Η σταθερή τηλεοπτική του παρουσία τα τελευταία χρόνια τον έχει καταστήσει οικείο πρόσωπο, ενώ η φετινή θεατρική του εμφάνιση αναδεικνύει την υποκριτική γκάμα ενός ηθοποιού που δίνεται σε ό,τι κάνει με όλες του τις δυνάμεις
Μια πρόβα που είδε 17 χρονών στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στη Θεσσαλονίκη ήταν καθοριστική για να πάρει την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Από τα 18 του δουλεύει ανελλιπώς στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Φέτος, είναι για έκτη χρονιά ο Ηλίας στο σίριαλ Μην αρχίζεις τη μουρμούρα, στον Alpha, με νέα παρτενέρ και καινούριες περιπέτειες για τον ήρωα που έχει αγαπήσει ο κόσμος. Παράλληλα, παίζει τον πιο διάσημο ρόλο σε ένα από τα πιο δημοφιλή μιούζικαλ, το Matilda, το οποίο είναι βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του βρετανού συγγραφέα Roald Dahl. Στη σκηνή του θεάτρου Ακροπόλ υποδύεται την Αγκάθα Τράντσμπουλ, τη διευθύντρια στο σχολείο της κεντρικής ηρωίδας, έναν ρόλο που στη διασκευή θεατρικού μιούζικαλ ερμηνεύει πάντοτε άντρας. «Κάποιες φορές η τάξη θέλει… αταξία», λέει η μικρή Matilda. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, πάντως, έχει τη ζωή του σε απόλυτη τάξη και ηρεμία.
–Είχες δει το μιούζικαλ στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη;
Όχι, ποτέ.
–Με εντυπωσιάζει το πώς έπιασες τον απαιτητικό ρόλο της Μις Τράντσμπουλ.
Ξεκίνησα τη διεργασία που κάνω πάντα ως ηθοποιός, προτού ασχοληθώ με το ότι η συγκεκριμένη παράσταση είναι μιούζικαλ. Είδα πόσο σκοτεινή είναι αυτή η γυναίκα και προσπάθησα να της δημιουργήσω ένα background, να κατανοήσω τη στάση της και να βρω αφορμές από τις οποίες να πιαστώ για να φτιάξω έναν υπαρκτό χαρακτήρα. Δεν ήθελα να βγει κάτι γραφικό ή προς το καρτούν, ήθελα να υπάρχει ένας χαρακτήρας. Έτσι προσέγγισα αυτήν τη στριφνή γυναίκα, πέρα από τις δυσκολίες.
–Είδες καθόλου σκηνές από το πρωτότυπο;
Είδα κάποια στιγμιότυπα με τον πρώτο ηθοποιό που ερμήνευσε τον ρόλο –βραβεύτηκε και με Τοny–, ο οποίος επίσης επιχείρησε να την προσεγγίσει ως χαρακτήρα και να μη μείνει στο περίβλημα.
–Οι θεατές αγαπάμε και το καρτουνίστικο στοιχείο, γιατί θέλεις να αποσυμπιέζεσαι κι από τον τρόμο που προκαλεί αυτή η γυναίκα.
Βέβαια, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό υπάρχει λόγω εμφάνισης – οι ώμοι, η καμπούρα, τα στήθη, οι κρεατοελιές, οι κάλτσες.
–Αυτός ο ρόλος έχει παιχτεί από βαρύτονους που το «κλέβουν» με τη φωνή τους. Εσύ έχεις ασχοληθεί με το τραγούδι;
Ό,τι έκανα έγινε εδώ, με τους ανθρώπους της παράστασης. Δουλέψαμε πολύ όμως.
–Φαίνεται αυτό.
Ακόμα γίνονται λαθάκια, αλλά τα καταλαβαίνω μόνο εγώ και οι μουσικοί. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είμαι τραγουδιστής, ούτε έχω εξοικείωση με το είδος του μιούζικαλ. Άλλη μία φορά είχα κάνει, πριν από 25 χρόνια, το Μερικοί το προτιμούν καυτό, όπου είχα όμως μόνο ένα τραγούδι και ένα χορευτικό.
–Τα παιδιά πώς σε αντιμετωπίζουν μετά την παράσταση; Σε φοβούνται ή σε αγαπάνε από τη Μουρμούρα;
Με αγαπούν απ’ τη Μουρμούρα! Εκτός από τις πολύ μικρές ηλικίες, τα παιδιά έχουν ξεκάθαρη εικόνα και δεν φοβούνται τόσο εύκολα, το βλέπουν σαν παιχνίδι όλο αυτό.
–Στην Ελλάδα το εκπαιδευτικό σύστημα είναι τόσο χαλαρό, που μπορεί να φτάσουν τα παιδιά να κάνουν bullying στους δασκάλους. Πώς αντιλαμβάνονται ένα έργο που διαπνέεται από τη νοοτροπία των βρετανικών boarding schools;
Για μένα, αυτό που θέλει να κάνει ο συγγραφέας είναι μια κριτική σε κάθε μορφή ρατσισμού. Δίνει ένα μήνυμα και στους γονείς: αν ένα παιδί είναι λίγο διαφορετικό από τα άλλα, μην το φοβηθείτε, μην κάνετε κανενός είδους bullying, πλησιάστε το να καταλάβετε τι συμβαίνει. Καμιά φορά τα παιδιά ξέρουν πολλά περισσότερα από εμάς τους μεγάλους, βλέπουν με πολύ πιο καθαρό μάτι ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Η μάχη του καλού με το κακό στο έργο, όπου εγώ εκπροσωπώ το κακό και η Μatilda το καλό, είναι κάτι που λατρεύω. Πολύ σωστά η καλοσύνη, η εξυπνάδα, η παιδικότητα, η φαντασία κατατροπώνουν επί σκηνής το κακό, που προσπαθεί με έναν απίστευτο αυταρχισμό να υποτάξει τα παιδιά. Αυτά πρέπει να ζήσουν ελεύθερα και να ανοιχτούν στη φαντασία τους, και πρέπει εμείς να μάθουμε από εκείνα, όχι το αντίστροφο. Δεν πιστεύω, λοιπόν, ότι είναι μια παιδική παράσταση, αλλά ένα μιούζικαλ με παιδιά.
–Παρατήρησα ότι εδώ το κοινό θα ήθελε στο τέλος η μικρή να μείνει με τον μπαμπά της, ενώ στο Λονδίνο οι θεατές λυτρώνονται που μένει με τη δασκάλα. Δεν είναι λίγο προχωρημένο για την ελληνική κοινωνία να επιλέξει το παιδί να μείνει με κάποιον άλλον;
Νομίζω ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να ωριμάσουμε. Έχω φίλους που ζουν χρόνια στο εξωτερικό και έχουν αποκοπεί τελείως από την ελληνική νοοτροπία. Τα παιδιά τους από τα 15 αναπτύσσουν δραστηριότητες και στα 18 θωρείται δεδομένο ότι πρέπει να κάνουν τη ζωή τους, για να ξανακάνουν και οι γονείς τη δική τους. Είναι μια υγιής στάση. Στην Ελλάδα, βέβαια, δεν μπορείς να το επιβάλεις αυτό, εμείς μέχρι τα 30 αντιμετωπίζουμε το παιδί σαν να είναι το μικρό μέλος της οικογένειας και ανησυχούμε μήπως πάθει κάτι και τι θα κάνει. Από την άλλη, εδώ υπάρχει μια ζεστασιά. Κάποιες φορές όμως ίσως πνίγει το παιδί, που δεν ανεξαρτητοποιείται ποτέ και μένει προσκολλημένο σε μια ενοχική σχέση με την οικογένεια.
–Η Μις Τράντσμπουλ είναι Ολυμπιονίκης και έχει μεγάλη πειθαρχία. Εσύ, με ένα τόσο φορτωμένο πρόγραμμα, πώς τα πας με την πειθαρχία;
Ακριβώς επειδή είμαι πολύ πειθαρχημένος τα πάω καλά με το βαρύ πρόγραμμα. Ξυπνάω 6 με 7 το πρωί, ακόμα κι αν δεν έχω δουλειά – έχω συνηθίσει από τα γυρίσματα της σειράς.
–Και πώς είναι η μέρα σου;
Όταν προλαβαίνω, πηγαίνω γυμναστήριο – όχι όμως όταν έχω φόρτο εργασίας, γιατί θα διαλυθώ και προσπαθώ να κρατάω δυνάμεις για τη δουλειά μου. Διαβάζω, μελετάω, ακούω μουσική, αν δεν πάω για γύρισμα θα βγω να κάνω δουλειές.
–Προλαβαίνεις να γράψεις καθόλου;
Όχι, δυστυχώς, γιατί είναι πολλές οι ώρες εργασίας. Και ξέρεις πολύ καλά ότι για να καθίσει κάποιος να γράψει πρέπει το μυαλό να είναι ξεκούραστο, δεν είναι απλώς αραδιάζω μερικές κουβέντες σ’ ένα χαρτί για να τα βγάλω από μέσα μου. Αυτό είναι εύκολο, το να συντονιστείς όμως να γράψεις κάτι έχει άλλες απαιτήσεις.
–Τις Κυριακές που ξυπνάς από τις 7 και δεν έχεις γύρισμα τι κάνεις;
Διαβάζω, κάνω κάποιες δουλειές, τρώω, μετά πηγαίνω στην παράσταση και επιστρέφω για να ετοιμαστώ για το γύρισμα της επόμενης μέρας. Σαν πρωταθλητισμός είναι! Το καλοκαίρι που δεν είχα το σίριαλ πήγαινα γυμναστήριο και είχα τελειοποιήσει και μια τούμπα που κάνει η Τράντσμπουλ, αλλά μας την έκοψαν λόγω πνευματικών δικαιωμάτων – ήταν εύρημα του Άγγλου χορογράφου.
–Πώς αντιμετωπίζεις τη μεγάλη επιτυχία της Μουρμούρας;
Η σειρά αυτή είναι για μένα ένα σχολείο, γιατί μέσα στα χρόνια εκπαιδεύομαι, διορθώνω τα εκφραστικά και κυρίως τα κωμικά μου μέσα, γίνομαι όλο και καλύτερος και επαναπροσδιορίζω τη σχέση μου με την κωμωδία, την οποία λατρεύω. Η Μουρμούρα είναι για μένα ένας υπέροχος αυτοσχεδιασμός. Μαζί με την «πρώην σύζυγό» μου, τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη, περάσαμε πέντε χρόνια, αλλά και με τη «νυν», την Κλέλια Ρένεση, δέσαμε πολύ. Τα γυρίσματα τα χαίρομαι πραγματικά, είναι σαν να πηγαίνω στην παιδική χαρά ή έξω με τους φίλους μου.
–Και αλλάζεις και «συζύγους», ενώ στην πραγματική ζωή είσαι σταθερός άνθρωπος.
Δεν φταίω εγώ, με εγκατέλειψαν! Τι να κάνω;
–Σε βοηθάει το ότι έχεις μια ήρεμη ζωή; Είναι «όπλο» για να κάνεις τόσο πολλά πράγματα παράλληλα;
Η ίδια η ερώτηση είναι η απάντηση! Αν δεν υπάρχει ισορροπία, δεν νομίζω ότι μπορούμε να πορευτούμε σ’ αυτόν τον χώρο.
–Σε αρκετούς φέρνει τεμπελιά ή μειώνει λίγο τη φόρα.
Έχεις δίκιο σ’ αυτό που λες, αλλά εμένα μου συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, με βοηθάει πάρα πολύ.
–Τα πράγματα πώς τα βλέπεις, είναι λίγο καλύτερα φέτος;
Προχωρούν και τηλεοπτικά και θεατρικά. Με την τηλεθέαση που κάνει τώρα η Μουρμούρα, νομίζω ότι την έβδομη χρονιά την έχουμε σίγουρα. Στο θέατρο, δουλεύουμε όλοι για το καλύτερο, με μεγαλύτερη χαρά. Μας έχει δώσει αυτή την ελπίδα ο κόσμος, γιατί έχει βγει από το σπίτι του. Πιστεύαμε ότι θα κλεινόταν όλο και περισσότερο, αλλά τελικά θέλει να βγει και να ξεσκάσει από το τρομολαγνικό κλίμα των ειδήσεων.
–Τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια ποια είναι;
Δεν ξέρω ακριβώς να σου πω, είναι πολλά που τριγυρίζουν στο κεφάλι μου. Είμαι σε συζητήσεις για το καλοκαίρι, και τον χειμώνα βλέπουμε.
–Τι συμβουλή θα έδινες σε ένα παιδί στην ηλικία της Matilda;
Να παίζει πολλές ώρες, να διαβάζει μυθολογία για να ανοιχτεί στον μύθο, να αναπτύξει τη φαντασία του και να μην την περιορίσει ποτέ.
–Ο αγαπημένος σου ήρωας όταν ήσουν παιδί ποιος ήταν;
Ο Ηρακλής και οι άθλοι του.
–Και αγαπημένο βιβλίο;
Όταν ήμουν παιδί ήταν Το Εναέριο Χωριό, του Ιουλίου Βερν, και αργότερα, μεγαλώνοντας, Ο σωσίας, του Ντοστογιέφσκι.
–Πότε κατάλαβες ότι ήθελες να γίνεις ηθοποιός και να ασχοληθείς με το θέατρο;
Στα 17, στη Θεσσαλονίκη. Το οφείλω σε έναν φίλο του αδελφού μου, τον Χρήστο Αρνομάλλη, που δεν είναι στη ζωή, ο οποίος μαζί με άλλους σημαντικούς ανθρώπους ίδρυσαν την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης». Ένα βράδυ μού είπε: «Δεν έρχεσαι αύριο να δεις μια πρόβα;» Πήγα, κι αυτό ήταν, τελείωσε. Την επόμενη χρονιά πήγα στη Δραματική Σχολή και από τα 18 μου δουλεύω ανελλιπώς.
–Οι γονείς σου πώς το πήραν;
Με τη γνωστή ιδιοσυγκρασία του μεσοαστού αμόρφωτου ανθρώπου, μου είπαν: «Κάνε κάτι άλλο και να το έχεις ως χόμπι αυτό». Κι εγώ απάντησα: «Αυτή η δουλειά δεν αντιμετωπίζεται ως χόμπι, ή αφοσιώνεσαι ή δεν υπάρχεις».
–Αν είχες παιδιά, θα τα άφηνες να γίνουν ηθοποιοί;
Με μεγάλη μου χαρά! Είναι πηγή ενέργειας αυτή η δουλειά, δεν γερνάς μέσα σου ποτέ και μέχρι να πεθάνεις αναζητάς πράγματα.
Φωτογραφίες: ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Fashion Editor: ΣΙΣΣΥ ΣΟΥΒΑΤΖΟΓΛΟΥ
Συνεργασία styling: ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΖΩΗΣ
Δείτε εδώ το instafeed του gynaikamagazine.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο