Μετά τον «Ηλίθιο» και την εντυπωσιακή προσέλευση του κόσμου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ο δημοφιλής ηθοποιός έκανε πρεμιέρα με τους «Αχαρνής» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και περιοδεία ανά την Ελλάδα. Όσο για το κριτήριο της επιτυχίας, θεωρεί ότι η ανταπόκριση του κοινού είναι πάνω απ’ όλα.
Ο Πέτρος Φιλιππίδης ξυπνάει νωρίς το πρωί. Δεν κοιμάται σχεδόν καθόλου. Κι όταν κοιμάται, σκέφτεται. Είναι στην πρίζα. Σχεδιάζει. Αυτό το μυαλό δεν κάνει παύση ποτέ. «Όταν, σπανίως, πάω διακοπές, την πρώτη ημέρα μπορώ να κοιμηθώ δωδεκάωρο. Aπό τη δεύτερη αρχίζω πάλι να σκέφτομαι τι δουλειά να κάνω». Στη δουλειά του, όπως στο πρόσφατο ανέβασμα του έργου Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι, αναζητά το καλό. Ό,τι κάνει, το κάνει με πάθος. Ψάχνεται, αναζητάει τους ιδανικούς συνεργάτες, την επιτυχία, αλλά επιβάλλει στον εαυτό του να εξελίσσεται.
–Εσύ ψυχαγωγείς χρόνια τον κόσμο και επιμένεις στην ποιότητα.
Με αυτό τον τρόπο «διδάσκεται» το θέατρο. Όταν γίνεται με άλλους τρόπους, δημιουργείται άρρωστο κοινό. Έχει συμβάλει πολύ και το διαδίκτυο, που ο καθένας πιστεύει ότι μπορεί να βγει να πει ό,τι θέλει. Αλλά υπάρχουν όρια. Τώρα πια, βέβαια, που η εξέλιξη είναι πάρα πολύ γρήγορη, το κοινό δεν μπερδεύεται. Αρχίζει και αντιμετωπίζει τα πράγματα με τα δικά του μάτια και αφτιά – όχι μόνο στο θέατρο, γενικότερα. Αυτό που λέω πολλές φορές στους μαθητές μου είναι: Να βλέπετε με τα μάτια σας και να ακούτε με τα αφτιά σας, όχι με των άλλων, κι ας διαφέρετε.
–Επίσης, υπάρχουν ορισμένοι που «τοποθετούν» ανθρώπους χωρίς να τους έχουν δει και τους κρίνουν υποθετικά. Ακούς να κάνουν κριτική και αναλύσεις για ανθρώπους χωρίς να τους έχουν δει ποτέ. Ποια είναι η γνώμη σου;
Αυτό είναι ένα άλλο τραγικό φαινόμενο, σε όλα τα πράγματα, αλλά δεν είναι της εποχής, ίσχυε πάντα. Πάντα έχουμε γνώμη για ανθρώπους που δεν ξέρουμε. Όπως λέει κι ο Σαίξπηρ, η φήμη είναι πολύ δυνατή και ισχυρή και προηγείται. Αλλά δεν μπορούμε να χτίζουμε τα πράγματα στις φήμες. Πώς μπορείς να έχεις γνώμη και κρίση για κάτι που δεν ξέρεις; Βεβαίως μπορείς να έχεις εφόσον το δεις.
–Πώς έγινε η επιλογή για τους συμπρωταγωνιστές σου στους «Αχαρνής»;
Η πρόταση ήταν πάλι δική μου, στον παραγωγό και στο Φεστιβάλ, να γίνει με σκηνοθέτη τον Κώστα Τσιάνο. Όλα τα υπόλοιπα έγιναν από κοινού. Τον τελευταίο λόγο έχει εκείνος. Ο Τσιάνος είναι ο πρώτος που μου έδωσε μεγάλο ρόλο στην Επίδαυρο, το 1998, με το Εθνικό Θέατρο και διευθυντή τότε τον Νίκο Κούρκουλο. Έχουμε συνεργαστεί πάρα πολλές φορές. Είναι ακομπλεξάριστος και χορτασμένος από την επιτυχία, καλλιτεχνική και εμπορική. Συναντηθήκαμε και επιλέξαμε τους συμπρωταγωνιστές μου στους Αχαρνής. Τον Παύλο Χαϊκάλη τον αγαπώ και τον θαυμάζω. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς που έχουμε. Όταν ανεβαίνει στη σκηνή, ο κόσμος μαγεύεται. Αυτό αποδεικνύει πόσο καταλυτικό είναι το θέατρο. Με τον Κώστα Κόκλα συνεργαζόμαστε για πρώτη φορά, ήταν κάτι που θέλαμε πολλά χρόνια. Τον Τάκη Παπαματθαίου τον θυμάμαι από το Τέχνης, σε παραστάσεις όπου πρωταγωνιστούσε κι εγώ καθόμουν στην κουίντα και τον χάζευα. Του το λέω ακόμα και σήμερα και γελάει, ενώ θα έπρεπε να συγκινηθεί. Ο Ιωάννης Παπαζήσης –τον οποίο γνώρισα στον Ηλίθιο και είχαμε μια πολύ καλή πρώτη συνεργασία– μπήκε τελευταίος στην παρέα των Αχαρνέων, καθώς ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης αναγκάστηκε να αποχωρήσει λόγω ενός σοβαρού θέματος υγείας. Είναι ένας πολύ δυνατός θίασος, αλλά το πιο δυνατό κομμάτι είναι η παράσταση. Παίζουν ακόμα 14 ταλαντούχοι ηθοποιοί που τραγουδούν και χορεύουν.
–Και στον «Ηλίθιο» ήσουν με ένα all star cast, αλλά εσύ βρισκόσουν μπροστά στην αφίσα. Πώς το δέχτηκαν αυτό;
Το να βλέπεις να σε εκτιμούν, να σε αποδέχονται και να σε θαυμάζουν το θεωρώ μεγάλη νίκη για τον χώρο μας και τους συναδέλφους μας. Όμως είναι αμοιβαίο. Είναι κι από τις δυο μεριές. Εγώ δεν μπορώ διαφορετικά. Βεβαίως, δεν είναι όλα ρόδινα, αλλά κάνουμε μια δουλειά που είναι όλα μέσα. Ζούμε πολλές ζωές πολύ σύντομα.
–Είσαι control freak;
Ναι. Με ενδιαφέρει η παράσταση, όχι μόνο ο εαυτός μου. Δεν με ενδιαφέρει να είμαι μόνο εγώ καλός. Αυτό έγινε πιο έντονο όταν έγινα σκηνοθέτης. Έγινα καλύτερος ηθοποιός και πιο υπάκουος σε άλλους σκηνοθέτες. Κατάλαβα τι σημαίνει όραμα και μπορώ να στηρίξω ακόμα καλύτερα τον σκηνοθέτη, ξέρω τι χρειάζεται εκείνη την ώρα από τον ηθοποιό. Θέλω να είμαι ο καλύτερος, αλλά μέσα στους καλύτερους, όχι με χειρότερους. Με τον Ηλίθιο το πετύχαμε και νομίζω θα το πετύχουμε και με τους Αχαρνής. Θέλω να δουλεύω με ανθρώπους που με πάνε παραπέρα. Ο θίασος του Ηλίθιου ήταν ιδανική περίπτωση. Είχε από πολύ νεότερους μέχρι κοντά σ’ εμένα. Για μένα έχει σημασία το περιβάλλον. Δεν πιστεύω στο καλύτερα πρώτος στο χωριό. Καλύτερα πρώτος στην πόλη!
–Σου αρέσει η Επίδαυρος;
Πολύ. Για μένα, η επιτυχία της Επιδαύρου είναι ότι όταν πηγαίνω χειμώνα, οι φύλακες μου ανοίγουν την πόρτα και μπαίνω μέσα στο θέατρο. Αυτό το θεωρώ μεγάλη επιτυχία.
–Το θεωρείς καταξίωση για έναν ηθοποιό να παίξει εκεί;
Ναι. Δεν σημαίνει βέβαια ότι όποιος δεν το έχει κάνει δεν είναι άξιος ή σπουδαίος ηθοποιός. Υπάρχουν ηθοποιοί που δεν κάνουν για το συγκεκριμένο πράγμα. Αυτό δεν τους κάνει λιγότερο σημαντικούς. Κάποιοι είναι για όλα, κάποιοι δεν είναι. Ξέρω ηθοποιούς που δεν έχουν πάει ή δεν θέλουν να πάνε στην Επίδαυρο και είναι προτιμότερο από κάποιους που πάνε κι αποτυγχάνουν και ας είναι πολύ σημαντικοί ηθοποιοί.
–Είναι ένα παράσημο για τον ηθοποιό η Επίδαυρος;
Αν πας σημαίνει κάτι, αν δεν πας δεν σημαίνει τίποτα. Βέβαια, είναι σημαντικό το πώς πας στην Επίδαυρο, με ποια παράσταση, ποια διανομή, ποιοι τη βλέπουν, πόσοι τη βλέπουν… Εγώ δεν είμαι ένας ηθοποιός που φτιάχνει βιογραφικό κάνοντας ρόλους. «Ο Ηλίθιος ήταν μια δική μου πρόταση εξολοκλήρου. Πριν από ενάμιση χρόνο συναντήθηκα με τον Νίκο Διαμαντή, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, γιατί ήθελα να κάνω κάτι που δεν γίνεται εύκολα σε ιδιωτικό θέατρο. Είναι ένας έξυπνος άνθρωπος, που καταλαβαίνει αμέσως τι του λες. Ο Ηλίθιος ήταν για μένα μια πάρα πολύ ωραία παράσταση και δική μου προσωπική στιγμή ως ηθοποιoύ με τον συγκεκριμένο ρόλο. Να πω την αλήθεια, περίμενα ότι θα πάει καλά και θα έχει επιτυχία, αλλά δεν περίμενα να γίνει αυτό που έγινε. Ήταν κάτι απίθανο, τεράστια επιτυχία άλλου τύπου».
–Τι σου έδειξε αυτό για τις προτιμήσεις του κόσμου;
Κατ’ αρχάς, να πω ότι ήρθαν όλοι. Δεν ήταν μόνο μια μερίδα του κοινού που βλέπει τέτοιες παραστάσεις, ήταν κοινό κοινό, να τα λέμε τα πράγματα με το όνομά τους για να συνεννοηθούμε. Ήρθε κόσμος να δει Ντοστογιέφσκι, με αυτόν τον συγκεκριμένο θίασο, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Κόσμος κοσμένιος, που λέω εγώ. Μεγάλη νίκη! Κι από εκεί και πέρα, ήταν η ποσότητα του κόσμου. Αλλά εγώ θα μιλήσω για την ποιότητα του κοινού, γιατί πάντα πίστευα ότι το ποιοτικό κοινό πηγαίνει στο θέατρο αθώο. Για μένα, αυτό είναι το ποιοτικό κοινό. Έχουμε κάνει μια μεγάλη ζημιά στο θέατρο. Πέρα απ’ το ότι έχουμε πάρα πολλές παραστάσεις, έχουμε πει στο κοινό ότι για να δει τέτοια έργα πρέπει κάτι να ξέρει από πριν και το έχουμε μπερδέψει. Δεν χρειάζεται να ξέρει τίποτα. Αν ξέρει, δεν είναι κακό, αλλά δεν είναι και υποχρεωτικό. Το θέατρο δεν είναι διδακτικό με αυτή την έννοια ή ένας χώρος όπου πας για να εξετάσεις τον εαυτό σου, αν αυτά που ξέρει τα ξέρει καλά. To θέατρο έχει καθαρά ψυχαγωγικό σκοπό. Δεν είναι σχολείο. Αν μάθει και κάτι από αυτό, ακόμα καλύτερα. Τα μεγαλύτερα πράγματα που εισπράττει ένας άνθρωπος στη ζωή του, τα εισπράττει μέσα από την ψυχαγωγία.
–Πώς επιλέγεις ρόλους;
Με βάση το να γίνομαι καλύτερος.
–Έχεις όμως την αγωνία να έρθει ο κόσμος να σε δει…
Φυσικά. Δεν θεωρώ επιτυχημένη μια δουλειά που δεν έρχεται ο κόσμος να τη δει, όσο καλή και να είναι. Δεν θεωρώ επιτυχημένο το θέατρο όπου δεν μπαίνει κόσμος, ό,τι κι αν έχει μέσα. Ας είναι και η σπουδαιότερη δουλειά καλλιτεχνικά. Το έχω κάνει. Το Και τώρα οι δυο μας με την Λυδία Κονιόρδου σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη, πέρσι στο Μουσούρη, ήταν μια σπουδαία δουλειά, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, όμως δεν πήγε καλά. Εγώ θέλω να μπαίνει ο κόσμος στο θέατρο.
–Το συγκεκριμένο έργο ήταν λίγο θλιβερό. Μήπως εσένα ο κόσμος σε έχει ταυτίσει με τη χαρά;
Χαρά δεν είναι μόνο το γέλιο. Αν έβλεπες πώς έφευγε ο κόσμος από τον Ηλίθιο, που ήταν το απόλυτο δράμα, έφευγε ευτυχισμένος και χαρούμενος. Νόμιζες ότι είχε δει την απόλυτη κωμωδία. Το θέατρο προσφέρει χαρά όταν αυτό που έχεις δει είναι καλό και σε γεμίζει. Εγώ έχω δει παραστάσεις δραματικού ρεπερτορίου όπου έχω κλάψει με την ψυχή μου και πολύ το χάρηκα! Ο κωμικός ηθοποιός είναι απαραίτητα καλός ηθοποιός, ο καλός ηθοποιός δεν είναι απαραίτητα καλός κωμικός.
–Τη μόδα με τα remake των ελληνικών ταινιών στο θέατρο πώς τη βλέπεις;
Εμείς τη δημιουργήσαμε, όταν ανεβάσαμε στο Εθνικό το Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, μετά το Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, μετά έκανα τον Μπακαλόγατο και ξεκίνησε όλο αυτό. Το θέμα είναι πώς γίνεται κάτι. Αν είναι μια καλή δουλειά, συμφωνώ. Αν είναι κακή, δεν συμφωνώ. Έχει σημασία ποιος είναι ο στόχος. Βεβαίως να βγαίνουν χρήματα, γιατί δουλεύουμε και πρέπει να πληρωθούμε. Είναι επάγγελμα, όχι χόμπι, αλλά ο στόχος δεν πρέπει να είναι αυτός ή μόνο αυτός. Οι μόδες τελειώνουν. Αυτό που μένει στο βάθος του χρόνου είναι το κλασικό. Αυτό που χτίζει κανείς ως ουσία. Φέτος έκανα ξανά το Ψέμα στο ψέμα, μια δουλειά εξαιρετικά ποιοτική, που ήρθε μετά από μια ανάγκη και προσωπική και μετά από συνεννόηση με τον Παύλο Χαϊκάλη ότι πρέπει να δείξουμε στον κόσμο ξανά τι είναι η κωμωδία, ποιοι είναι οι κωμικοί και πώς παίζεται. Δεν το λέω υπερφίαλα, ξέρω ότι θα παρεξηγηθώ πάλι. Δεν με πειράζει όμως, γιατί όποιος θέλει να καταλάβει, καταλαβαίνει, όποιος δεν θέλει, όσο και να το αναλύσω δεν θα καταλάβει ποτέ, γιατί δεν θέλει. Το μεγάλο μέρος του κόσμου καταλαβαίνει. Ευτυχώς, το μειονέκτημα της ταχύτητας και του διαδικτύου έχει γίνει και πλεονέκτημα. Ξεχνιέται αμέσως κάτι που έχει γίνει, αλλά κι ο κόσμος καταλαβαίνει τι έχει γίνει.
–Γιατί δουλεύεις ασταμάτητα, σαν έφηβος;
Για να πληρώνω τους λογαριασμούς! Follow the money, όπως λέω, αλλά παίρνω και πολλή ενέργεια δουλεύοντας έτσι.
–Μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό;
Ναι, μπορώ. Θα μπορούσα να το κάνω λιγότερο, αλλά οι καταστάσεις, οι συνθήκες και τα γεγονότα σε «αναγκάζουν» να μην ξεκουράζεσαι. Θέλω όμως να ξεκουραστώ.
–Τι τύπος είσαι, Πέτρο; Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου;
Περίεργο…
–Θα σε έκανες παρέα;
Όχι, δεν θα με έκανα παρέα. Έχω μια παιδικότητα… Αυτό είναι καλό, αλλά σέρνει κι ένα κάρο κακά. Δεν είμαι και πολύ ευχάριστος νομίζω πλέον. Είμαι για κάποιους ελάχιστους ανθρώπους, όταν αισθάνομαι πολύ άνετα.
–Έχεις χρόνο για τους άλλους;
Toν χρόνο που μου μένει τον σπαταλάω στο σπίτι με την οικογένειά μου. Διαβάζω, κουβεντιάζουμε, είμαι γκατζετάκιας, αν και δεν τα πάω καλά με την τεχνολογία, τηλεόραση βλέπω, όχι όμως συστηματικά. Αυτές τις σειρές της μόδας, ποτέ. Καμιά φορά βγαίνουμε για φαγητό. Τώρα θέλω να ξεκινήσω και γυμναστική. Όλα αυτά δεν με κάνουν βαρετό άνθρωπο;
–Δεν ξέρω, η σύζυγός σου, η Ελπίδα, πρέπει να μας πει, που αντέχει τόσα χρόνια…
Για την Ελπίδα δεν είμαι βαρετός, από όσα μου λέει, γιατί μ’ αγαπάει, όπως κι εγώ την αγαπώ. Εκείνη δεν είναι καθόλου βαρετή. Είμαστε μαζί 25 χρόνια.
–Ο γιος σου, τελικά, ακολούθησε τα βήματά σου. Πώς σε βλέπει;
Δεν έχω ιδέα. Είναι στο Πανεπιστήμιο και στη σχολή του Εθνικού. Βλέπει θέατρο από τριών ετών.
–Έχει ταλέντο;
Πολύ.
–Αν δεν είχε, θα του το έλεγες;
Θα το καταλάβαινε από μόνος του. Τα σημερινά παιδιά είναι πολύ έξυπνα. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πει κάποιος κάτι, καταλαβαίνουν από μόνα τους.
–Εσύ πότε κατάλαβες ότι θες να γίνεις ηθοποιός;
Όταν ήμουν παιδί, ήθελα να γίνω γιατρός λόγω του πατέρα μου. Ευτυχώς για τους ασθενείς, δεν έγινα. Έγινα ηθοποιός και «γιατρεύω» με άλλον τρόπο όμως.
–Ποιους θαύμαζες μικρός;
Όλους τους καλούς παλιούς ηθοποιούς. Είδωλα δεν είχα, τους θαύμαζα και τους θαυμάζω. Βλέπω τον Γιώργο Κωνσταντίνου στη σκηνή κι απορώ που παίζω μαζί του.
–Από τη νέα γενιά ποιους ξεχωρίζεις;
Όλους αυτούς που ήταν πάνω στη σκηνή μαζί μου στον Ηλίθιο. Κίτσου, Παπαληγούρα, Στάνκογλου, Παπαζήση. Αλλά και Κουρή, Πανταζάρα, Δροσάκη, Νιάρρο.
–Η τηλεόραση δεν σου λείπει;
Μου λείπει, αλλά τώρα που είναι όλοι οι φίλοι μου στα κανάλια, εγώ δεν είμαι! Και ο κινηματογράφος μ’ αρέσει πολύ και μου λείπει, αλλά οι σκηνοθέτες δουλεύουν με πέντε ηθοποιούς που δεν είναι κι οι καλύτεροι. Στη χώρα μας επικρατεί το «τίνος είναι τι», γι’ αυτό ο σκηνοθέτης του σινεμά είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σε λίγο θα είναι κι ο θεατής.
–Για τη σεξουαλική παρενόχληση, που γίνεται μεγάλος ντόρος τελευταία, τι γνώμη έχεις;
Το θεωρώ απαράδεκτο.
–Υπάρχει στην Ελλάδα;
Ρωτάς τον λάθος άνθρωπο. Φαντάζομαι πως θα υπάρχει. Μην ξεχνάμε ότι συμβαίνει και το άλλο, κάτι που μπορεί να μην είναι σεξουαλική παρενόχληση, βαφτίζεται έτσι για άλλους λόγους. Ακόμα και μια φιλοφρόνηση να κάνεις από ευγένεια μπορεί να θεωρηθεί σεξουαλική παρενόχληση. Το έχω ακούσει κι αυτό.
–Πώς σε βλέπεις σε δέκα χρόνια;
Κοίτα, έχω ήδη άσπρα μαλλιά. Άρα ίδιο!
Πληροφορίες: acharnis.gr
Φωτογραφίες Χρήστος Θεολόγου
Fashion Editor Σίσσυ Σουβατζόγλου
Συνεργασία styling Ελένη Πρέντζα
Grooming Κωνσταντίνος Σακκάς (D-Tales)
Βοηθός Φωτογράφου Χριστίνα Βασιλικού
Η φωτογράφιση έγινε στο Ρομάντσο (Αναξαγόρα 3-5, Ομόνοια, www.romantso.gr). Ευχαριστούμε για την ευγενική φιλοξενία
Σχόλια για αυτό το άρθρο