Η «Χώρα του Παντού και του Πουθενά» είναι το τέταρτο μυθιστόρημα της Κατερίνας Μπέη που την χαρακτηρίζει ένα ανατρεπτικό χιούμορ -σήμα κατατεθέν της δουλειάς της. Διηγείται τις ιστορίες τριών κοριτσιών, λίγο μετά τα 30, όπου η φιλία τους λειτουργεί σαν αντίβαρο και παρηγοριά στις ερωτικές τους απογοητεύσεις. Τι αναζητούν; Tι άλλο; Την αγάπη… Το βιβλίο παρουσίασε στο Noel μαζί με τον Πέτρο Τατσόπουλο, την Μαρία Μπακοδήμου και την Τζένη Θεωνά που διάβασε και απόσπασμα.
“Κλείνω τα παντζούρια, κατεβάζω τα τηλέφωνα και βουλιάζω οικειοθελώς στο σκοτάδι. Ο καιρός συμπάσχει με την διάθεσή μου, καθώς αρχίζει να βρέχει. Πάντα με μελαγχολεί η βροχή, αλλά αυτή τη φορά φαντάζει σαν ειρωνεία στα αυτιά μου. Ο μονότονος ήχος από τις στάλες που πέφτουν στο παράθυρο, μου τρυπάει τα μηνίγγια, καθώς η συνεχής επιμονή τους λειτουργεί σαν κομπρεσέρ, που μου υπενθυμίζει την αφέλειά μου. Όλοι οι ήχοι παραμορφώνονται από τη δυστυχία μου και μου τρώνε το μυαλό καθώς επιμένουν με εκνευριστική περιοδικότητα να με ταράζουν. Περνούν οι ώρες κι οι μέρες, αφήνοντάς με εμένα στάσιμη στον καναπέ μου, παραγκωνισμένη από τις εξελίξεις της ζωής μου, άβουλη και σαστισμένη από τις ραδιουργίες της μοίρας πίσω από τη πλάτη μου. Βλέπω τα τηλέφωνα βουβά και φοβάμαι να τα φορτίσω γιατί δε μπορώ να αντιμετωπίσω τα μυστικά που κρύβουν στα σπλάχνα τους. Και συνεχίζω να κάθομαι σαν μαρμαρωμένη, και να παραδίδω το μυαλό μου στις εφιαλτικές σκέψεις που με ακινητοποιούν κι άλλο, και μου εξατμίζουν τη ψυχή.
Κι οι μέρες περνούν. Κι ο Πάνος είναι άφαντος. Κι εγώ ακόμη πιο εξαφανισμένη μέσα στις λάθος επιλογές μου, ζαλισμένη από τα λάθη μου και το αλκοόλ. Πίνω από το πρωί, μετά κάποια στιγμή με παίρνει ο ύπνος κι όταν ξυπνάω ξαναπίνω μέχρι να ξανακοιμηθώ. Με θλίψη διαπιστώνω- με τη λιγοστή διαύγεια που μου έχει απομείνει- πως ενώ όλες μου οι φίλες τρέμουν μη γίνουν σαν την μάνα τους, εγώ έχω κι εκεί τα πρωτεία αφού τα καταφέρνω ακόμη χειρότερα: μετατρέπομαι στη γιαγιά μου… Κι οι μέρες περνούν, και μοιάζουν όλο και περισσότερο με νύχτες… Κι εγώ είμαι όλο και πιο χαμένη, και πιο βυθισμένη στο σκοτάδι τους. Μέχρι που ο εαυτός μου επαναστατεί και αποφασίζει να σταματήσει να αποφεύγει τη ζωή. Σηκώνομαι, βάζω τα τηλέφωνα στη πρίζα. Ακούω τα πολυάριθμα μηνύματα της γιαγιάς μου που με βρίζει, της Χαράς που ανησυχεί, της Ηλένιας που δεν έχει καταλάβει και λέει κάτι άσχετα, του κύριου Λάκη που ματαιώνει το διαμέρισμα, του Πάνου που αναπνέει δραματικά. Του Πάνου που με βρίζει που δε σηκώνω τα τηλέφωνα.
Του Πάνου που μου ζητάει συγγνώμη και μου ψελλίζει πόσο με αγαπάει. Δίπλα μου ένα βουνό από γυάλινα μπουκάλια, αναζητούν κάδο ανακύκλωσης και μου χτυπούν το καμπανάκι της αυτοσυντήρησης. Είναι μέρες τώρα που ζω με κρασί και τοστ. Κυρίως με κρασί. Τώρα που το ξανασκέφτομαι είναι μια ζωή ολόκληρη που την έχω θρέψει με κρασί και τοστ. Το κεφάλι μου είναι καζάνι που βράζει και το σώμα μου ένας βαρύς και δυσκίνητος κουβάς απορριμάτων. Ανοίγω τα παντζούρια να αναπνεύσω ζωή. Φλομώνω στο καυσαέριο. Είναι βράδυ, κι εγώ δε μπορώ να περιμένω μέχρι να ξημερώσει. Βγαίνω έξω και περιπλανιέμαι στους δρόμους. Τα μαλλιά μου είναι λαδωμένα, φοράω μαύρο κολάν και πουλόβερ, μια καμπαρντίνα από πάνω και αρβύλες. Περπατώ χωρίς προορισμό, χωρίς να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, χωρίς να σκέφτομαι καν. Τα πόδια μου σταματούν σε ένα στενό στην περιοχή της Κυψέλης. Μπαίνω χωρίς να σκεφτώ σε ένα καφενείο. Όλα γύρω μου είναι η επιβεβαίωση του αφόρητου κλισέ.
Είμαι η μόνη γυναίκα, ανάμεσα σε ξεδοντιάρηδες που χαρτοπαίζουν και μοναχικούς που μπεκροπίνουν και καπνίζουν ναργιλέ. Ένα ξεχαρβαλωμένο ηχείο παίζει το «καράβι από την Περσία». Το ταξίδι μου στον χρόνο ολοκληρώνεται, κάνοντας ακόμη και τα στερεότυπα να φαντάζουν ευφάνταστα, όταν με πλησιάζει ο μαγαζάτορας, με ποντικίσιο μουστάκι, ένα μπικ στο αυτί, και κομπολόι στο χέρι… Παραγγέλνω για αλλαγή, ένα ουίσκι με νερό. Κοιτάζω γύρω μου τις παρακμιακές φάτσες την ειρωνική πινακίδα που λέει πως απαγορεύεται το κάπνισμα, και το ασοβάντιστο ταβάνι και σκέφτομαι πως βρίσκομαι στο μέρος που μου αξίζει. «Στο νεκροταφείο του Κόκκινου Mύλου, μπαίνοντας μέσα, πρώτη μούρη, βλέπεις έναν τάφο. Γράφει επάνω το όνομα του μακαρίτη κι από κάτω: Έζησε 22 χρόνια σαν άνθρωπος και 34 σα δικηγόρος! Ξαφνικά ένα τραχύ χέρι με ακουμπάει στον ώμο.
Γυρνάω με ανεξήγητη, για τα χαλαρά μου αντανακλαστικά, ταχύτητα. Είναι ο κύριος Μπουμπούρακας, κοινώς «Νυφίτσας», ένας τύπος που έχει μαγαζί με φρουτάκια κι έχει βρεθεί ουκ ολίγες φορές στη φυλακή, για εκβιασμό, σύσταση συμμορίας και παράνομο τζόγο. Είναι αδύνατος σαν κοκοβιός, φοράει τεράστια γυαλιά -σαν να το κάνει επίτηδες- κι έχει μετρημένες τρίχες στο κεφάλι του, τις οποίες ντεκοράρει με πολύ μέριμνα στο πλάι για να κλέψει τις εντυπώσεις. Έχει δυο νούμερα πιο μακριά χέρια από ότι ταιριάζει στο σώμα του κι αν συμπεριλάβεις και τη γκροτέσκα χοντρή μύτη του, η αμέσως επόμενη κίνησή σου, είναι να ψάξεις να βρεις σημάδια από τα καλά λιμαρισμένα του κέρατα ή πού κρύβει την ουρά του. Ωστόσο, είναι πάντα γελαστός και προσηνής σαν η νύχτα να μην έχει αφήσει το στίγμα στη διάθεσή του”
Στη φωτό επάνω με τον Κώστα Σπυρόπουλο (ομοίως και φωτό κάτω) και την Κατερίνα Μπέη
Μαρία Μπακοδήμου, Κατερίνα Μπέη, Τζένη Θεωνά, Πέτρος Τατσόπουλος
Κατερίνα Μπέη, Άριελ Κωνσταντινίδη
Άρης Σφακιανάκης, Πέτρος Τατσόπουλος
Η Κατερίνα Μπέη σπούδασε στη Νομική Αθηνών και στο Δημοσιογραφικό Κολέγιο. Έχει εκδώσει άλλα τρία μυθιστορήματα. Από το 1998 συμμετέχει στη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο («Θηλυκή εταιρεία», «Φούσκα», «Η Λίζα κι όλοι οι άλλοι», «Η καρδιά του Κτήνους», «Μια νύχτα στην Αθήνα», «Πέντρο Νούλαι» και «Success story», το οποίο είναι στη διαδικασία παραγωγής) και την τηλεόραση («Σχεδόν ποτέ», «Λούφα και παραλλα- γή», «Μόνη εξ αμελείας», «Χρυσά κορίτσια», «Steps», «Κλεμμένα όνειρα», «9 μήνες») συνεργαζόμενη με τους Νίκο Περάκη, Πηγή Δημητρακοπούλου, Ελισάβετ Χρονοπούλου, Ρένο Χαραλαμπίδη, Δημήτρη Αρβανίτη, Φωτεινή Κοτρώτση, Δημήτρη Γιατζουτζάκη, Κάρολο Ζωναρά, Παναγιώτη Πορτοκαλάκη κ.ά. Το 2004 πήρε το τρίτο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα και το 2007 το πρώτο βραβείο σε- ναρίου για παιδική ταινία animation. Το 2013 συνεργάστηκε με τον Κώστα Σπυρόπουλο στη διασκευή του θεατρικού έργου «Toc-Toc» και το 2015 στη διασκευή του «Ομερτά», που παίζεται στο θέατρο «Ήβη» σε σκηνοθεσία Κώστα Σπυρόπουλου για δεύτερη χρονιά. Παλαιότερα εργάστηκε για τρία χρόνια σε μπαρ και για δέκα χρόνια σε περιοδικά («Κλικ», «Ταχυδρόμος», «Status», «Cosmopolitan», «Harper’s Bazaar», «Esquire»), ραδιόφωνα («Κλικ», «Εν λευκώ») και τηλεοπτικές εκπομπές (κείμενα στο «Κάτσε Καλά» με τους Φώτη Σεργουλόπουλο και Μαρία Μπακοδήμου, καθώς και κείμενα για διάφορα events, όπως «Άντρες της Χρονιάς», «Γυναίκες της Χρονιάς», κείμενα του ελληνικού τελικού Γιουροβίζιον 2008 κ.α.)
Σχόλια για αυτό το άρθρο