Η τηλεόραση έχει τη δύναμη να διαμορφώνει απόψεις, να δημιουργεί τάσεις, να φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά σε γεγονότα και καταστάσεις που ίσως δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να ζήσουν. Όμως, στο ίδιο μέσο υπάρχει και μια πιο σκοτεινή πλευρά – μια πλευρά όπου η κοροϊδία και η χλευαστική διασκέδαση σε βάρος άλλων είναι ο κανόνας. Σήμερα βλέπουμε πολλούς παρουσιαστές που κάποτε έκαναν καριέρα εις βάρος διασήμων, να αυτοχαρακτηρίζονται ακτιβιστές και να μιλούν για δικαιοσύνη και συμπόνοια, ξεχνώντας προφανώς τις σκληρές και άδικες στιγμές που δημιούργησαν οι ίδιοι. Είναι ώρα να μιλήσουμε για αυτήν την υποκρισία.
Τα χρόνια που οι εκπομπές τύπου talk show γίνονταν με έναν και μοναδικό σκοπό – να προσφέρουν στον θεατή λίγο “αλάτι και πιπέρι” στις ειδήσεις της ημέρας, οι διάσημοι ήταν τα εύκολα θύματα. Σατιρικοί μονόλογοι, “πικάντικες” παρατηρήσεις και οτιδήποτε μπορούσε να φέρει γέλιο, ακόμη και εις βάρος άλλων, θεωρούνταν “ακίνδυνη” ψυχαγωγία. Διάσημοι ηθοποιοί, τραγουδιστές και δημόσια πρόσωπα ήταν απλά πιόνια στον βωμό των τηλεοπτικών ποσοστών. Όμως, η “πλάκα” δεν ήταν καθόλου αθώα. Για πολλούς από αυτούς, οι καθημερινές τηλεοπτικές επιθέσεις αποτέλεσαν τραυματικές εμπειρίες που σημάδεψαν την καριέρα και τη ζωή τους.
Σκεφτείτε εκείνους τους παρουσιαστές που έβρισκαν χαρά στο να κοροϊδεύουν κάθε λεπτομέρεια της ζωής των διάσημων. Τι φορούσαν, πώς μιλούσαν, ποιες επιλογές έκαναν. Τίποτα δεν ήταν αρκετά προσωπικό για να μείνει εκτός τηλεοπτικού φακού. Από τις πιο μικρές στιλιστικές αστοχίες μέχρι τις δύσκολες στιγμές προσωπικής ζωής, όλα παρουσιάζονταν στο κοινό με έναν τόνο υποτίμησης και γελοιοποίησης. Οι φράσεις “Απλώς κάνουμε πλάκα” ή “Είναι κομμάτι της δουλειάς μας” ήταν το άλλοθι για να δικαιολογούν την εκμετάλλευση και τη θυσία της αξιοπρέπειας αυτών των ανθρώπων στο βωμό του γέλιου και της ψυχαγωγίας.
Κι όμως, σήμερα, οι ίδιοι αυτοί παρουσιαστές έχουν μετατραπεί σε “κοινωνικούς ακτιβιστές”, σε πρεσβευτές των ανθρώπινων δικαιωμάτων και υπερασπιστές των αδύναμων. Μιλούν για τη σημασία της ευγένειας, της συμπόνοιας και της αποδοχής, ξεχνώντας ίσως τον ρόλο που οι ίδιοι έπαιξαν στην προώθηση του ακριβώς αντίθετου. Το παράδοξο εδώ δεν μπορεί να αγνοηθεί: Πώς μπορείς να υπερασπίζεσαι τη δικαιοσύνη όταν έχεις χτίσει μια καριέρα με όπλο την αδικία; Πώς μπορείς να μιλάς για την ανάγκη κατανόησης όταν για χρόνια βασίστηκες στην έλλειψή της;
Οι αντιφάσεις αυτές δεν είναι απλώς θλιβερές – είναι εξοργιστικές. Η υποκρισία των σημερινών παρουσιαστών-ακτιβιστών δεν περιορίζεται μόνο στην αλλαγή του τόνου και της στάσης τους. Πρόκειται για μια συνειδητή απόπειρα να επαναπροσδιοριστούν οι ίδιοι, να αποτινάξουν το παρελθόν τους και να παρουσιαστούν ως κάτι διαφορετικό, χωρίς ποτέ να απολογηθούν για τις πράξεις τους. Η μεταμόρφωση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα ειλικρινούς μετάνοιας, αλλά μιας ανάγκης να συμμορφωθούν με τις νέες κοινωνικές επιταγές και να παραμείνουν σχετικοί. Ο κόσμος αλλάζει, και μαζί του αλλάζουν και οι απαιτήσεις του κοινού. Όμως, αυτή η μεταστροφή, όταν γίνεται χωρίς την παραμικρή ανάληψη ευθύνης, δεν μπορεί να είναι αυθεντική.
Η αλήθεια είναι ότι για να γίνει κάποιος πραγματικά ακτιβιστής, χρειάζεται να αναγνωρίσει τα λάθη του, να κάνει τον δικό του απολογισμό και να δεσμευτεί να κάνει καλύτερα. Όμως, οι περισσότεροι από αυτούς τους παρουσιαστές δεν έχουν κάνει καμία τέτοια προσπάθεια. Αντίθετα, αγνοούν το παρελθόν, λες και οι εκατοντάδες ώρες αρνητικής τηλεοπτικής κάλυψης απλώς εξαφανίστηκαν. Ο τρόπος που επιτίθεντο στους διάσημους δεν ήταν ποτέ “πλάκα”. Ήταν μια οργανωμένη και συστηματική ταπείνωση, μια συνεχής πίεση που οδηγούσε πολλούς ανθρώπους στα όρια της υπομονής τους.
Υπάρχουν πολλές γνωστές περιπτώσεις διασήμων που δέχθηκαν την επίθεση αυτών των παρουσιαστών, οι οποίοι σήμερα μιλούν για αποδοχή και αγάπη. Η Britney Spears, για παράδειγμα, ήταν ένα από τα πιο προβεβλημένα θύματα της “πλάκας” των media. Από τα προβλήματά της με την ψυχική της υγεία μέχρι τις προσωπικές της επιλογές, οι παρουσιαστές αυτοί δεν άφησαν καμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη για να χλευάσουν, να σαρκάσουν και να την υποτιμήσουν. Και όμως, σήμερα μιλούν για την ανάγκη στήριξης των ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα, προσπαθώντας να εμφανιστούν ως “ευαίσθητοι” και συμπονετικοί. Η αντίφαση είναι εξόφθαλμη.
Η υποκρισία αυτή δεν είναι μόνο ενοχλητική, αλλά και επικίνδυνη. Όταν άνθρωποι με μεγάλη επιρροή προσπαθούν να ξαναγράψουν το παρελθόν τους, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως αλτρουιστές, το μήνυμα που στέλνεται στο κοινό είναι ότι μπορείς να πεις και να κάνεις οτιδήποτε, αρκεί στο τέλος να προσποιηθείς πως έχεις αλλάξει. Η πραγματική αλλαγή, όμως, δεν έρχεται χωρίς ειλικρινή απολογία και χωρίς ανάληψη της ευθύνης. Η ακτιβιστική διάθεση δεν είναι ένα ρούχο που μπορείς να φορέσεις όταν το απαιτούν οι συνθήκες – είναι μια εσωτερική αλλαγή που προϋποθέτει παραδοχή των λαθών και δέσμευση για βελτίωση.
Αν πραγματικά αυτοί οι παρουσιαστές θέλουν να κάνουν τη διαφορά, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουν το πώς συνέβαλαν στην τοξικότητα της βιομηχανίας του θεάματος. Να ζητήσουν συγγνώμη από εκείνους που πλήγωσαν, να μιλήσουν ανοιχτά για το πώς λειτουργούσε η βιομηχανία και να κάνουν μια ειλικρινή προσπάθεια να αποκαταστήσουν τις ζημιές που προκάλεσαν. Μόνο τότε η αλλαγή θα είναι αληθινή και οι προσπάθειές τους για έναν καλύτερο κόσμο θα έχουν νόημα.
Η υποκρισία στη μόδα, στον κινηματογράφο, στη μουσική και στην τηλεόραση δεν είναι κάτι νέο. Όμως, το να βλέπεις ανθρώπους που κάποτε έκαναν καριέρα εις βάρος άλλων να παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της ευαισθησίας και της ανθρωπιάς είναι κάτι που δεν πρέπει να αφήσουμε να περάσει απαρατήρητο. Όπως η ίδια η μόδα, έτσι και η δημόσια εικόνα των παρουσιαστών αλλάζει με τα χρόνια. Αλλά η αλλαγή αυτή πρέπει να είναι αυθεντική και όχι απλώς ένα τέχνασμα για να διατηρήσουν το κοινό τους.
Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από πραγματικούς ακτιβιστές, από ανθρώπους που κατανοούν την ευθύνη που έχουν και που είναι διατεθειμένοι να δουν κατάματα τα λάθη τους. Όχι από ανθρώπους που απλώς ακολουθούν τις τάσεις, προσποιούμενοι ότι είναι κάτι που δεν είναι. Η αλήθεια είναι η μόνη βάση για την αλλαγή, και η αλήθεια ξεκινά από την παραδοχή του παρελθόντος, όσο δύσκολη κι αν είναι αυτή η παραδοχή.
Σχόλια για αυτό το άρθρο