Στη μικρή μας γειτονιά, αυτό είναι κάτι σαν τελετή ενηλικίωσης. Σημαίνει ότι είμαστε μεγάλοι για να αφήσουμε μια τέτοια μέρα το σπίτι μας και να πάμε να τριγυρίσουμε μόνοι μας στις κοντινές γειτονιές. Σημαίνει επίσης ότι θα μαζέψουμε χρήματα που θα τα κάνουμε ότι θέλουμε εμείς! Κι εμείς έχουμε δει ένα τρενάκι που θέλουμε σαν τρελοί να το αποκτήσουμε, κοστίζει 1500 δραχμές, πολλά λεφτά για εκείνη την εποχή, οι γονείς μας δεν έχουν να μας το αγοράσουν, ο μόνος τρόπος για να βρούμε λεφτά είναι να πούμε τα κάλαντα.
Η μάνα μου γεμάτη αγωνία, μας δίνει συμβουλές: “Έξω στην πόρτα να λέτε τα κάλαντα… να μη φάτε τίποτα από τα γλυκά που θα σας δώσουν… μέχρι τη δύση του ηλίου να έχετε γυρίσει…” Φοράω το χοντρό μου παλτό, βάζω τις καινούργιες μου γαλότσες και παίρνω το τρίγωνο που μου έχει φτιάξει ο πατέρας μου. Ο Νίκος είναι και αυτός έτοιμος, με το τριγωνάκι του. “Σας το ξαναλέω: δεν θα φάτε τίποτα από αυτά που θα σας δώσουν!” μας λέει για εκατοστή φορά η μάνα μου. Εκείνη την εποχή, ακούγαμε πως πολλές τρελαμένες νοικοκυρές, μπέρδευαν τη ζάχαρη άχνη, με το παραθείο που είχαν για τα ποντίκια. Εξεπίτηδες ή από την απροσεξία, είχαν ξεκληριστεί οικογένειες ολόκληρες. Όμως, δεν ήταν μόνο ο φόβος του παραθείου που έκανε τις μανάδες μας να μας απαγορεύουν να τρώμε τα ξένα γλυκίσματα. Περισσότερο ήταν η περιέργεια που είχαν, να δούνε και να δοκιμάσουν πώς είχαν φτιάξει τα γλυκά οι άλλες νοικοκυρές…
Ξεκινήσαμε από τη γειτονιά μας. Ήταν νωρίς ακόμη και έτσι στην ερώτηση “να τα πούμε;” κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει “μας τα είπαν άλλοι”. Είμαστε οι πρώτοι και οι καλύτεροι. Είχαμε κάνει πρόβες και λέγαμε όλα τα κάλαντα, όχι μόνο το “Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά”. Για να πω την αλήθεια, μου φαίνονταν λίγο κουλά τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει ο στίχος “Αγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται”, τι είναι το “ζαχαροκάντιο”, τι είναι η “ζυμωτή” ή το άλλο το αγριευτικό “Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα μου την έγραφε”. Τέλος πάντων, τραγούδαγα τα λόγια τελείως μηχανικά και στο τέλος, επειδή τελειώνουν λίγο ξενέρωτα με το “Αγιε μου, άγιε μου Αη-Βασίλη”, έβαζα και ένα “Καλή χρονιά και ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος!”
Γρήγορα κατάλαβα ότι έπρεπε να γίνουν μερικές αλλαγές. Έβλεπα πως αυτοί που μας άνοιγαν, επειδή ήταν πρωί, ήταν αγουροξυπνημένοι και μόλις λέγαμε το “Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται, από την Καισαρεία, συ είσαι αρχόντισσα κυρία”, μας έδιναν χρήματα και γλυκά, μας έλεγαν “και του χρόνου” και έκλειναν την πόρτα. Έκοψα λοιπόν τους υπόλοιπους στίχους και τώρα πια κλείναμε με το “συ είσαι αρχόντισσα κυρία” και επειδή μας άνοιγαν τις περισσότερες φορές μόνο γυναίκες, τα φιλοδωρήματα αυξήθηκαν και από δεκάρες και πενηνταράκια έγιναν δραχμές και δίφραγκα!
Tελειώσαμε με τη δική μας γειτονιά, πήγαμε και στη διπλανή, τα είπαμε και εκεί, αλλά τα έσοδα ήταν ελάχιστα. Ήταν όλοι τους φτωχοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες, οι περισσότεροι εργάτες στο εργοστάσιο χαρτιού του Κώστα Δαλόπουλου, μέτραγαν και την τελευταία δεκάρα. “Θα πάμε στη βίλα του Δαλόπουλου να πούμε τα κάλαντα!” λέω στον Νίκο. “Μα είναι μακριά από τη γειτονιά μας, οι γονείς μας είπαν…” “Θέλεις να πάρουμε το τρενάκι, ναι ή όχι;” “Θέλω, αλλά…” “Άσε τα “αλλά” και προχώρα…”
Ήταν μια τεράστια βίλα, περιτριγυρισμένη με κάγκελα. Τα σκυλιά γάβγιζαν αγριεμένα, κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. “Μα πώς θα μπούμε μέσα; Θα μας φάνε τα σκυλιά!” μου λέει τρομαγμένος ο Νίκος. “Θα χτυπήσουμε το κουδούνι”. Πάμε, χτυπάμε το κουδούνι, μετά από λίγο έρχεται ένας φύλακας. “Τι θέλετε;” “Nα πούμε τα κάλαντα στον κύριο Δαλόπουλο!”. Μας κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω, “Ο κύριος Δαλόπουλος αυτή την ώρα παίρνει το πρωϊνό του… Περιμένετε να δω αν θα σας δεχτεί”. Φεύγει, μετά από λίγο ξανάρχεται, ανοίγει τη βαριά καγκελόπορτα, τα σκυλιά γαβγίζουν σαν λυσσασμένα, ένα από αυτά ξεφεύγει από τα χέρια του, ορμάει, πάει να μου δαγκώσει το πόδι, αρπάζει και μου σκίζει το παντελόνι! “Αζόρ κάτω! Κάτω!” λέει ο φύλακας, ο σκύλος μαζεύεται, αλλά το κακό έχει γίνει. Το καλό μου το παντελόνι είναι σκισμένο, φαίνεται το βρακί μου από μέσα, ο Νίκος ξεσπάει σε γέλια, κουμπώνω το παλτό μου για να μη φαίνεται το σκίσιμο, ο φύλακας μας οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού.
Στο σαλόνι υπάρχει ένα τεράστιο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, με χρυσές και ασημένιες μπάλες, με ένα φωτεινό αστέρι στην κορυφή και φωτάκια που αναβοσβήνουν. Το θαυμάζουμε σαν χαζοί. Στα σπίτια μας είχαμε κάτι μικρά δεντράκια, πλαστικά, αντί για μπάλες κρεμούσαμε κυπαρισσόμηλα βαμμένα με χρυσομπογιά, μερικοί έβαζαν και τενεκεδάκια από εβαπορέ γάλα Νουνού ή μπαλίτσες χρυσόχαρτα από τα πακέτα των τσιγάρων.
Κοντοστεκόμαστε στο σαλόνι νομίζοντας ότι θα πούμε εκεί τα κάλαντα, ο φύλακας μας κάνει νόημα, “από εδώ, στην τραπεζαρία” λέει, και μας οδηγεί στο διπλανό δωμάτιο. Μπροστά στο εορταστικό τραπέζι κάθεται ο Δαλόπουλος με τις μεταξωτές πιζάμες του και μας χαμογελάει. Η γυναίκα του μας βλέπει που στεκόμαστε σαν αγάλματα “Ελάτε” λέει, “πλησιάστε, δεν δαγκώνουμε!” “Ναι, καλά, το είδαμε…” μουρμουρίζει ο Νίκος.
“Ο Αζόρ έσκισε το παντελόνι του μικρού” λέει ο φύλακας και δείχνει εμένα. “Μη στεναχωριέσαι, θα σου δώσουμε ένα άλλο” απαντάει ο Δαλόπουλος. “Το ξέρετε ότι δεν μας έχουν πει τα κάλαντα ποτέ; Eσείς είστε οι πρώτοι που…” και πριν τελειώσει τη φράση του, μπαίνουν τα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι στην ηλικία μας, καλοπλυμένα, καλοντυμένα, χαρούμενα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ο “Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται” είναι για εμάς, τα φτωχά παιδιά, που λέμε τα κάλαντα. Τα άλλα παιδιά, σαν κι αυτά εδώ, τα καταδεχόταν και με το παραπάνω ο Άι-Βασίλης. Για αυτά κρατάει “ζαχαροκάντιο” και “ζυμωτή”! Για εμάς τίποτα!
Τα δύο πλουσιόπαιδα όρμηξαν και αγκάλιασαν τον πατέρα τους, έπειτα έκατσαν στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε. “Και τώρα πείτε τα κάλαντα και ελπίζω να μας φέρετε γούρι!” λέει πανευτυχής ο Δαλόπουλος.
Σχόλια για αυτό το άρθρο