
Στο Θέατρο Aλκμήνη, εκεί όπου η αυλαία ανοίγει για να αποκαλύψει τα πιο μύχια μυστικά της ψυχής, η μαύρη κωμωδία του Enrico Luttmann ”Family secrets” ανασαίνει ξανά για δεύτερη σεζόν μέσα από τις φωνές δύο ξεχωριστών ηθοποιών. Η Μαίη Σεβαστοπούλου, με τη στέρεη τεχνική της, τα εκφραστικά μέσα και τη βαθιά γνώση του θεάτρου, σμιλεύει ρόλους με στόφα και ουσία, αφήνοντας πάντα πίσω της μια αύρα σπουδαίας παρουσίας. Δίπλα της, ο Γιώργης Κοντοπόδης, ένας ηθοποιός που ζει για τη σκηνή, που κάθε φορά παραδίδεται με πάθος, δουλεύοντας με το σώμα και την ψυχή του, χαρίζοντας στο κοινό ερμηνείες που αποτυπώνουν τον διαρκή του αγώνα για εξέλιξη και καλλιτεχνική αλήθεια. Υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Λιακόπουλου, το έργο ξεδιπλώνει με τόλμη και λεπτότητα τα ”οικογενειακά μυστικά” που όλοι κουβαλάμε. Μιλά για την άφθαρτη αγάπη μητέρας και γιου, για το δικαίωμα της επιλογής, για τη φιλία και τη θνητότητα, για την ταυτότητα και την αποδοχή, για τη μάχη απέναντι στις κοινωνικές νόρμες που μας πνίγουν, ακόμη και σήμερα το 2025. Μέσα από τη σάτιρα, το χιούμορ και την πικρή αλήθεια, το ”Familysecrets” γίνεται καθρέφτης της εποχής μας και ταυτόχρονα μια αιώνια κραυγή για ελευθερία και αγάπη. Μια παράσταση που υπόσχεται συγκίνηση και προβληματισμό, μα και στιγμές γέλιου που πονάνε, με δύο ηθοποιούς που με το ταλέντο τους και την αφοσίωσή τους μετατρέπουν κάθε σκηνή σε μαρτυρία ζωής. Στο θέατρο Αλκμήνη, η Τέχνη συναντά την αλήθεια και μέσα από την Μαίη Σεβαστοπούλου και τον Γιώργη Κοντοπόδη, η σκηνή λάμπει από την ίδια τη δύναμη του θεάτρου!

– Πώς είναι η συνύπαρξη της νέας με την παλαιά γενιά επί σκηνής;
M.Σ : Εξαιρετική! Τον κ. Κοντοπόδη τον αισθάνομαι σαν πραγματικό γιο μου και εκείνος με νοιώθει σαν πραγματική μητέρα του.
Γ.Κ: Να υποθέσω πως, μιλώντας για την παλαιά γενιά, αναφέρεστε στο πρόσωπό μου, καθώς η Μαίη είναι, πιστέψτε με, κατά πολύ νεότερή μου. Πραγματικά, πέρα από οποιοδήποτε αστείο, είναι απίστευτο να βλέπεις έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι μίας μεγαλύτερης ηλικίας, να έχει μέσα του τόση ζωντάνια και τόση παιδικότητα. Αυτό, σε συνδυασμό με την τόση γνώση θεάτρου, που έχει η Μαίη Σεβαστοπούλου κάνει, για μένα, να είναι μία πραγματικά ευτυχής στιγμή, το ότι βρίσκομαι μαζί της τόσο στη σκηνή όσο και στα καμαρίνια. Η εμπειρία της, πάνω στη σκηνή, είναι που μου δίνει μία σταθερή βάση για να πατήσω, η γνώση της και η ζωή της, η τόσο μα τόσο γεμάτη, κάνουν το καμαρίνι μαζί της πολύ πιο ενδιαφέρον και η τόσο άδολη αγάπη της, απέναντι στο άτομό μου, με κάνει να ψηλώνω κάθε στιγμή που την βλέπω. Και είμαι ευγνώμων πραγματικά για αυτό!
– Τι σας ιντρίγκαρε στο έργο ”Family secrets” του Enrico Luttmann;
Μ.Σ: Αυτό που με ιντρίγκαρε είναι η απελπιστική προσπάθεια της μητέρας Γκράτσια να μην αποκαλύψει τις πληγές της ψυχής της.
Γ.Κ: Με μία πολύ σύντομη απάντηση θα σας πω: η αλήθεια του, ο ρεαλισμός του, η ζωή του. Έχουμε μάθει να παίζουμε έργα, τα οποία έχουν βαθύτερα νοήματα, τα οποία έχουν ‘’κάτι να πουν’’ στο θεατή και έχουμε ξεχάσει, πως το θέατρο είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Μίας σπουδαίας πράξης και, για μένα, δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο από τη σχέση ενός γιου με τη μάνα του. Δεν αναφέρομαι στους γονείς, λέω με τη μάνα του, γιατί όλοι έχουν μία μάνα. Μπορεί να μην έχουν πατέρα, να μην τον ξέρουν κάποιοι άνθρωποι, αλλά σίγουρα ξέρουν τη μητέρα τους. Είναι, λοιπόν, η αρχή μας, η σχέση που μας συντροφεύει σε όλη μας τη ζωή. Αίμα από το αίμα και σάρκα από τη σάρκα… Τι μεγαλειώδες ! Δεν υπάρχει πιο σημαντικός, πιστεύω, λόγος για να λατρεύω αυτό το έργο.

– Συστήστε στο κοινό τον συγγραφέα.
Μ.Σ: Ο Luttmann μιλάει για το πολύ σοβαρό θέμα της ασθένειας και του θανάτου, μ’ έναν απαλό και γλυκό τρόπο, σχεδόν όπως στις σαπουνόπερες. Το γέλιο εναλλάσσεται με το δάκρυ σ’ όλη τη διάρκεια του έργου.
Γ.Κ: Enrico Luttman. Ένας Iταλός συγγραφέας, της ίδιας γενιάς με μένα, με μεγάλο συγγραφικό έργο και κείμενα που έχουν παρουσιαστεί σε πάρα πολλές χώρες, σε Ευρώπη και Αμερική, ο οποίος ως κύριο άξονα γραφής, έχει τις ανθρώπινες σχέσεις. Τη συνύπαρξη των ανθρώπων. Μου έκανε τεράστια εντύπωση, το γεγονός ότι ταξίδεψε από την Ιταλία, για να παραβρεθεί στην πρεμιέρα του έργου μας και, ακόμα μεγαλύτερη το ότι ενώ είχαμε ‘’πειράξει’’ το έργο του αρκετά, τόσο όσον αφορά τη διάρκεια, όσο και στις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν για να παρουσιαστεί στην Ελλάδα, μας μιλούσε με ένα υπέροχο τεράστιο χαμόγελο μετά τη παράσταση, κάτι το οποίο συναντάς πολύ σπάνια σε συγγραφείς, οι οποίοι – ως επί το πλείστον – έχουν κάποια παρατήρηση, πράγμα όχι παράλογο, μια και πρόκειται για το ‘’ παιδί ‘’ τους. Πραγματικά πολύ όμορφος άνθρωπος, με όμορφα κείμενα, από τον οποίο έχω αποκομίσει τις πιο όμορφες εντυπώσεις, στο βαθμό που τον γνώρισα.
– Σε ποιο βαθμό υπάρχει ρατσισμός στην Ελλάδα;
Μ.Σ: Δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα γιατί εγώ ζω στην πιο υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας, στον Άγιο Παντελεήμονα, όπου είναι περισσότεροι οι ξένοι από τους Έλληνες και παρ’ όλα αυτά ζούμε αρμονικά.
Γ.Κ: Δεν ξέρω αν είναι η λέξη ρατσισμός έχει διαβαθμίσεις, σίγουρα ξέρω ότι υπάρχει και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο, όπου υπάρχουν άνθρωποι… Ως ρατσισμό θα χαρακτήριζα, για να τον εξωραΐσω, το φόβο του ανθρώπου για το διαφορετικό, που επί της ουσίας δείχνει τις δικές του ανασφάλειες και άγχη. Κάποτε, έγινε ένα πείραμα, νομίζω στην Αμερική, με ένα κοριτσάκι το οποίο εμφάνισαν σε μία πλατεία, ρακένδυτο στην αρχή και βρώμικο, και με πολύ ακριβά ρούχα στη συνέχεια, να περιφέρεται μόνο του. Μαντέψτε για ποια από τις δύο εκδοχές του κοριτσιού μιλούσε ο κόσμος, ποια από τις δύο εκδοχές πλησίασε. Και ήταν το ίδιο κοριτσάκι το οποίο περιφερόταν, μόνο του, στην ίδια πλατεία. Στη πρώτη περίπτωση ήταν, απλώς, ένα βρώμικο κοριτσάκι που περιφέρεται, στη δεύτερη ένα κοριτσάκι που χρειάζεται βοήθεια γιατί χάθηκε… Αυτό νομίζω δίνει απάντηση στο ερώτημά σας. Όσο υπάρχουν, με δυο λόγια, άνθρωποι…

– Ποια είναι η χειρότερη ”φυλακή” για εσάς;
Μ.Σ: Ο συντηρητισμός…
Γ.Κ: Οι χειρότερες φυλακές για μένα είναι αυτές που δημιουργεί το μυαλό μας, τα πράγματα που οι ίδιοι βάζουμε ως τροχοπέδη στην πορεία μας. Οι σκέψεις, που μας κάνουν να εγκλωβίζουμε τον πραγματικό εαυτό μας, για χάρη της κοινωνίας και του τι θα πουν οι άλλοι. Οι φόβοι, που δεν μας αφήνουν να χαρούμε κάτι πέρα από τις νόρμες που μας έχει φορτώσει η πραγματικότητα που επιλέξαμε. Ευλογημένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος έχει ξεπεράσει τα ‘’θέλω’’ και τις προσμονές των άλλων και βαδίζει βάσει των δικών του, γνωρίζοντας ότι κάθε στιγμή μας είναι μοναδική, δική μας και πίσω δεν γυρνάει.
– Η αγάπη της μητέρας είναι η πιο άδολη που υπάρχει στον κόσμο;
Μ.Σ: Και βέβαια όχι. Η γυναίκα αγαπάει το παιδί της αν έχει μάθει να αγαπάει τον άνθρωπο. Αλλιώς είναι και κτητική και καταστροφική πολλές φορές. Ο Θεός να μας φυλάει από τη φράση: «Ξέρεις τι έχω κάνει εγώ για σένα;»
Γ.Κ: Πιστεύω πως η πρότασή σας είναι πλήρης, αν βγάλουμε το ερωτηματικό και αν, μετά τη λέξη ‘’της’’ και πριν την λέξη ‘’μητέρας’’ προσθέσουμε το επίθετο σωστής και έντιμης. Για μένα είναι μονόδρομος αυτή η πρόταση, έχω μία τέτοια μητέρα ευτυχώς, – και άλλη μία επί σκηνής από τον Μάιο που μας πέρασε – και νομίζω πως δεν χωρά καν σχολιασμού αυτή η πρόταση. Είναι, για μένα, ένα θέσφατο για τους τυχερούς ανθρώπους του κόσμου, ένας από τους οποίους είμαι και εγώ.

– Τι σημαίνει αγάπη για εσάς;
Μ.Σ: Εξαιρετικό δύσκολο πράγμα. Η αγάπη είναι τέχνη στην οποία χρειάζεται να εξασκηθείς περισσότερο από κάθε άλλη μορφή τέχνης
Γ.Κ: Παρουσία χωρίς όρους, χωρίς καταπίεση, με απόλυτη αίσθηση ελευθερίας. Το να ξέρεις, ότι κάποιος άνθρωπος, ο όποιος άνθρωπος, γονιός, σύντροφος, φίλος, συνεργάτης, είναι εκεί. Όποτε τον χρειαστείς χωρίς να ρωτήσει γιατί. Απλώς για να σου προσφέρει, χωρίς να περιμένει να πάρει. Και φυσικά το ίδιο ισχύει και από πλευράς μας για κάποιους άλλους ανθρώπους.
– Η επιτυχία ενός έργου οφείλεται στον συγγραφέα, στους ηθοποιούς που το ερμηνεύουν ή στη σκηνοθεσία;
Μ.Σ: Σε όλους τους συντελεστές. Αλλά κυρίως, νομίζω, στους ηθοποιούς!
Γ.Κ: Και στα τρία αυτά μαζί θα έλεγα. Εν αρχή είναι ο λόγος, ακολουθεί το όραμα του σκηνοθέτη και το τι θέλει να αναδείξει και φυσικά η εμπιστοσύνη του στους ηθοποιούς, ότι θα μπορέσουν – όχι μόνο να δώσουν αυτό που εκείνος σκέφτηκε αλλά και – αυτό που επιθυμεί κάθε βράδυ το κοινό να δει. Άρα, βάζουμε και μία τέταρτη παράμετρο. Το κοινό. Πρόκειται, βλέπετε, για μία απόλυτα ομαδική δουλειά και η λέξη επιτυχία, για μένα, δεν χαρακτηρίζεται από μία σεζόν ολόκληρη, αλλά από κάθε παράσταση αυτή καθ’ εαυτή. Γιατί; Γιατί, πολύ απλά, αλλάζει η τέταρτη παράμετρος που είναι το κοινό. Κάθε βράδυ. Για αυτό και η δουλειά μας είναι μαγική, για αυτό και οι ηθοποιοί νιώθουμε ότι δεν δουλεύουμε, αλλά παίζουμε.

– Η ζοφερή εποχή που βιώνουμε ωφελεί ή βλάπτει το θέατρο;
Μ.Σ: Επιτρέψτε μου να έχω άλλη άποψη. Δεν θεωρώ την εποχή μας ζοφερή. Το δε θέατρο βρίσκεται σε πολύ μεγάλη ακμή. Μετρήστε θεατρικές σκηνές και θεατρικά έργα που παίζονται σε κάθε σεζόν. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου δεν είχαμε τόσες πολλές παραστάσεις. Και κάποιες απ’ αυτές είναι και πάρα πολύ καλές.
Γ.Κ: Θα σας αντιστρέψω λίγο την ερώτησή και θα σας πω, ότι πιστεύω ότι το θέατρο ωφελεί τη ζοφερή εποχή που βιώνουμε, για τους ανθρώπους που είναι επαρκώς έξυπνοι και πηγαίνουν σε θεατρικές παραστάσεις. Ακόμα και εγώ, που ζω και υπάρχω μέσα από τους ρόλους, κάθε φορά που παρακολουθώ μία παράσταση, νιώθω ότι μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο για μιάμιση ώρα, ότι παρακολουθώ πράγματα, καταστάσεις και βιώνω συναισθήματα έξω από μένα. Και αυτό το ‘’ έξω από μένα ‘’ είναι, επί της ουσίας, τόσο μέσα από μένα. Τόσο μέσα από τον καθένα. Αποτελεί μαγεία το θέατρο! Πάντα ωφελεί, ωφελούσε και θα ωφελεί. Και αυτό είναι που το κάνει τόσο, μα τόσο, σημαντικό.
– Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Μ.Σ: Να βρίσκομαι στη σκηνή και να απολαμβάνω ωραίους ρόλους. Αλλά κυρίως με καλούς ηθοποιούς όπως είναι ο Γιώργης Κοντοπόδης.
Γ.Κ: Μα… να απολαμβάνω το ‘’τώρα’’ μου. Το Family Secrets, που τόσο πολύ μου έλειψε όλο το καλοκαίρι, και συνεχίζει για δεύτερη σεζόν όπως και τον ‘’Κοιμώμενο Χαλεπά’’. Τέταρτη σεζόν! Το ‘’ τώρα ‘’ μας, είναι το σημαντικό. Το ‘’ αύριο ‘’, μας έχει διδάξει η πραγματικότητα ότι δεν το ξέρουμε… Το πότε θα κάνουμε κάτι για τελευταία φορά, το πότε θα δούμε κάποιον μη ξέροντας πως δεν θα τον ξαναδούμε, το πότε θα ξαναγίνει ή δεν θα γίνει κάτι που προσμέναμε, οπότε το πιο σημαντικό μας είναι το ‘’ τώρα ‘’ και η παρουσία μας σε κάθε μια στιγμή, που τελικά είναι μοναδική!












































Σχόλια για αυτό το άρθρο