Mπήκαμε στη Σαρακοστή και όλα τα μαλάκια
τρέχουν να εξαφανιστούν στην άμμο, στα βραχάκια.
Κάθε χρονιά, τέτοια εποχή, την Καθαρή Δευτέρα
χάνει η μάνα το παιδί κι η κόρη τον πατέρα.
Τα στρείδια φεύγουν μακριά από το σπιτικό τους
και κλείνονται ερμητικά μέσα στο όστρακό τους.
Με το μελάνι η σουπιά πάνω σε ένα φύκι
έχει αρχίσει απ΄το πρωί και γράφει διαθήκη.
Στα βοτσαλάκια του γιαλού κλαίνε τα καβουράκια
γιατί η μαμά τους θα ψηθεί πάνω στα καρβουνάκια.
Φτιάχνουν τα μπογαλάκια τους κάτι μικρές γαρίδες
και φεύγουν μετανάστριες στις μακρινές Μαλδίβες.
Το μύδι κλαίει με λυγμούς, τη μοίρα του γνωρίζει
θα καταλήξει στον ατμό ή γεμιστό με ρύζι.
Κάτι χταπόδια τρυφερά ντύθηκαν μασκαράδες
μήπως και ξεγελάσουνε, τους δύτες, τους ψαράδες.
Τα καλαμάρια τραγουδούν τραγούδια του Τσιτσάνη
γιατί το ξέρουν θα βρεθούν με αλεύρι στο τηγάνι.
Φεύγουν μακριά οι αχινοί, αλλάζουν λιμανάκι
προτού τους φάνε οι Χριστιανοί ωμούς με λεμονάκι.
Και ένας γέρο-αστακός φωνάζει με αγωνία:
“Δεν είναι αυτό Σαρακοστή, είναι γενοκτονία!”
Το στρείδι μπαίνει βιαστικά μέσα στο σπιτικό του
και κλείνεται ερμητικά μέσα στο όστρακό του.
Σχόλια για αυτό το άρθρο