
Δεν έμαθα ποτέ να παίζω τάβλι, όσο κι αν προσπάθησαν να μου δείξουν. Όχι γιατί ήμουν ανεπίδεκτη μαθήσεως, αλλά επειδή η φιλοσοφία του παιχνιδιού, πέρα από τους κανόνες, έγκειται στην τύχη.

Μέσα στην σκόνη που σηκώνεται από τον υψωμένο σκηνικά χωμάτινο δρόμο του Θησείου, διακρίνονται οι δύο ανθρώπινες φιγούρες του μεταπολεμικού έργου, ο Κόλλιας και ο Φώντας, οι οποίοι παίζοντας μια παρτίδα τάβλι, αποδομούν με καυστικό χιούμορ το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό οικοδόμημα της ελληνικής κοινωνίας από την μεταπολεμική εποχή και έπειτα. Έντονες κινήσεις και πιο “χύμα” συμπεριφορές συνθέτουν τα χαρακτηριστικά του μικροαστού νεοέλληνα, που ξημεροβραδιάζεται στο καφενείο, που είναι ο χώρος έκφρασης των πολιτικών απόψεων και των κοινωνικών σχολιασμών (κοινώς κουτσομπολιών) αλλά και ο χώρος της σύλληψης και οργάνωσης των μεγαλεπήβολων επιχειρηματικών σχεδίων. Στο Τάβλι, το επιχειρηματικό όνειρο οργανώνεται σε μια λιτή αυλή, στην οποία υπάρχουν δύο καρέκλες, ένα ψεκαστήρι για τη ζέστη, ένα τάβλι και δύο ονειροπόλα πρόσωπα, που ευελπιστούν να πιάσουν την καλή, με την τύχη αυτή τη φορά να είναι σύμμαχός τους. Αν και έχει γραφτεί στις αρχές της δεκαετίας του 70′, το Τάβλι είναι ένα καλογραμμένο έργο, που δεν εμμένει στα στενά πλαίσια της ηθογραφίας, που επικρατούσε στην νεοελληνική λογοτεχνία της περιόδου 1880-1930, αλλά ανατέμνει ένα σύστημα αξιών, φιλοσοφικών θεωριών και πολιτικών απόψεων. Το remix με τα αποσπάσματα των Ελλήνων πολιτικών που ακούγεται στην παράσταση, αποτελεί στοιχείο, ότι το κείμενο επιδέχεται επικαιροποίησης, διατηρώντας άθικτη την ουσία του μονόπρακτου.

Ο Νίκος Κουρής και ο Μάκης Παπαδημητρίου, αυτο-σκηνοθετούνται επιτυχώς, χωρίς να έχουν ερμηνευτικές απώλειες. Λόγω πολύχρονης θεατρικής πείρας, έχουν σκηνική άνεση που φαίνεται τόσο στις κινήσεις τους όσο και στον τρόπο που παίζουν. Φαίνεται ότι έχουν εντρυφήσει στους ρόλους τους, με τους οποίους συνδιαλέγονται ανοικτά επί σκηνής, ισορροπώντας την κωμική πλευρά τους με τη δραματική. Ο Κουρής, στο ρόλο του λαχειοπώλη και πρώην ήρωα της Αντίστασης Κόλλια, αποδίδει εμφανώς με ακριβείς κινήσεις και μορφασμούς, τις αμφιβολίες του για τα “μεγαλόπνοα” επιχειρηματικά σχέδια του κομπιναδόρου Φώντα, τον οποίο ενσαρκώνει χαριτωμένα ο Παπαδημητρίου. Ο τελευταίος “ντύνει” το ρόλο του με το δικό του ερμηνευτικό στiλ και χωρίς να γίνει καρικατούρα διατηρεί τον κωμικό χαρακτήρα του Φώντα, δίνοντας μαζί με τον Κουρή έναν ελαφρύ τόνο μελαγχολίας στους αντι-ήρωες του Κεχαΐδη.

Η Δέσποινα Κορεντίνη είναι κριτικός Θεάτρου και Τέχνης, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών











































Σχόλια για αυτό το άρθρο