωσα…
Στα μισά της παράξενης αυτής διαδρομής υπάρχει ένα μικρό βρυσάκι. -«Πιες, για να μη διψάς αργότερα» μου΄ λέγε ο πατέρας μου, «η πρόβα θα κρατήσει ως αργά απόψε.» – «Καλά, άμα διψάσω θα βγω να πιω» απαντούσα με το θράσος των νεανικών μου χρόνων. -«Ναι, αλλά από πάνω. Θα ανέβεις τις κερκίδες για να βγεις από πάνω, μην ενοχλήσεις την πρόβα , μη με εκθέσεις…» απαντούσε αυστηρά ο πατέρας μου.
Διασχίζοντας το στενό δρομάκι των «μυημένων», δεξιά μας και αριστερά, έβλεπες και άλλους συναδέλφους του πατέρα μου ντυμένους με τα ίδια μάλλινα ρούχα, να ζεσταίνουν τη φωνή τους, κάνοντας ήχους με το στόμα τους. Οι φωνές τους, οι ήχοι τους, μοιάζανε με ακούσματα προαιώνια . Όλοι κλεισμένοι στο σώμα τους, στη σκέψη τους, κρυμμένοι πίσω από τις ψεύτικες γενειάδες, κάτω από τα ολόμαλλά τους ρούχα , σκορπισμένοι, χωμένοι ανάμεσα στα δέντρα, που όριζαν με τρόπο φυσικό τη «μυστική» διαδρομή . Οι φωνές τους αυτές σιγά σιγά, άρχιζαν να μπλέκουν με τους ήχους του γκιώνη.
Στη ζωή μου πάντα όταν ακούω γκιώνη, «ακούω» και αυτές τις φωνές που ζεσταίνονται, προετοιμάζονται γλυκά. Αυτές τις προαιώνιες φωνές, που λίγο αργότερα θα εκτεθούν στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου και θα ζεστάνουν τις ψυχές των θεατών. Θα δημιουργήσουν την αίσθηση του Μεγάλου, του Ωραίου, του Αιώνιου . Πάντα όταν ακούω γκιώνη, μυρίζω το άρωμα τις κόλλας , νιώθω τους σφυγμούς των ανθρώπων που ανεβαίνουν, που διασχίζουν το στενό , τις ανάσες τους που παλεύουν με την αγωνία . Αφετηρία τους τα καμαρίνια. Προορισμός τους η δημιουργία ονείρων. Ο γκιώνης μου φέρνει στο μυαλό αυτό το στενό των μυημένων, που άκουγα από παιδί και που ευτύχισα κάποιες φορές να το διασχίσω ως ενήλικας , χωρίς τη συνοδεία του πατέρα μου. Πάντα όμως με εκείνον στη σκέψη μου, όταν το διέσχιζα και με σεβασμό στις αγωνίες που πέρασε ανεβαίνοντας το. Με σεβασμό σε όλους τους ηθοποιούς που το διέσχισαν και σε αυτούς που ονειρεύονται να το διασχίσουν κάποτε. Ένα στενό , λίγο πριν το 1ο βήμα. Ένα στενό, λίγο πριν αρχίσει το όνειρο. Ένα στενό ανάμεσα σε ψηλά κυπαρίσσια, πεύκα και έλατα , με τον γκιώνη ενορχηστρωτή και προπομπό
Σχόλια για αυτό το άρθρο