Τι συμβαίνει στον ΤΑΖ όταν θαυμάζει μια παράσταση, αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει τι αισθάνεται μετά;
Δύο φορές το είδα και ακόμα είμαι μετέωρος. Ή μάλλον, αισθάνεσαι με στανταράκια συγκίνησης τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, χωρίς παρ’ όλα αυτά να καταλαβαίνεις το παιχνίδι που έχει στηθεί μπροστά στα μάτια σου και πάνω απ’ όλα στην ισορροπία θέατρο μέσα στο θέατρο, μέσα στο θέατρο, οπότε να χάνεις κάποιο από τα θέατρα. Ο νομπελίστας Λουίτζι Πιραντέλο (παππούς του θεάτρου του παραλόγου) χτίζει μια ψυχαναλυτική τραγική φάρσα, με ηθοποιούς που μπαίνουν και βγαίνουν μέσα στο ρόλο τους, σε σημείο που τελικά μπερδεύεσαι στο ποια είναι η αλήθεια, μέσα στην αλήθεια, μέσα στην αλήθεια. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος που σκηνοθετεί, γνωστός εραστής του Πιραντέλο, χρησιμοποιεί κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή του για να μπλέξει ακόμα περισσότερο (και ίσως λίγο ναρκισσιστικά) τα πράγματα, διασκευάζοντας το έργο, που τίμια αναφέρεται στο πρόγραμμα ως «μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα -προσοχή, όχι σε ένα έργο, αλλά σε ένα θέμα– του Λουίτζι Πιραντέλο». Το θέμα όμως είναι ποιο είναι το θέμα; Ο Πιραντέλο πήρε το βραβείο του για τη «σχεδόν μαγική ικανότητά του να μετατρέπει την ψυχανάλυση σε καλό θέατρο».
Και αυτό εδώ συμβαίνει στο μέγιστο βαθμό, όπως και σε άλλα έργα του, που η σχέση ρόλου και ηθοποιού αποτελεί εκρηκτική γόμωση, με το ρόλο αλλά και τον ηθοποιό να βγαίνουν και να μπαίνουν μέσα στην παράσταση κινούμενοι από την ψυχική τους ανάγκη. Σε ένα έργο που θα μπορούσε να μην έχει αρχή, μέση και τέλος, και μάλλον δεν έχει, απλώς με όπλο τη θεατρική τέχνη, σε παρασύρει σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ο Μαυρίκιος περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα εισόδου και εξόδου κινδύνου από το ρόλο, με τη βοήθεια μιας ιδιαίτερα λειτουργικής χρήσης κινηματογραφικών προβολών. Όμως δεν καταφέρνει να αναδείξει την παράσταση για την οποία αυτοσχεδιάζουν οι ηθοποιοί στο πρώτο μέρος με ένα, τελικά, λίγο αυτιστικό αποτέλεσμα.
Στην υπόθεση τώρα, οι ηθοποιοί πρόκειται να ανεβάσουν τη νουβέλα του Πιραντέλο, Λεονόρα, Αντίο, και στο πρώτο μέρος συγκρούονται με τον σκηνοθέτη, τον εαυτό τους, τα πάντα. Το πρόβλημα είναι πως όταν αρχίζει η παράσταση του Λεονόρα, Αντίο, είναι τόσες οι παρεμβάσεις αυτοσχεδιασμού που καταλαβαίνεις ελάχιστα από την ιστορία της νουβέλας. Παρ’ όλα αυτά, συναισθήματα γεννιούνται και μια χαμένη παιδικότητα αναζητείται σε αυτήν τη δύσκολη αλλά ημιτελή δουλειά του Δημήτρη Μαυρίκιου. Μήπως όμως από την άλλη, αυτός είναι ο σκοπός του έργου; Μια ημιτελής δουλειά στην οποία εσύ καλείσαι να ενώσεις τις γραμμές. Και ίσως τελικά να έχει περισσότερο νόημα το να αισθάνεσαι από το να καταλαβαίνεις ορθολογικά; Η σκηνική ατμόσφαιρα πάντως και συγκεκριμένες ερμηνείες είναι ένα χάος με οντότητα, που σε παρασύρει σαν μια μαυροντυμένη κομέντια ντελ άρτε, την ώρα που αυτά που φαίνονται φαιδρά στα μάτια σου είναι απολύτως τραγικά κι εσύ φεύγεις με απορίες για τη σχέση της ζωής με την τέχνη, του στημένου δράματος με τη φάρσα και το θέατρο που παίζεις με τον εαυτό σου.
Η παράσταση Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε ανεβαίνει στο Κτίριο Τσίλλερ, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Σχόλια για αυτό το άρθρο