Αλλά και στο σχολείο μας έδερναν πολύ. Ο δάσκαλος μας υποχρέωνε να φέρνουμε οι ίδιοι τις βέργες, κλαδιά από μουριά, τα οποία συνήθως τα δοκίμαζαν πάνω στην πλάτη μας. Εκείνη την εποχή παιζόταν η ταινία “Το ξύλο βγήκε απ΄τον Παράδεισο“. Οι δάσκαλοι την είχαν δει και τα χαστούκια, τα μαλλιοτραβήγματα και το στρίψιμο του αυτιού έδιναν και έπαιρναν. Είχαμε γίνει όλοι Παπασταύρου και Γιαδικιάρογλου. Οι γονείς έφερναν τα παιδιά στο σχολείο και έλεγαν στους δασκάλους “Σου έφερα κρέας να μου επιστρέψεις κόκαλα”, υπονοώντας “δώστου ξύλο μέχρι να μείνει μισός”. Άλλοι έλεγαν “δάσκαλε αργασέ του το τομάρι” και μερικοί πιο προοδευτικοί “δάσκαλε, το κεφάλι του πρόσεξε, όπου αλλού δείρ’ τον αλύπητα“.
Ήταν σχεδόν παράδοση τα μεγαλύτερα αγόρια να δέρνουν τα μικρότερα. Όποιος ήθελε να επιβληθεί στους μικρότερους ή να κλέψει τους βώλους, το στιλό, το τετράδιο, το κολατσιό, περίμενε σε μια γωνιά με κανά δυο φίλους του και αν δεν του έδινες οικειοθελώς αυτό που ήθελε, έτρωγες μπουνιές, κλωτσιές, σφαλιάρες. Εννοείται πως όταν γυρνάγαμε στο σπίτι από υπερηφάνεια δεν λέγαμε στους γονείς ποιος μας κατάντησε έτσι.Το αποτέλεσμα ήταν να φάμε δεύτερο ξύλο χειρότερο από το πρώτο.
Περιέργως οι πατεράδες έδερναν λιγότερο από τις μανάδες. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτές οι τσαούσες, μπορεί να έδερναν και τους άντρες τους με κανά σκουπόξυλο. Μια φορά πάντως, ήταν Πάσχα, μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου ένα ξύλινο αλογάκι, το είχα καβαλήσει και έπαιζα στον πάνω όροφο του σπιτιού μας. Ακριβώς από κάτω είχε στηθεί το πασχαλινό τραπεζι, το αρνί ήταν έτοιμο, η οικογένεια κάθισε να φάει, “Γιωργάκη έλα κάτω” μου λέει ο πατέρας μου, σηκώνομαι και, δεν ξέρω πως, κάνω έτσι με τον αγκώνα μου και το ξύλινο αλογάκι πέφτει πάνω στο κεφάλι της θείας Ασημίνας! Λιποθύμησε η γυναίκα, ανέβηκε ο πατέρας μου με τη λουρίδα στα χέρια και το ξύλο που έφαγα το θυμάμαι ακόμα και τώρα που σας γράφω.
Όλο αυτό το παύρο ξύλο τελείωσε ξαφνικά μετά από ένα επεισοδιακό γεγονός. Μια μάνα στη γειτονιά μας, για να δείξει στις άλλες πόσο τιμωρεί τον γιο της, τον έδεσε σε μια κολόνα της ΔΕΗ και άρχισε να τον χτυπάει με ένα καλώδιο. Το παιδί λιποθύμησε, τηλεφώνησαν οι γείτονες, ήρθε η αστυνομία και άρχισε να ρωτάει εμάς τα παιδιά αν μας κακομεταχειρίζονται οι γονείς μας. Σοφά σκεπτόμενοι, δεν τους μπλέξαμε, αλλά από εκείνη την ημέρα όταν σήκωναν το χέρι λέγαμε “θα πάω να το πω στην αστυνομία” και αμέσως έβλεπες το χέρι να κατεβαίνει.
Αγαπημένη μανούλα με το βαρύ σου χέρι! Τώρα που με ταράζει στα χαστούκια η ζωή, και τι δεν θα έδινα να είχες τη δύναμη να μου δώσεις ένα χαστούκι παραπάνω! Και δεν με νοιάζει αν θα δω, όπως η Παπασταύρου, πεταλούδες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες…κι αυτή τη φορά ας προστεθούνε και γαλάζιες…
Σχόλια για αυτό το άρθρο