«Είμαστε προϊόντα του περιβάλλοντός μας, είμαστε προϊόντα των λαθών μας, είμαστε προϊόντα της εποχής, σα να είμαστε μπάλες σε ένα μεγάλο μπιλιάρδο, εξαρτάται από πού θα χτυπήσουμε και ποιον θα χτυπήσουμε στο διάβα μας για το αν θα πέσουμε στην “τσέπη”. Και κυρίως, ποιος κρατάει τη στέκα…».
Πριν γίνει Vangelis
«Toν Βαγγέλη εσύ τον έφτιαξες;», με ρώτησαν μερικοί. Όχι, δεν τον έφτιαξα εγώ τον Βαγγέλη, ούτε ο Βαγγέλης έφτιαξε εμένα. Μαζί «φτιάξαμε» διάσημους και δημοφιλείς τους Forminx, πέντε τόσο καλούς και ταιριασμένους μουσικούς, που αποτέλεσαν την απρόβλεπτη στροφή 180 μοιρών της δισκογραφίας: από τα 45αράκια του Καζαντζίδη, του Αγγελόπουλου και του Μπιθικώτση, στο Jeronimo Yanka των Forminx όταν πούλησε 20.000 αντίτυπα σε μία εβδομάδα, όσο η Ελλάδα το χόρευε μετά μανίας. Και οι Forminx ήταν προϊόν της εποχής, ήρθαν σε μια κατάλληλη στιγμή που η κρατική ραδιοφωνία είχε αρχίσει να αποδέχεται τα ξένα pop τραγούδια, και στην ελληνική δισκογραφία, ανάμεσα στο «ελληνικό ελαφρό» και στο «λαϊκό» τραγούδι, μπήκε ανέλπιστη σφήνα η «ελληνική pop». Kανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι θα είχε γίνει αν οι Forminx είχαν έρθει τρία χρόνια πριν ή τρία χρόνια μετά. Το συγκρότημα, η φρενιτιώδης επιτυχία του, τα εντυπωσιακά τους τραγούδια, σε μια εποχή περιορισμένων μέσων (περιοδικά και ραδιόφωνο μόνο) και οι προβολείς πάνω στα πέντε μέλη και ιδιαίτερα στον Βαγγέλη, συνθέτη σχεδόν όλων των hits, ήταν άπαντα προϊόντα της εποχής, του περιβάλλοντος, του λάθους τους να μπλέξουν μαζί μου και του υπολοίπου μπιλιάρδου, όπου τη στέκα την κρατούσε μονίμως ο κόσμος-αποδέκτης. Όταν μου ζήτησαν οι φίλοι μου του iefimerida να κάνω ένα σύντομο ταξίδι down memory lane, δεν υποπτευόμουν ότι με έσπρωχναν σκληρά και αδυσώπητα σε έναν δρόμο με ανηφόρες και κατηφόρες, κούρμπες και ευθείες, μισοσκότεινο, που όμως, σε κάθε βήμα μου, θα άναβε κι ένα υποκίτρινο φως. Τα χρόνια της νιότης μας τα καταθέτουμε σε μια παράδοξη τράπεζα αναμνήσεων και τα αποσύρουμε σιγά-σιγά, σαν άλλοθι για τα λάθη που χρεώσαμε σε άλλους ή τα λάθη που χρεωθήκαμε εμείς, με την αγάπη που μας πίστωσαν και πιστώσαμε. Χαμένος απροσανατόλιστα σε ένα αρχείο από αναμνήσεις εκκωφαντικά στριμωγμένες ανάμεσα σε υστερική δημιουργικότητα, μερόνυχτα δουλειάς, πνιχτό γέλιο, αλλόκοτους ήχους και ατέρμονη μουσική, σαν μόνο ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται βασανιστικά, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Και ας μου συγχωρήσουν οι λεπτο-ακριβολόγοι «ιστορικοί» τις λάθος ημερομηνίες και χρονολογίες, όλες τους τις είδα σαν επιγραφές neon που τρεμόσβηναν, μερικοί αριθμοί είχαν καεί, κάποιες τελείως σβηστές, και έτσι δεν ορκίζομαι για την ακρίβειά τους.
Έπειτα, οι αναμνήσεις μου, που κάποτε ήταν γεγονότα, είναι εδώ ανάκατες, ώστε αν ήταν σενάριο, το final cut να είναι του αναγνώστη.
Εξώφυλλο του κάποτε «κυρίαρχου» περιοδικού «Μοντέρνοι Ρυθμοί», ένα από τα βασικά «εργαλεία» στη δημοσιότητα των Forminx. Εδώ ο Βαγγέλης χαμογελάει ειλικρινά, καάτι που δεν έκανε οταν το συγκρότημα εμφανιζόταν σε συναυλίες και χορούς…
Εξώφυλλο του κάποτε «κυρίαρχου» περιοδικού «Μοντέρνοι Ρυθμοί», ένα από τα βασικά «εργαλεία» στη δημοσιότητα των Forminx. Εδώ ο Βαγγέλης χαμογελάει ειλικρινά, κάτι που δεν έκανε όταν το συγκρότημα εμφανιζόταν σε συναυλίες και χορούς…
Καθώς ακούω, στην άλλη άκρη της γραμμής, το τηλέφωνο να χτυπάει, η ανάσα μου ξαναγυρίζει στα κανονικά της. Στο έκτο κουδούνισμα… «Μμμπρος», «Βαγγέλη, κοιμάσαι; Ο Νίκος είμαι». Βαριά ανάσα. «Εσύ είσαι κωλόφιδε;*». «Ναι, ρε…
Η συνέχεια στο iefimerida.gr
Σχόλια για αυτό το άρθρο