Ο David Bowie ονομάστηκε ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης του 20ου αιώνα. Ήταν ο τέταρτος διάσημος άνθρωπος που ξεχώρισε, μετά τον Nelson Mandela, τον Ernest Shackleton και τον Alan Turing στις άλλες τρεις κατηγορίες: ο μεγαλύτερος ηγέτης, εξερευνητής και επιστήμονας.
Ο David Jones γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1947 στο Brixton στην Αγγλία, την ίδια ημέρα που ο Elvis Presley γινόταν 12 ετών. Αιγόκερως με ωροσκόπο Υδροχόο και σκύλος στο Κινεζικό ωροσκόπιο. Ο νεογέννητος είχε ήδη έναν ετεροθαλή αδερφό, τον Terry που η μητέρα του απέκτησε σε μία εξώγαμη σχέση με έναν Γάλλο μπάρμαν, σε ηλικία 22 ετών ενώ ασκούσε το επάγγελμα της, μοντέλο εσωρούχων. Όταν γεννήθηκε ο David, τον Terry μεγάλωνε η αποδεδειγμένα ψυχωτική γιαγιά του Margaret (από την πλευρά της μητέρας του) της οποίας τα τρία από τα έξι παιδιά έπασχαν από βαριές ψυχιατρικές ασθένειες. Η μητέρα του David ανήκε στις εξαιρέσεις, ενώ ο πατέρας του ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος και λάτρης της μουσικής.
Σε ηλικία 13 χρόνων, γοητευμένος από την jazz μουσική, ξεκίνησε μαθήματα σαξόφωνου και στη δεκαετία του ’60 έκανε τα πρώτα του -αποτυχημένα- μουσικά βήματα μέχρι να βρει το δικό του δρόμο ως David Bowie. Ο λόγος που άλλαξε το όνομά του ήταν για να μην τον μπερδεύουν με τον Davey Jones των Monkees.
Ηγετική φυσιογνωμία της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας, με πωλήσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τα 100 εκατομμύρια δίσκους, επηρέασε δεκάδες καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Άφησε ισχυρότατο αποτύπωμα για έξι δεκαετίες, ιδιαίτερα χάρη στο έργο του της δεκαετίας του 1970, αφού πέντε δίσκοι του, της περιόδου αυτής, φιγουράρουν μόνιμα στις λίστες με τους σπουδαιότερους δίσκους όλων των εποχών. Έγινε αρχικά γνωστός το 1969, όταν το τραγούδι του Space Oddity έφτασε στο Βρετανικό τοπ 5. Εμφανίστηκε ξανά το 1972 με το τραγούδι Starman και το alter ego Ζίγκι Στάρνταστ. Στη συνέχεια άλλαξε το μουσικό του στιλ και το 1975 έγινε διάσημος στην Αμερική με το άλμπουμ Young Americans και το τραγούδι Fame, που έφτασε στο νούμερο 1. Η καριέρα του συνέχισε με μεγάλες επιτυχίες για την υπόλοιπη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και έγινε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς του Γκλαμ Ροκ. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας σημείωσε ξανά επιτυχία με το άλμπουμ Scary Monsters (And Super Creeps) από το οποίο ξεχώρισε το Ashes to Ashes (ένα τραγούδι σταθμός στην καριέρα του) και το αντίστοιχο βίντεο κλιπ. Το 1983, κυκλοφόρησε το άλμπουμ Let’s dance, το οποίο περιλαμβάνει πολλά επιτυχημένα τραγούδια σε πιο έντονο ποπ και φανκ ύφος. Συνέχισε να πειραματίζεται τις δεκαετίες του 1990 και του 2000.
Κυριακή βράδυ στις 10 Ιανουαρίου 2016, πραγματοποιήθηκε η αναχώρηση του από τον πλανήτη Γη στο διαμέρισμα του στη Νέα Υόρκη με μοναδικούς μάρτυρες την σύζυγο του Iman και τα δύο του παιδιά. Δύο ημέρες πριν είχε γιορτάσει τα 69α γήινα γενέθλιά του και την κυκλοφορία του 25ου άλμπουμ (Blackstar). Ως τις τελευταίες μέρες του, εργαζόταν για το νέο άλμπουμ και τα βίντεο αλλά και το προφητικό μιούζικαλ ‘Lazarus’ που ανέβηκε off-Broadway στις 7 Δεκεμβρίου του ‘15. Εκείνο το βράδυ στην πρεμιέρα έκανε και την τελευταία του δημόσια εμφάνιση. Στις 12 Ιανουαρίου το σώμα του αποτεφρώθηκε στο New Jersey και η στάχτη διασκορπίστηκε σύμφωνα με τις βουδιστικές τελετουργίες στο νησί του Μπαλί.
Σχόλια για αυτό το άρθρο