Το αεροπλάνο μπαίνει στην τελική ευθεία και πριν το καταλάβω έχει πια προσγειωθεί απαλά στο βρεγμένο διάδρομο. Δόξα τω Θεώ, το μαρτύριό μου πήρε τέλος, κάνω το σταυρό μου, παίρνω τη βαλίτσα μου, μπαίνω στο λεωφορείο, περνάω από τον έλεγχο. “Για ποιο λόγο ήρθατε στην Δυτική Γερμανία;” με ρωτάει λίγο αυστηρά ο υπεύθυνος. “Για να γράψω στίχους για την Βίκυ Λέανδρος…” “Βίκυ Λεάντρος;” με ρωτάει και με κοιτάει με θαυμασμό. “Willkommen!” μου λέει μετά με ένα τεράστιο χαμόγελο, μου σφραγίζει στα γρήγορα το διαβατήριο και με αφήνει να περάσω.
Στην έξοδο με περιμένει ο Εnno von Ruffin, ο άντρας της Βίκυς. Είναι ένας ψηλός, όμορφος άντρας, με ευγενικά χαρακτηριστικά και με τον τίτλο του βαρόνου. Μπαίνω στη Mercedes και κατευθυνόμαστε προς το ξενοδοχείο. Είναι 4 το απόγευμα αλλά έχει ήδη νυχτώσει, τα φώτα στα διαμερίσματα είναι αναμμένα, παρατηρώ ότι τα παράθυρα δεν έχουν κουρτίνες. Ρωτάω γιατί, ο Εnno μου εξηγεί ότι το κάνουν επειδή σαν προτεστάντες θεωρούν ότι δεν έχουν τίποτε να κρύψουν. Δεν πολυκαταλαβαίνω, αλλά δεν συνεχίζω και την κουβέντα γιατί έχουμε φτάσει μπροστά στο ξενοδοχείο, κοντά στην πλατεία Saint Pauli.
Τα πράγματα είναι πιο ζωντανά εδώ πέρα, παντού κίνηση, κόσμος στα μαγαζιά και στα εστιατόρια, μέχρι και sex shops υπάρχουν με κόκκινες επιγραφές από νέον που διαφημίζουν την πραμάτεια τους. Χαζεύω σαν βλάχος, ο βαρόνος το βλέπει, “Σε όλα τα μαγαζιά μπορείς να πας” μου λέει σοβαρά, “εκτός από αυτό!” και μου δείχνει στο βάθος ένα πανύψηλο κτίριο με την επιγραφή “Casino Esplanade”. “Μην ανησυχείς”, του απαντώ “δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου σε καζίνο!” Χαμογελάει, “για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά” λέει αινιγματικά, με χαιρετάει και φεύγει.
Ανεβαίνω στο δωμάτιο, ευτυχώς έχει κουρτίνες, αλλά όταν πάω να τις κλείσω για να κοιμηθώ λίγο, βλέπω ξανά το φωτισμένο καζίνο και με καβαλάει ο διάολος. Σκέφτομαι πως δεν έχω πάει ποτέ να δοκιμάσω την τύχη μου, να δω πώς είναι ο τζόγος, να έχω μια εμπειρία βρε αδελφέ, που θα μου είναι χρήσιμη για ένα στίχο, για ένα τραγούδι! Έμεινα για λίγο με την κουρτίνα στα χέρια και μετά σαν υπνωτισμένος, πήρα το διαβατήριο και όλο το συνάλλαγμα (500 μάρκα) και βγήκα. Έξω, η βροχή έχει ξαναρχίσει και η νύχτα πέφτει βαριά στην πλατεία Saint Pauli…
Κέρδισα 600 μάρκα στη ρουλέτα. Τα έπαιξα στο μπλακ τζακ μαζί με 400 μάρκα από το συνάλλαγμα, σύνολο 1000 μάρκα δηλαδή, και τα έχασα όλα! Μου είχαν μείνει 100 μάρκα. Τα έπαιξα στα φρουτάκια και τα έχασα κι αυτά. Ταπί και καθόλου ψύχραιμος, με τρομερά νεύρα, βγήκα έξω, αγόρασα ένα βουρστ από το δρόμο, το έφαγα μέχρι να φτάσω στο ξενοδοχείο, ανέβηκα στο δωμάτιο, έκανα ένα καυτό μπάνιο, ξυρίστηκα, φόρεσα τα ρούχα που είχα ετοιμάσει για τη συνάντησή μου με την Βίκυ, κατέβηκα, παράγγειλα ένα εσπρέσο και έκατσα στο λόμπι να την περιμένω…
Ήρθε στην ώρα της και ήταν όπως ακριβώς την φανταζόμουν. Γλυκιά και δυναμική, μια γοητευτική Λιονταρίνα. Από την πρώτη στιγμή ταιριάξαμε. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, για την Ελλάδα και τη Γερμανία και μετά η κουβέντα πήγε στη δουλειά. “Βίκυ, εγώ όταν άκουγα τα τραγούδια σου, έκλαιγα” της λέω σε κάποια στιγμή. “Τώρα όμως πρέπει να κάνεις εσύ τραγούδια για να κλάψουν οι άλλοι!” μου λέει μισοαστεία-μισοσοβαρά.
Έχω άγχος, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, είμαι ταραγμένος που έχασα τα λεφτά μου, πίνω μια μπύρα για να ηρεμήσω, πίνω μια δεύτερη, στην τρίτη πια της ομολογώ τα καθέκαστα. Ξεσπάει σε γέλια. “Είχα βάλει στοίχημα με τον Enno ότι δεν θα πας! Φαίνεται όμως ότι αυτός ξέρει καλύτερα τους Έλληνες από εμένα!” Μετά, σοβαρεύει: “Θα φύγεις από το ξενοδοχείο και θα έρθεις να μείνεις σε μια πανσιόν κοντά στο σπίτι μου. Όσο για τα λεφτά θα δούμε τι θα κάνουμε… Κρίμα Γιώργο, δεν έπρεπε να αρχίσουμε έτσι..” μου λέει λίγο απογοητευμένη, κλείνουμε ραντεβού για την άλλη μέρα, μετά σηκώνεται, πληρώνει τον λογαριασμό και φεύγει.
Ανεβαίνω στο δωμάτιο στεναχωρημένος και, θες η μπύρα, θες η πείρα, θες ακόμα και η μοίρα, κάτι μου έστειλαν στο μυαλό, παίρνω το σημειωματάριο και αρχίζω να γράφω: ” Κόκκινες επιγραφές, για λίγη ζεστασιά, μοναχός τριγυρνάς, στης πόλης την καρδιά. Κόκκινες επιγραφές, φωνές και μουσική, τα προβλήματα ξεχνάς, προτού ο ήλιος βγει.” Άφησα το χαρτί και έπεσα στο κρεββάτι μολύβι από την κούραση.
Την άλλη μέρα το πρωί, η Γκάμπυ, η οικονόμος, στρουμπουλή, γλυκιά και πολυλογού, με παραλαμβάνει από το ξενοδοχείο για να με μεταφέρει στην πανσιόν, κοντά στο σπίτι της Βίκυς. Στο δρόμο την έβλεπα αναστατωμένη να ακούει το ραδιόφωνο και να λέει κάθε τόσο “Oh! my God! Oh! my God!”. “What’ s going on?” τη ρωτάω, κάτι άρχισε να μου λέει για την Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία, δεν καταλάβαινα, δεν έδωσα συνέχεια, μάλλον κάποιος αγώνας θα γίνεται, σκέφτηκα.
Φτάσαμε σε ένα μικρό, γραφικό, χωριό. Η Γκάμπυ μου εξηγεί ότι ανήκει όλο στον βαρόνο.Υπάρχουν εδώ χωράφια που καλλιεργούν ζαχαρότευτλα, θερμοκήπια με λουλούδια, ένα ιδιωτικό δάσος, μικρά πέτρινα σπιτάκια για τους αγρότες, λιμνούλα με πάπιες, η εκκλησία του χωριού και στο βάθος, σαν να βγαίνει από τις σελίδες παραμυθιού, το σπίτι που μένει η Βίκυ. Είναι ένας παλιός πύργος 300 ετών, που έχει διαμορφωθεί σαν κατοικία.
Μας υποδέχεται η Βίκυ με τον Εnno, είναι και οι δύο ταραγμένοι, μιλάνε με την Γκάμπυ στα γερμανικά, “Κάτι γίνεται στην Ανατολική Γερμανία.” μου λέει η Βίκυ στα ελληνικά. “Μάλλον οι κομμουνισταί γκρεμίζουν το Berliner Mauer, πώς το λέτε; το φράχτη…” “Το τείχος του Βερολίνου;” “Ναι, αυτό! Φαίνεται πως θα ενωθούν οι δύο Γερμανίες. Πάμε να δούμε ειδήσεις!”
Μέσα στο σπίτι επικρατεί μία διακριτική πολυτέλεια, χωρίς τίποτα υπερβολικό ή κακόγουστο. Ωραίοι συνδυασμοί χρωμάτων, παλιά έπιπλα, καλόγουστοι πίνακες ζωγραφικής, ακριβά χαλιά, ένα τεράστιο και ένα πιο μικρό σαλόνι, μια υπέροχη τραπεζαρία με ζωγραφισμένους τοίχους και παντού βάζα γεμάτα κίτρινα χρυσάνθεμα, το αγαπημένο λουλούδι της. Καθόμαστε στο μικρό σαλόνι, η Γκάμπυ φέρει καφέ και κέικ, ανάβουμε την τηλεόραση και βλέπουμε κόσμο να διαδηλώνει μπροστά στο Τείχος. Μια παγωμένη εκφωνήτρια λέει ειδήσεις, η Βίκυ μου μεταφράζει…
“Με τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι νικήτριες δυνάμεις χώρισαν τη Γερμανία στη μέση. Την Ανατολική την πήραν οι Ρώσοι, τη Δυτική οι Αμερικανοί. Το Τείχος του Βερολίνου ή Τείχος του Αίσχους όπως είναι γνωστό, κατασκευάστηκε τον Αύγουστο του 1961 για να αναχαιτίσει τη διαρροή του πληθυσμού από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία.
Μέσα σε μια μέρα η πόλη χωρίστηκε τόσο απότομα στα δύο, ώστε υπήρχαν σπίτια που η κρεβατοκάμαρα και το σαλόνι ανήκαν στη Δυτική Γερμανία και η κουζίνα και το μπάνιο στην Ανατολική! Όλα αυτά τα χρόνια, 86 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να φύγουν προς τη Δύση, ανάμεσά τους και 2 Έλληνες. Ο David Bowie έγραψε το τραγούδι του Heroes, όταν είδε τις εικόνες ενός ζευγαριού που προσπαθούσε να περάσει, κάτω από τα πυρά των Ανατολικογερμανών, στο Δυτικό Τομέα. Σήμερα, η Λαϊκή Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας αποφάσισε να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση του Τείχους χωρίς πολλές διατυπώσεις…”
Ο Enno πηγαινοέρχεται αναστατωμένος, γίνεται κάτι σαν επιστράτευση και επειδή είναι αξιωματικός του στρατού πρέπει να παρουσιαστεί αμέσως. Η Βίκυ δίνει οδηγίες στο προσωπικό κι εγώ βρίσκω την ευκαιρία να ζητήσω από την Γκάμπυ (που είναι Ανατολικογερμανή) μια μπύρα, την φέρνει με ξινισμένη μούρη, είναι ακόμα πολύ νωρίς.
Ξαφνικά, σαν να έγινε μαγικό, όλοι εξαφανίζονται, μένω μόνος μου να πίνω μπύρα και να βλέπω τηλεόραση. Στη μικρή οθόνη, εργάτες με βαριοπούλες προσπαθούν να σπάσουν το μπετόν, τραγουδάνε και φωνάζουν συνθήματα, δεν είναι λίγο πράγμα να σε έχουν μαντρωμένο 30 χρόνια και άμα θες να επισκεφτείς την κουνιάδα σου στην άλλη γειτονιά, να χρειάζεσαι διαβατήριο και βίζα!
Φάγαμε μαζί το μεσημέρι Η Βίκυ είχε φτιάξει μια καταπληκτική φασολάδα με υπέροχη ελληνική φέτα και ελιές. Την έβλεπα με την κουτάλα στο χέρι, να αστράφτει στο δάχτυλό της ένα πανάκριβο σμαράγδι και στο τέλος δεν κρατήθηκα: “Ε, άλλη ομορφιά έχει να τρως στον πύργο φασολάδα και να σε σερβίρει μια βαρόνη με σμαράγδι σαν κοτρόνι…” σχολίασα. Γέλασε. ” Μη φας πολύ, γιατί μετά θα δουλέψουμε.” μου λέει γλυκά αλλά αποφασιστικά. “Χάσαμε μια μέρα χτες. Εδώ είναι Γερμανία Γιώργο, δεν είναι Ελλάδα, οι άνθρωποι δουλεύουν όλη μέρα και μόνο το βράδυ πίνουν καμιά μπύρα…” Κατάλαβα πως το υπονοούμενο ήταν για μένα, “Έγραψα κάτι χτες” της λέω και της δίνω τις “Κόκκινες επιγραφές”. Το διαβάζει, “Μπράβο, πολύ ωραία ιδέα, θα πάρω τον μπαμπά τηλέφωνο. Εσύ τελείωνε με το φαγητό και έλα στο σαλόνι. Έχουμε να κάνουμε 10 τραγούδια μέσα σε 10 μέρες, μην το ξεχνάς!
Σχόλια για αυτό το άρθρο