Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, γνωστά και ως Ελγίνεια Μάρμαρα, είναι μια συλλογή γλυπτών που προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών. Αφαιρέθηκαν – μάλλον ξεριζώθηκαν- από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία -που τελικά ήταν λαμόγιο- από το 1799 μέχρι το 1803, και μεταφέρθηκαν στην Βρετανία το 1806. Εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην ελληνική επικράτεια, κατάφερε και απέκτησε φιρμάνι από τον Οθωμανό Σουλτάνο για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα με σκοπό τη μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια, και στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους. Η ύπαρξη φιρμανιού και, αν υπήρχε, το ακριβές πνεύμα της άδειας, αμφισβητείται και στο τέλος περίμενε να βγάλει χρήματα από αυτά από το Βρετανικό Μουσείο γιατί και χρέη είχε και επεισοδιακά γκομενιλίκια. Τα γλυπτά αυτά αποθηκεύτηκαν στοΒρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 1816. Το 1936 τοποθετήθηκαν στην έκθεση Duveen που δημιουργήθηκε για αυτόν το σκοπό.
Από το 1983, με πρωτοβουλία της τότε Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, η Ελλάδα καταβάλλει προσπάθειες να φέρει τα μάρμαρα πίσω στην Αθήνα. Η προσπάθεια των ελληνικών αρχών για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στο τόπο καταγωγής και δημιουργίας τους υποστηρίζεται ενεργά από διεθνή, ομότιτλη επιτροπή.Η αναγκαιότητα της επιστροφής τους στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την επίσημη θέση της εκπροσώπου της UNESCO, με βάση την αρχή της διατήρησης της ακεραιότητας των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας. Κατά καιρούς έχουν δει τη δημοσιότητα διάφορες προτάσεις από έγκριτους, ουδέτερους παρατηρητές, με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης στη διαφωνία Ελλάδας και Βρετανικού Μουσείου επί του ζητήματος της επιστροφής των κλεμμένων γλυπτών.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το Βρετανικό Μουσείο τον Απρίλιο του 2007 αναφέρει ότι δεν προτίθεται να παραχωρήσει την κυριότητα των Γλυπτών του Παρθενώνα σε ελληνικό μουσείο. Νεότερη ανακοίνωση του Βρετανικού Μουσείου (2009) ανέφερε πως, με την ευκαιρία των εγκαινίων του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, θα ήταν διατεθειμένο να δανείσει τα Γλυπτά, αρκεί η ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους στο Μουσείο. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση.
Κατά τα άλλα χρωστάμε και τις κάλτσες μας..
Μεταξύ μας τα γλυπτά αυτά τα βλέπω ακούνητα, αμίλητα και αγέλαστα όμως τα θαυμάζει πάρα πολύς κόσμος στο Βρετανικό Μουσείο, που έχει δωρεάν είσοδο και είναι σαν το κέντρο του κόσμου.Το Βρετανικό Μουσείο αποτελεί το παλαιότερο μουσείο στον κόσμο και ιδρύθηκε το 1753 για να φιλοξενήσει τις συλλογές του ιατρού Σερ Χανς Σλόαν, ο οποίος ίδρυσε επίσης το Βοτανικό κήπο Τσέλσι. Στη συλλογή του Σλόαν προστέθηκαν και πολλά άλλα αριστουργήματα από δωρεές και αγορές από όλο τον κόσμο. Το αρχιτεκτονικό στολίδι του κτιρίου είναι το μοντέρνο κομμάτι Γκρέιτ Κορτ, που περιλαμβάνει τα περίφημα αναγνωστήρια στο κέντρο του. Οι αμύθητοι θησαυροί του κτιρίου καλύπτουν 2 εκατομμύρια χρόνια παγκόσμιας ιστορίας και
πολιτισμού.
Η αλήθεια είναι πως τα λάθη που έχουμε κάνει σα λαός και η συνεχής κακή διαχείριση της περιουσίας μας και της φυσικής ομορφιάς της χώρας μας είναι αδιαπραγμάτευτη.
Μπροστά στους Έλληνες Φιλόσοφους όμως ποζάρουμε υπερήφανοι πάντα..
Η εν λόγω συλλογή γλυπτών περιλαμβάνει μερικά από τα γλυπτά των αετωμάτων, των μετοπών, που απεικονίζουν μάχες μεταξύ των Λαπίθων και των Κενταύρων, αλλά και της ζωφόρου του Παρθενώνα που κοσμούσε το ανώτερο τμήμα των τοίχων του σηκού του ναού σε όλο τους το μήκος. Ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/2 από ό,τι απομένει από τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα που διασώθηκε: 75 μέτρα από τα αρχικά 160 μέτρα, 15 από τις 92 μετόπες, 17 τμηματικές μορφές από τα αετώματα, όπως επίσης και άλλα τμήματα της αρχιτεκτονικής. Τα αποκτήματα του Έλγιν περιλαμβάνουν ακόμη αντικείμενα από άλλα κτήρια της Αθηναϊκής Ακρόπολης: το Ερέχθειο, που μεταβλήθηκε σε ερείπιο κατά τον ελληνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-33), τα Προπύλαια και τον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Ο λόρδος Έλγιν πήρε περίπου τα μισά από τα γλυπτά του Παρθενώνα και από τα υπόλοιπα δημιουργήθηκαν εκμαγεία σε γύψο. Έκτοτε τα Μάρμαρα αναφέρονται συχνά ως Ελγίνεια.
Σχόλια για αυτό το άρθρο