Ο Άγιος Παντελεήμων γεννήθηκε το 271 μ.Χ. στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Παντολέων και προερχόταν από εύπορη οικογένεια της πόλης. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, ενώ η μητέρα του είχε ασπαστεί το χριστιανισμό. Ο Παντολέων απέκτησε από μικρή ηλικία καλή εγκύκλια παιδεία και όταν την ολοκλήρωσε σπούδασε την ιατρική, διακρινόμενος όμως και για τη ρητορεία του. Οι σχέσεις μάλιστα της οικογένειάς του με το παλάτι ήταν πολύ καλές και σύντομα θα τον έφερναν ως γιατρό στην αυλή του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο ίδιος τελικά όμως ασπάστηκε το χριστιανισμό. Η μεταστροφή αυτή συνέβη μετά από γνωριμία με κάποιο ιερέα Ερμόλαο, την εποχή ενός διωγμού κατά των χριστιανών. Λίγο αργότερα θα βαπτιστεί χριστιανός μυστικά και θα προσπαθήσει να πείσει τον πατέρα του να γίνει κι αυτός, όπως και συνέβη.
Ο πατέρας του μετά από λίγο διάστημα πέθανε με αποτέλεσμα να γίνει κάτοχος μεγάλης περιουσίας. Τότε εκποιεί την περιουσία του για να βοηθήσει τους φτωχούς και προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του χωρίς χρέωση σε όποιο δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθει. Ο Παντελεήμων πρόσφερε τις ιατρικές του γνώσεις και υπηρεσίες κυρίως στους φτωχούς και τους ανήμπορους, χωρίς καμία αμοιβή. Το μόνο πού ζητούσε από τους θεραπευόμενους ήταν να γίνουν χριστιανοί. Όταν μάλιστα συνέβαινε να κάνει καλά και κάποιους πλουσίους κι εκείνοι του πρόσφεραν μεγάλες αμοιβές, τους έλεγε «αυτά πού υποσχεθήκατε να δώσετε σ’ εμένα, πηγαίνετε να τα δώσετε στους φτωχούς».
Επιβραβεύοντας ο Θεός τη ζωή, τη φιλάνθρωπη και ανάργυρη δράση του Παντελεήμονα, τον προίκισε με τη χάρη να ενεργεί διάφορα θαύματα, πού έγιναν σταδιακά γνωστά στη Νικομήδεια, προκαλώντας το θαυμασμό των απλών ανθρώπων και την οργή των ειδωλολατρών. Ανάμεσα στα θαύματα περιλαμβάνονται η ανάσταση ενός παιδιού που είχε πεθάνει μετά από τσίμπημα έχιδνας, η θεραπεία ενός τυφλού και ενός άλλου πού ήταν παράλυτος.
Η χωρίς αμοιβή άσκηση της ιατρικής εκ μέρους του Αναργύρου Παντελεήμονος κίνησε το φθόνο των άλλων γιατρών της Νικομήδειας. Ιδιαίτερα τους ενοχλούσε το γεγονός ότι εκείνος με τη χάρη του «ιατρού των ψυχών και των σωμάτων» Χριστού θαυματουργούσε σε δύσκολες περιπτώσεις, ενώ οι ίδιοι παρά την επίκληση των θεών τους τίποτα δεν κατάφερναν. Ο φθόνος τους λοιπόν τους ώθησε στο να καταγγείλουν στον αυτοκράτορα ότι ο ευνοούμενος του και μελλοντικός μετά τον Ευφρόσυνο γιατρός των ανακτόρων, είναι χριστιανός. Έτσι συνελήφθη και οδηγήθηκε στον Αυτοκράτορα. Εκεί κλήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα για να αφεθεί ελεύθερος. Ο ίδιος όμως αρνήθηκε, λέγοντας πως δε θα θυσιάσει σε ψεύτικους Θεούς. Τότε μπροστά του έστειλαν ένα παράλυτο, ώστε να τον θεραπεύσει, είτε αυτός, είτε οι ιερείς των ανακτόρων για να φανεί ποιος είναι ο αληθινός Θεός. Ο Άγιος Παντελεήμων θεράπευσε τον παράλυτο, κάτι που προξένησε μεγάλη κατάπληξη. Παρόλα αυτά ο Αυτοκράτορας θέλησε και πάλι να τον μεταπείσει.
Ο Παντελεήμων αρνήθηκε και οδηγήθηκε στο μαρτύριο. Κατά πρώτον τον κρέμασαν σ’ ένα ξύλο και ενώ με σιδερένια νύχια καταξέσχισαν το σώμα του, με αναμμένες λαμπάδες του έκαιγαν τα πλευρά, προκαλώντας αβάσταχτους πόνους. Όμως εκείνος υπέμενε με καρτερία διότι προσευχόταν με υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό, απ’ όπου αντλούσε τη δύναμη για να βαστάσει με θάρρος το μαρτύριο. Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός διέταξε να λειώσουν σ’ ένα μεγάλο καζάνι μόλυβδο κι ενώ οι δήμιοι θα τροφοδοτούσαν αδιάκοπα με ξύλα τη φωτιά, να ρίξουν μέσα στο λειωμένο μέταλλο τον Παντελεήμονα. Καθώς οδηγούσαν το μεγαλομάρτυρα στη νέα αυτή δοκιμασία, εκείνος εύρισκε καταφυγή στην προσευχή, πού ήταν ικανή «να σβήσει το καζάνι και να προκαλέσει θαυμαστή αναψυχή». Ο μεγαλομάρτυς Παντελεήμων είχε ολοφάνερη σε όλους τη θεία προστασία, αλλά και ο αδίστακτος τύραννος διέθετε τόση μανία και μίσος πού έδωσε αμέσως εντολή να ριχτεί στη θάλασσα. Οι δήμιοι κρέμασαν από τον τράχηλο του μεγαλομάρτυρα μια βαριά πέτρα και τον πέταξαν στη θάλασσα της Νικομήδειας. Ο Θεός με θαυμαστό τρόπο τον ελευθέρωσε από τη βαριά πέτρα, προς έκπληξη δε και θαυμασμό των παρισταμένων τον είδαν να βγαίνει στην επιφάνεια και σε λίγο να περπατάει στην παραλία! Πολλοί βλέπουντας αυτό πίστεψαν στον Χριστό. Έτσι λοιπόν έδωσε νέα εντολή: Να ριχτεί ο άκαμπτος χριστιανός στα άγρια θηρία. Τα πεινασμένα ζώα αντί να ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν, στάθηκαν σε μικρή απόσταση απ’ αυτόν και τον κοίταξαν ήρεμα. Ο Διοκλητιανός δίνει εντολή να οδηγηθεί ο μεγαλομάρτυς στη φυλακή, όπου οι δήμιοι τον υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού αυτός αποδεικνυόταν «και πάσης πέτρας στερρότερος». Τέλος ο αυτοκράτορας έδωσε την τελική απόφαση: Να αποκεφαλίσουν τον Παντελεήμονα με ξίφος.
Έτσι οι δήμιοι τον οδήγησαν από την πόλη της Νικομήδειας. Στη διαδρομή αυτή εκείνος δεν έπαψε να προσεύχεται, ν’ απαγγέλει στίχους ψαλμικούς. Όταν έφτασαν στο σημείο του μαρτυρίου, ο Παντελεήμων έσκυψε τον αυχένα. «Του έκοψαν το ιερό κεφάλι, λένε όμως ότι έτρεξε γάλα αντί για αίμα. Νομίζω δε πώς αυτό είναι απόδειξη της καθαρότητας και της φωτεινότητας της ψυχής του». Ήταν 27 Ιουλίου 304 μ.Χ. Οι διωκόμενοι χριστιανοί της Νικομήδειας παρέλαβαν τη σορό του μεγαλομάρτυρα και την ενταφίασαν με κάθε τιμή στο σημείο εκείνο, όπου αργότερα ιδρύθηκε επ’ ονόματι του, μοναστήρι.
Σχόλια για αυτό το άρθρο