Το 1933, στο βιβλίο της Εξαρτάται από τις Γυναίκες, η Έλινορ Ρούσβελτ, σύζυγος του Αμερικανού προέδρου και μία από τις πιο ισχυρές και δραστήριες πολιτικά γυναίκες του 20ου αιώνα, τιμούσε τις Αμερικανίδες που βοήθησαν να βγει η χώρα τους από τη χειρότερη οικονομική κρίση στην ως τότε ιστορία της: the Great Depression που μπορεί να μεταφραστεί και ως Η Μεγάλη Κατάθλιψη, άρχισε το 1930 και κράτησε για μερικές χώρες μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’40 με προμήνυμα τη Μαύρη Τρίτη του ’29, όταν το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε.
«Οι γυναίκες ξέρουν ότι η ζωή πρέπει να συνεχιστεί και οι αναγκαιότητες της να αντιμετωπιστούν. Το δικό τους κουράγιο και αποφασιστικότητα μας έχει βγάλει από χειρότερες καταστροφές». Αν και στην περίπτωση αυτή βοήθησε η μεταστροφή της βιομηχανίας για τις ανάγκες του πολέμου, η συνεισφορά του γυναικείου πληθυσμού ήταν καθοριστικής σημασίας.
«Δεν πεινάσαμε, αλλά ζήσαμε λιτά, χωρίς πολυτέλειες». Αυτή η φράση είναι η επιτομή της εμπειρίας πολλών αμερικανικών οικογενειών εκείνη την περίοδο. Γλίτωσαν από την ένδεια αλλά δυσκολεύτηκαν να τα βγάλουν πέρα. Η τυπική νοικοκυρά της δεκαετίας του ’30 έχει σύζυγο που ακόμη δουλεύει αλλά ο μισθός του έχει περικοπεί δραστικά, προκειμένου να κρατήσει τη δουλειά του. Αν ο σύζυγος έχανε τη δουλειά του, συχνά η οικογένεια είχε αρκετές καβάτζες και δεν χρειαζόταν να καταφύγει στην πρόνοια ή να χάσει τα πάντα.
Το διάστημα 1935-36, το μέσο ετήσιο εισόδημα ήταν 1160 δολάρια (μεγαλύτερης αξίας από τα σημερινά) που σήμαινε 20-25 δολάρια την εβδομάδα για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες της οικογένειας και σπάνια περίσσευε κάτι για το σινεμά που ήταν η πιο λαϊκή διασκέδαση. Οι γυναίκες σαν διαχειρίστριες του σπιτιού καμιά φορά αγόραζαν μπαγιάτικο ψωμί για φθηνότερο. Κάποιο ατύχημα ή ασθένεια δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τα τεντωμένα οικονομικά τους.
«Περνούσαμε τη ζωή μέρα με την ημέρα». Η εμπειρία των 2 φύλων διέφερε: οι άντρες είχαν κοινωνικοποιηθεί θεωρώντας τους εαυτούς τους ως αποκλειστικούς προμηθευτές της οικογένειας. Όταν απολύονταν αισθάνονταν αποτυχημένοι, έχαναν την αίσθηση του χρόνου και περιφέρονταν άσκοπα στους δρόμους και τα μπαρ. Από την άλλη, οι γυναίκες ενδυναμώθηκαν καθώς έπρεπε να σκαρφιστούν διάφορα για να τα καταφέρουν. Όμως ανάμεσα στις ρουτίνες του μαγειρέματος, καθαριότητας και οικιακής επισκευής (που τις κρατούσαν σε εγρήγορση) προστέθηκε και η μαζική έξοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας καθώς οι περισσότεροι άντρες βρίσκονταν στα διάφορα μέτωπα του φρικιαστικού 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι καριέρες που ήταν διαθέσιμες τότε ήταν σε λιγότερο βαθμό επιτελικές και καινοτόμες: γραμματείς, χειριστές τηλεφωνικών κέντρων, αλλά και δασκάλες, νοσοκόμες, κοινωνικές λειτουργοί, με δύο λόγια δομικές και απαραίτητες προκειμένου να υπάρχει η έννοια της κοινωνίας σαν κάτι παραπάνω από αγέλη. Εργάτριες σε εργοστάσια, υπάλληλοι σε καταστήματα, ενώ οι έγχρωμες γυναίκες (ακόμη πιο αποκλεισμένη ομάδα) απασχολήθηκαν μαζικά σαν οικιακές βοηθοί.
Πληρώνονταν σίγουρα λιγότερο από τους άντρες για την ίδια δουλειά. Αν και οι περισσότερες αγωνίζονταν για να επιβιώσουν, υπήρχαν κάποιες που δούλευαν για να διατηρήσουν μερικές «ανέσεις», όπως το φούρνο γκαζιού, τα ηλεκτρικά φώτα ή το σχολείο του παιδιού. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, αλλά οι γυναίκες συνεχίζουν να είναι ο πυρήνας της ζωής, της οικογένειας και της κοινωνικής εξέλιξης.
Σχόλια για αυτό το άρθρο