Η Λορίν Μπακόλ έζησε τα πάντα! Καριέρα, επιτυχίες, γάμους, έρωτες -όχι μόνο για τα μάτια του Χόλιγουντ, κανονικούς- έκανε παιδιά, ήταν σύμβολο μόδας και στιλ για τις γυναίκες, πήρε βραβεία, την έμαθαν και νεότερες γενιές με τις εμφανίσεις σε πρόσφατες ταινίες, με λίγα λόγια έζησε μια καταπληκτική ζωή.
Γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1924 με το όνομα Μπέτι Τζόαν Πέρσκε στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς της πήραν διαζύγιο όταν ήταν έξι ετών. Τότε ήταν που υιοθέτησε το επώνυμο της μητέρας της. Η Μπακόλ δεν ξαναείδε τον πατέρα της και δέθηκε με τη μητέρα της, την οποία και πήρε μαζί της στην Καλιφόρνια όταν έγινε σταρ του σινεμά. Σπούδασε την υποκριτική τέχνη για δεκατρία έτη, παρακολουθώντας μαθήματα στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης ενώ εργάστηκε ως ταξιθέτρια και μοντέλο.
Η Νάνσι Χοκς, σύζυγος του σκηνοθέτη και παραγωγού Χάουαρντ Χοκς την πρόσεξε το Μάρτη του 1943 στο εξώφυλλο του “Harper’s Bazaar” και παρότρυνε τον Χοκς να της κάνει δοκιμαστικό. Τότε άρχισε η καριέρα της, Η Λορίν ήταν 19 ετών. Η Νάνσι Χοκς την πήρε υπό την προστασία της. Την έντυνε με στιλ και την καθοδηγούσε σε θέματα κομψότητας, τρόπων και γούστου. Η φωνή της Μπακόλ εκπαιδεύτηκε να γίνει χαμηλότερη, πιο αρρενωπή και σέξι, κάτι που κατάληξε σε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές στο Χόλιγουντ.
Η ταινία To Have and have Not ήταν το κινηματογραφικό της ντεμπούτο αλλά και η αρχή ενός μεγάλου έρωτα με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ. Εκείνος ήταν 45 χρονών, εκείνη 20. Στις 21 Μαϊου 1945 παντρεύτηκαν και έμειναν μαζί μέχρι το θάνατο του Μπόγκαρτ από καρκίνο το 1957. Ο Μπόγκαρτ συνήθιζε να την αποκαλεί «Μωρό», ακόμη κι όταν αναφερόταν σε αυτή μπροστά σε άλλους. Εκείνη έλεγε: Ο Μπόγκαρντ μου έδωσε ζωή και μου άλλαξε τη ζωή.
Σε μια επίσκεψη στο National Press Club στην Ουάσιγκτον στις 10 Φεβρουαρίου 1945, ο υπεύθυνος τύπου της ηθοποιού, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της Warner Bros., Τσάρλι Ένφιλντ, ζήτησε από την εικοσάχρονη Μπακόλ να καθίσει στο πιάνο όπου έπαιζε ο Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Χάρι Τρούμαν. Οι φωτογραφίες προκάλεσαν συζητήσεις και απασχόλησαν τον Τύπο σε όλο τον κόσμο.
Η Μπακόλ απέρριπτε σενάρια που δεν έβρισκε ενδιαφέροντα και έτσι κέρδισε τη φήμη πως ήταν δύσκολη. Ωστόσο, για τους ρόλους που υποδύθηκε σε μια σειρά ταινιών δέχτηκε θετικές κριτικές. Το 1953 πρωταγωνιστεί στο «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο», μια μεγάλη επιτυχία όπου συναντήθηκε στην οθόνη με τη Μέριλιν Μονρόε και τη Μπέτι Γκρέιμπλ. Η Μπακόλ έλαβε καλές κριτικές για τη μεταστροφή της στην έξυπνη τυχοδιώκτρια, Πέιτζ, μετά από εφτά φιλμ νουάρ. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, η Μπακόλ αρνήθηκε να αποτυπώσει το χέρι ή τα πέλματά της στο τσιμέντο έξω από το Grauman’s Chinese Theatre στην πρεμιέρα της ταινίας στο Λος Άντζελες.
Το 1956 έπαιξε σε ένα από τα κλασσικότερα μελοδράματα της εποχής, το «Γραμμένο στον Άνεμο», που σκηνοθέτησε ο Ντάγκλας Σιρκ. Στο πλευρό των Ροκ Χάντσον, Ντόροθι Μαλόουν και Ρόμπερτ Στακ, η Μπακόλ υποδύθηκε μια αποφασισμένη και δυναμική γυναίκα. Η Μπακόλ στην αυτοβιογραφία της αναφέρει πως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη το ρόλο. Η ταινία όμως έμεινε κλασσική.
Το 1957, η Μπακόλ ξεκίνησε δεσμό με τον τραγουδιστή και ηθοποιό Φρανκ Σινάτρα. Είπε στον Ρόμπερτ Όσμπορν, της Turner Classic Movies (TCM) σε μία συνέντευξη πως έδωσε τέλος στο ρομάντζο. Ωστόσο, στην αυτοβιογραφία της, έγραψε πως ο Σινάτρα διέκοψε ξαφνικά τη σχέση, θυμωμένος που η πρόταση γάμου προς την Μπακόλ έφτασε στα αυτιά του Τύπου. Κατόπιν εκείνος μετέβη στο Λας Βέγκας.
Το 1961 παντρεύτηκε τον ηθοποιό Τζέισον Ρόμπαρτς. Ο γάμος τους κράτησε ως το 1969. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της Μπακόλ, πήραν διαζύγιο εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ. Η Μπακόλ απέκτησε δύο παιδιά από το γάμο της με τον Μπόγκαρτ και ένα με τον Ρόμπερτς. Πρόκειται για το Στίβεν Μπόγκαρτ, παραγωγό ειδήσεων, δημιουργό ντοκιμαντέρ και συγγραφέα, την Λέσλι Μπόγκαρτ, καθηγήτρια της γιόγκα και τον Σαμ Ρόμπαρτς, ηθοποιό.
Η καριέρα της Μπακόλ παρουσίασε κάμψη τη δεκαετία του 1960 με λίγες ταινίες στο ενεργητικό της. Στο Μπρόντγουεϊ όμως πρωταγωνίστησε στα «Goodbye, Charlie» (1959), «Cactus Flower» (1965), «Applause» (1970) και «Woman of the Year» (1981). Για την ερμηνεία της στα δύο τελευταία έλαβε Βραβείο Τόνυ. Οι λίγες ταινίες που η Μπακόλ γύρισε αυτή την περίοδο είχαν πολυπληθές καστ γνωστών ηθοποιών όπως το «Σεξ και το μοναχικό κορίτσι» (1964) με τους Χένρι Φόντα, Τόνι Κέρτις και Νάταλι Γουντ, «FBI Φάκελος 17, Άκρως Εμπιστευτικόν» (1966) με τους Πωλ Νιούμαν και Τζάνετ Λι, και «Φόνος στο Οριέντ Εξπρές» (1974), με τους Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Άλμπερτ Φίνεϋ και Σον Κόνερι. Για τη δουλειά της στο θέατρο του Σικάγο, κέρδισε το βραβείο Sarah Siddons το 1972 και ξανά το 1984. Το 1976, η Μπακόλ συμπρωταγωνίστησε με τον Τζον Γουέιν στην τελευταία του ταινία, «Με το δάχτυλο στη σκανδάλη». Οι δυο τους έγιναν φίλοι, παρόλο που ο Γουέιν ήταν συντηρητικός στην πολιτική, ενώ η Μπακόλ φιλελεύθερη. Παλαιότερα είχαν παίξει και πάλι μαζί στην ταινία του 1955, «Blood Alley».Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 η Μπακόλ εμφανίστηκε στη μέτριας αποδοχής ταινία «The Fan» (1981), καθώς επίσης στην ταινία «HealtH» (1980) και Ραντεβού με τον Θάνατο (ταινία). Το 1997, η Μπακόλ έλαβε υποψηφιότητα για το βραβείο Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα» (1996), για την οποία είχε ήδη κερδίσει μια Χρυσή Σφαίρα. Πολλοί ανέμεναν να κερδίσει το βραβείο, ωστόσο τελικά αυτό απονεμήθηκε στη Ζιλιέτ Μπινός, για την ταινία «Ο Άγγλος Ασθενής». Η Μπακόλ έλαβε το Βραβείο Kennedy Center το 1997. Το 1999 ψηφίστηκε ως μια από τις σημαντικότερες γυναίκες σταρ στην ιστορία από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Από τότε η καριέρα της γνώρισε νέα άνθιση και προσέλκυσε την αναγνώριση των κριτικών με τη συμμετοχή της σε πρότζεκτ υψηλού προφίλ όπως οι ταινίες «Dogville» (2003) με την Νικόλ Κίντμαν, «The Limit» (2003) με την Κλαιρ Φορλάνι, και «Γέννηση» (2004), και πάλι με την Κίντμαν. Επίσης πρωταγωνίστησε στην ταινία του Πολ Σρέντερ για το 2007, «The Walker». Το Μάρτιο του 2006, εμφανίστηκε στην 78η απονομή των Όσκαρ παρουσιάζοντας ένα φιλμάκι αφιερωμένο στα φιλμ νουάρ.
Το 2009 έλαβε τιμητικό Όσκαρ για την πολύχρονη καριέρα της και την προσφορά της στην έβδομη τέχνη. Μόλις παρέλαβε το βραβείο ζητωκραύγασε και το σήκωσε πάνω από το κεφάλι της λέγοντας: “Δεν το πιστεύω, επιτέλους ένας άνδρας. Η σκέψη ότι πηγαίνοντας σπίτι θα έχω στο δωμάτιο μου έναν άνδρα με δύο πόδια είναι πολλή συναρπαστική“.
Στις 12 Αυγούστου 2014 πέρασε στην αιωνιότητα.
Σχόλια για αυτό το άρθρο