Θέλει πολύ τόλμη, άγνοια κινδύνου και ταλέντο για να μπεις στο “σκοτεινό” μυαλό μιας εμβληματικής και κρυμμένης σε έναν ομιχλώδη μύθο προσωπικότητας, όπως η Πατρίτσια Χάισμιθ. Ειδικά όταν δεν διασκευάζεις ένα έργο της, ούτε γράφεις τη βιογραφία της, ούτε βασίζεσαι σε ένα ξένο θεατρικό. Μάλλον αυτό που θέλει πάνω από όλα τα παραπάνω που γράφω στην αρχή, είναι πάθος κι ερωτική σχέση με το πρόσωπο που ασχολείσαι.
Η Πατρίτσια Χάισμιθ, γνωστή στους περισσότερους από τον “Tαλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ”, τη διασκευή του “Ξένοι στο Τρένο” από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ αλλά και πολλές άλλες μεταφορές έργων της, μεταμόρφωσε τους κανόνες του σασπένς, του ψυχολογικού θρίλερ και της αστυνομικής λογοτεχνίας, απογειώνοντας τα στη σφαίρα της εκλεκτικής λογοτεχνίας. Εκλεκτικής σαν τα βήματα ενός ακροβάτη σε τεντωμένο σκοινί που διαπράττει φόνο διαβάζοντας Ντοστογέφσκι. Ανατρέποντας πολλές φορές τις συμβάσεις του είδους και αποτελώντας πρότυπο για πάρα πολλούς μετά. Χρησιμοποιώντας τη σύμβαση του αστυνομικού μυθιστορήματος για το μετατρέψει σε χειρουργικό ψυχογράφημα. Αγαπώντας με ένα διεστραμμένα τρυφερά τρόπο τον κακό της ιστορίας της, και επιλέγοντας να μην πέσει στην παγίδα του “ποιος το έκανε”. To φονικό.
Επανεφεύροντας το σασπένς όχι σαν ένα παζλ ανακάλυψης του δολοφόνου αλλά σαν ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού ανάμεσα στους ήρωες της. Αυτό που κάνει με αριστοτεχνικό τρόπο ο συγγραφέας της παράστασης Παναγιώτης Χριστόπουλος και ο σκηνοθέτης Ιωσήφ Βαρδάκης με την περσόνα της. Και φυσικά η Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο της Χάισμιθ, σε μια από τις πιο ιδιαίτερες ερμηνείες της καριέρας της. Γιατί πολύ απλά, και οι τρεις τους, παίρνουν μια αλκοολική, λεσβία, μισάνθρωπο ηρωίδα και χωρίς να απαλύνουν καμία γωνία του ιδιαίτερου ως σκληρού χαρακτήρα της, καταφέρνουν να ανακαλύψουν την κρυμμένη τρυφερότητα μέσα της. Και το χιούμορ πίσω από τον κυνισμό της. Και ταυτόχρονα να παραδώσουν ένα ολοκληρωμένο σεμινάριο πάνω στην καλλιτεχνική έμπνευση και την τέχνη της γραφής.
Το κείμενο και η σκηνοθετική καθοδήγηση ακροβατούν με απίστευτη οικονομία λόγου και πράξης, σεβασμό και συναίσθημα αλλά ταυτόχρονα και ένα ιδιαίτερα κομψό κινηματογραφικά κομιξάδικο τρόπο, πάνω στην περσόνα της Χάισμιθ. Γιατί δεν εστιάζουν μόνο σε αυτήν αλλά και στα όρια της τέχνης και της πραγματικότητας. Της διαδικασίας της δημιουργίας. Των φαντασμάτων του μυαλού που γίνονται ήρωες μιας παράλληλης πραγματικότητας διεκδικώντας χώρο στη ζωή του δημιουργού και αποκτώντας μια φασματική υπόσταση. Αντανάκλαση των ίδιων των δαιμόνων που οδηγούν τον συγγραφέα να γράψει για να τους ξορκίσει.
Η Πατεράκη σκιτσάρει συγκλονιστικά την προσωπικότητα αυτής της ιδιαίτερης γυναίκας που υποτίθεται ότι «ήταν ένας κακός, σκληρός, άκαρδος άνθρωπος που δεν αγαπούσε κανέναν και κανένας δε μπορούσε να την αγαπήσει» όπως είχε δηλώσει ο εκδότης Ότο Πέντσλερ. Συμπληρώνοντας, «δεν κατάλαβα ποτέ πως κάποιο ανθρώπινο πλάσμα μπορούσε να είναι τόσο αδυσώπητα φρικτό». Στο έργο του Παναγιώτη Χριστόπουλου και τη σκηνοθεσία του Ιωσήφ Βαρδάκη υπάρχουν υπόννοιες για όλα αυτά. Υπάρχει όμως και μια σχεδόν χειρουργική διείσδυση μέσα στο πίσω από το φαίνεσθαι. Που δικαιώνει τη συγγραφέα και φέρνει δάκρυα στα μάτια. Για το πως μερικές φορές, ή μάλλον πολλές φορές, η δημιουργική ιδιοφυία προκύπτει μέσα από το τσαλάκωμα. Και την κακοποίηση του ίδιου σου του εαυτού. Πιθανότατα γι αυτό η Χάισμιθ αγαπούσε πάντα τους δολοφονικούς ήρωες της, μετατρέποντας τους σε σκοτεινούς σταρ.
Σε μια παράσταση που υποστηρίζεται εξαιρετικά από άλλους τρεις ηθοποιούς. Μαθητές της; Αποκυήματα της φαντασίας της; Αρλεκίνοι πρωταγωνιστές σε ένα παιχνίδι αλλαγής ρόλων και εξαπάτησης; Oι Μαρκέλλα Γιαννάτου, Ευθύμης Γεωργόπουλος και Νίκος Μαυράκης, κάνουν τη μετάβαση από τη μία εκδοχή στο άλλο, με μια αφοπλιστική αθωότητα. Η εγκληματική αθωότητα. Το έγκλημα πάντα κουβαλάει μέσα του μια παραμορφωμένη αντανάκλαση αθωότητας. Με τον Ιωσήφ Βαρδάκη να χρησιμοποιεί σκηνοθετικά με ιδιαίτερη και απόλυτα θεατρική αυτοσυγκράτηση τρικ κινηματογραφικής αισθητικής που όχι απλά δεν ολισθαίνουν στη ναρκισσιστική επίδειξη, αλλά ενισχύουν την ατμόσφαιρα και το συναίσθημα. Και την Πατεράκη, επαναλαμβάνω, συγκλονιστική να γεμίζει μια ολόκληρη σκηνή με απλές εκφράσεις, κινήσεις, υποννούμενα συναισθημάτων.
Και μια χελώνα. Στο διήγημα της Χάισμιθ “The Terrapin” ένα αγόρι δολοφονεί τη μητέρα του επειδή μαγείρεψε την αγαπημένη του χελώνα. Διήγημα εμπνευσμένο από τη βασανιστική σχέση της συγγραφέως με τη δική της μητέρα. Στο έργο του Παναγιώτη Χριστόπουλου, η ηρωίδα έχει κάτω από το ράφι με τα ποτά που πίνει συνεχώς, μια χελώνα που την ταίζει ντομάτες. Όταν όλα τελειώσουν, ή αρχίσουν ξανά, θα ακουστεί μια πολύ απλή τελευταία ατάκα, που μέσα στην απλότητά της, αν έχεις ασχοληθεί με την Χάισμιθ, αν έχεις ασχοληθεί με την ανθρώπινη φύση, θα σε χαρακώσει. Φεύγοντας από την αίθουσα, το μόνο που μου ήρθε να κάνω αυθόρμητα, ήταν να χαϊδέψω δακρυσμένος αυτή τη ψεύτικη χελώνα. Και να μπω σαν κλέφτης στα καμαρίνια, για ένα λεπτό, βιαστικά, γιατί δεν εμπιστεύομαι τις λέξεις όταν το συναίσθημα αρκεί, και να πω σε όλα τα παιδιά της παράστασης, (κι η Πατεράκη παιδί είναι), ένα “απλά σας ευχαριστώ”. H όμορφη ευγένεια στο χαμογελό της απέναντι μου, επιβεβαίωσε όσα ένοιωσα στην παράσταση και τα αγριεμένα μου βρήκαν γαλήνη.
*H παράσταση θα επαναληφθεί 30 και 31 Μαρτίου, 6 και 7 Απριλίου στο 104, Ευμολπίδων 41 Γκάζι, τηλ. 2103455020.
Σχόλια για αυτό το άρθρο