Κάθε Σάββατο 12.00 με 14.00, μέσα απο την εκπομπή Χρώματα Μεσημεριού και τη συχνότητα του Ράδιο ΝΕΤ, διαβάζω μία παραμυθένια ιστορία, συνήθως γραμμένη από μένα. Μια ακροάτρια που ακούει τα παραμύθια που γράφω, δημιούργησε τον όρο “Παραμυθοδιδαχές“. Μ’άρεσε πολύ και λέω να τον κρατήσω. Νονά λοιπόν στις ιστορίες μου η Ελισσάβετ και της αφιερώνω τη σημερινή: Το δισάκι της νέας γενιάς.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί. Οι γονείς του ανησυχούσαν αν θα ήταν αντάξιοι να του προσφέρουν όσα επιθυμούσαν. Έφτιαχναν σπίτια, αγωνιούσαν για την ποιότητα στο πλακάκι του μπάνιου, για το καλύτερο πόμολο στις πόρτες αλλά και για τις σπουδές που θα του παρείχαν. Έφτασε η ώρα να πάει πρώτη τάξη στο σχολείο. Οι γονείς του ένιωθαν χρέος να του δώσουν το καλύτερο. Έστρεψαν όλη την προσοχή τους στην καινούργια τσάντα που χρειαζόνταν ο νέος μαθητής. Το παιδί διάλεξε ένα μικρό τσαντάκι που έμοιαζε με δισάκι. «Το δικό μας το παιδί δισάκι; Αποκλείεται! Θα πάρεις αυτή» και του έδειξαν μια μεγάλη γυαλιστερή τσάντα.
«Όχι» φώναξε εκείνο, « το δισάκι χρειάζομαι». Η μαμά κι ο μπαμπάς του τα έχασαν. Θύμωσαν με την αντίδρασή του. «Γιατί δεν ακούς τι σου λέμε; Δεν είσαι υπάκουο παιδί κι εμείς θέλουμε να είσαι καλό παιδί γιατί αλλιώς τσάντα δεν έχει».
Μετά τις προσταγές τους αναγκάστηκε να πάρει τη μεγάλη τσάντα. Έβαλε μέσα τα βιβλία του και την ένιωθε ασήκωτη στους ώμους του. Πήγαινε κι ερχόταν στο σχολείο με τόση μόρφωση που κατά τη γνώμη των γονιών δε χωρούσε μέσα σε ένα τόσο μικρό δισάκι που το ίδιο είχε διαλέξει.
Μια μέρα είπε « είναι βαριά η τσάντα μαμά. Δεν τη θέλω» «Είσαι αχάριστο κι όλο παραπονιέσαι, άλλα παιδιά δεν μπορούν να έχουν καν τσάντα κι εσύ.. ούτε που ακούς, δεν είσαι υπάκουο κι εμείς θέλουμε να έχουμε ένα καλό παιδί»
Μεγάλωσε το παιδί κι έγινε γονιός κι αυτό. Τώρα το δικό του βλαστάρι πήγαινε στην πρώτη τάξη και διάλεξε ένα δισάκι για τσάντα.
Και οι δύο γονείς το κοίταξαν γεμάτοι απορία «μα δΝε χωράνε εδώ μέσα τα βιβλία σου» είπαν. Εντωμεταξύ οι εποχές είχαν αλλάξει , η μόρφωση μεγάλωνε κι είχε απαιτήσεις για μεγαλύτερο χώρο. «Αυτό θέλω» επέμενε το παιδί. «Άστα αυτά, δεν ξέρεις εσύ, εμείς ξέρουμε τι σου είναι απαραίτητο. Ακούς εκεί, το δικό μας το παιδί δισάκι; Να σε κοροϊδεύουν τα παιδιά στο σχολείο. Αποκλείεται. Θα σου πάρουμε μια βαλίτσα με ρόδες» είπαν οι γονείς αποφασισμένα.
Το παιδί έσερνε πίσω του τη βαλίτσα κάθε φορά που πήγαινε κι ερχόταν απ’ το σχολείο. Στις ανηφοριές, τού δυσκόλευε τα βήματά, στις κατηφοριές τα «βίαζε» προς τα κάτω. Μόνο στο ίσωμα τα κατάφερνε. Δεν ζούσε όμως σε πόλη που είχε μόνο ίσιους δρόμους.
«Μαμά δεν τη θέλω τη βαλίτσα» είπε κλαίγοντας μια μέρα. « Είσαι ξεροκέφαλος. Τέτοια βαλίτσα πανάκριβη δεν έχει άλλος στο σχολείο.» Το παιδί ένιωσε ενοχές και σώπασε.
Με τη σειρά του έγινε γονιός επίσης. Αντιμετώπιζε δυσκολίες και…
Σχόλια για αυτό το άρθρο