Είναι καιρός που η Άννα εγκατέλειψε τα τραγούδια, την αισθητική και τον ήχο του μπουζουκομάγαζου. Αυτή τα έχτισε, αυτή και τα γκρέμισε. Τα τελευταία χρόνια το ρεπερτόριό της και οι εμφανίσεις της έχουν πια τον αέρα μιας διεθνούς σταρ, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Οι ενορχηστρώσεις με τα πνευστά και το ακορντεόν δίνουν ένα χρώμα ροκ μπάντας που απέχει χιλιόμετρα από τη λεγόμενη “λαϊκή ορχήστρα”.
Μας έβγαλε την ψυχή η θεά μέχρι να εμφανιστεί. Είχα ροκανίσει όλα τα finger foods, είχα πιει με την Χριστίνα μισό μπουκάλι Stoly και η Άννα πουθενά! “Στείλε” της λέω, “κάνα μήνυμα στην κουμπάρα, πότε θα βγει, πήγε η ώρα 12 κι ούτε ένα τηλεφώνημα”. Δεν είχα καλά-καλά τελειώσει τη φράση μου και οι εξαιρετικοί μουσικοί της πήραν τη θέση τους στη σκηνή. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε και η Βίσση, αδύνατη, όμορφη, κομψή, ντυμένη στα λευκά. Από εδώ και πέρα, μέχρι τις επόμενες 4 ώρες δεν θα σταματήσει να τραγουδάει και να χορεύει.
Είναι φαινόμενο η Βίσση. Είναι σταρ, είναι θεά, είναι φωνάρα, είναι μία κι μοναδική, πάει τελείωσε! Η αντοχή της στο χώρο και στο χρόνο δεν είναι τυχαία και έγιναν με πολύ κόπο. Ο κόσμος δύσκολα αλλάζει γούστα, ο καλλιτέχνης που θα θελήσει να τον παρασύρει σε καινούργιους δρόμους πρέπει να έχει επιμονή, υπομονή και τύχη. Τα δύο πρώτα τα έχει και με το παραπάνω, η τύχη της όμως ήταν ο Καρβέλας. Ό,τι και να λένε, αν δεν ήταν ο Καρβέλας, η Άννα σήμερα θα τραγουδούσε λαϊκές δευτεράτζες και θα ζούσε με την αγωνία αν θα βρει το επόμενο τραγούδι της ανάμεσα στους συνθέτες της εποχής. Ο Καρβέλας της άνοιξε καινούργιους δρόμους, μουσικούς και στιχουργικούς, της έδωσε καινούργιο ήχο, την έβαλε να παίξει όπερα και, το σπουδαιότερο, της διαμόρφωσε το χαρακτήρα, την έκανε μαγκάκι, μια ανεξάρτητη γυναίκα, ωραία και δυνατή.
Σηκώνομαι από την πρώτη σειρά και πάω πίσω, ανάμεσα στον κόσμο που έχει κατακλύσει το Island. Είναι απορίας άξιο, πως γέμισε αυτός ο χώρος απόψε, τελευταία Κυριακή του Ιουλίου και παραμονές των διακοπών. Εντάξει είναι σούπερ το μαγαζί, τραγουδάει η Βίσση, είναι τέλος του μήνα… Αλλά να μαζέψεις 1500 άτομα, που να χτυπιούνται μέχρι τις 4, αυτό είναι κατόρθωμα που μόνο ο Χρύσανθος μπορεί να μας εξηγήσει πώς το κατόρθωσε. Παρατηρώ τον κόσμο, Έλληνες και ξένους, που χορεύουν και τραγουδούν ανέμελοι σαν να βρίσκονται διακοπές σε νησί. Οι Έλληνες, ειδικά οι γυναίκες, ξέρουν τα λόγια απ΄έξω κι ανακατωτά, τραγουδούν με κλειστά μάτια, οι μικρότερες ηλικίες έχουν βγάλει τα κινητά και τραβάνε τη συναυλία. Οι ξένοι παρασύρονται από τη μουσική και όταν ακούνε το “Λάμπω” ή το “Ξανά μανά” χορεύουν αυτοσχέδια φλαμένγκο ενθουσιασμένοι ενώ τα πυροτεχνήματα φωτίζουν την παύρη νύχτα.
Έμεινα 4 ώρες όρθιος και στο τέλος ήμουν κουρέλι. Ούτε τραγούδησα, ούτε χόρεψα. Κάποια στιγμή μόνο κράτησα μια πανύψηλη μαύρη από τη μέση και κάναμε φιγούρες. Η Βίσση δεν σταμάτησε να τραγουδάει και να χορεύει όλη αυτή την ώρα. Πού βρίσκει την αντοχή; Τη βρίσκει. Και την μεταδίδει στους άλλους. Πλησιάζω ξανά στη σκηνή, τώρα τραγουδάει καθισμένη στα γόνατα του Πανά, στο βάθος ένα φωτισμένο κότερο καθρεφτίζεται στη θάλασσα, αγαπημένοι φίλοι, η Ρεβέκκα, ο Κόκλας, ο Θοδωρής Βαρβίας, ο Αλκις, ο Ρήγος, με χαιρετούν από μακριά. “Ωραία τέλειωσε κι αυτός ο μήνας” σκέφτομαι “Να είχα γράψει και ένα τραγούδι για την Άννα θα ήταν τέλεια”. Η Βίσση με βλέπει, σαν να μαντεύει τη σκέψη μου, μου κλείνει το μάτι, τραγουδάει το “Ερωτευμενάκι” και φεύγει από τη σκηνή αγκαζέ με τον Χρύσανθο. Κλείνω κι εγώ το μάτι στην Χριστίνα και στο Νάτσιο, μπαίνουμε στο ταξί, “Καλό μήνα παιδιά!” τους λέω. “Καλό μήνα” μου απαντούν και μέσα στην παύρη νύχτα διασχίζουμε την Αθηναϊκή Ριβιέρα…
Σχόλια για αυτό το άρθρο