Στην τελευταία της εμφάνιση η «Ορέστεια» του Χουβαρδά, κατάφερε να κάνει ένα σαστισμένο, πριν το εγκεφαλικό ή και το κράξιμο, Ηρώδειο, να χειροκροτάει τελικά μανιασμένα και τον ΤΑΖ να πιστεύει πως είναι μετενσάρκωση της Παξινού.
Στα ελληνικά ο τίτλος του άρθρου μεταφράζεται ως: “Oρέστεια” στα άκρα: ένα φερ φορζέ δραματικής κωμωδίας ταξίδι στο χρόνο. Τον γράφω στα αγγλικά για δύο λόγους. Επειδή του ταιριάζει περισσότερο, του δίνει κάτι ανάμεσα σε Κιούμπρικ και Μόντι Πάιθον και έτσι θα το ανέβαζα μη σου πω και σε μιούζικαλ στο West End, εφόσον το Ελληνικό θέατρο, όπως είναι αυτή τη στιγμή, η συγκεκριμένη παράσταση το ξεπερνάει (κράτα μια παρένθεση εδώ, θα στο εξηγήσω παρακάτω.) Ο δεύτερος λόγος είναι επειδή κάτι τέτοια, «in extremis» κλπ ακούγονται πολύ ξιπασμένα, δεύτερα, παλιακά, κομ ιλ φο πρωτοπορίας από μικροαστούληδες του κερατά που τα χρησιμοποιούν σαν ορολογία για να κάνουν εντύπωση και αισθάνομαι ότι αυτό ακριβώς ήθελε να κάνει ο Χουβαρδάς συνειδητά.
Βεβηλώνοντας την ιερότητα της «Ορέστειας» για ένα έθνος που την θεωρεί ιερή (όσοι τέλος πάντως έχουν ακούσει ότι υπάρχει κάτι που το λένε «Ορέστεια»), απλά επειδή του το είπανε. Για να στην τρίψει σαν καθρέφτη από στρατσόχαρτο στα μούτρα. Ως ένα όχημα που διασχίζει το χωροχρόνο από την αρχαιότητα που γράφτηκε στον εμφύλιο, το παρόν και το μέλλον, με την εφιαλτική σύμβαση ότι το μόνο που έμεινε από όλα αυτά είναι ένα μικροαστικό σαλονάκι. Έχει την αξία του μεν ως vintage, αλλά η ιστορική του μνήμη, ακόμα κι αν έξω έσκαγαν βόμβες, ή αδέλφια σκότωναν αδέλφια, εξαντλήθηκε στα ποτηράκια σερβιρίσματος του λικέρ και στη μίμηση κακέκτυπο της νοικοκυράς – διαφήμιση του δολοφονικού παστέλ.
Της κακιάς μητριάς της Χιονάτης που την έλεγαν Κλυταιμνήστρα (μπροστά στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ως «διαβολική στοργική μανούλα», η Τζολί είναι παρκετίνη. ) Ο Ορέστης του Μαρκουλάκη είναι ένας άλλος παραμυθένιος μικροαστός, σαν δικηγοράκος που ενώ μαίνεται ο εμφύλιος, ο ίδιος πλάθει τη δική του πραγματικότητα πιστεύοντας ότι είναι ένας καθαρτικά φονικός Μπαγκς Μπάνι σε υπαρξιακή σύγχυση και μετατραυματικό σοκ. Η Αθηνά της Στεφανίας Γουλιώτη προσπαθεί σε οντισιόν να πάρει το ρόλο της Εβίτα (έχουμε φτάσει σε μια παράλληλη πραγματικότητα φουτουριστικών 80΄ς) αλλά αποτυγχάνει και συμμετέχει σε τηλεοπτικό talent show όπου νικώντας αποφασίζει να θεσπίσει το νόμο και τη δικαιοσύνη, με μέλη του Αρείου Πάγου το κοινό του στούντιο. Ο Νίκος Κουρής – Αγαμέμνονας, μόλις έχει τελειώσει τα γυρίσματα ταινίας του Αγγελόπουλου που παίζει τον αντάρτη και ετοιμάζεται για το CSI Miami. O Iερώνυμος Καλετσάνος υποδύεται τον Στάθη Ψάλτη που υποδύεται τον ανάπηρο του εμφυλίου για να πάρει επίδομα αντίστασης.
Η Κασσάνδρα, Άλκηστις Πουλοπούλου είναι σαδομαζό μπατσίνα που τα βράδια ζει δεύτερη ζωή κάνοντας live σε νυχτερινό κλαμπ. Το πρόβλημα είναι πως το κλαμπ βρίσκεται δίπλα στη βίλα των Ατρειδών και τα υπόλοιπα στέκια της ιστορίας τα οποία λόγω αρχαιότητας έχουν χαλασμένα ηλεκτρολογικά που συνδέονται όμως με αυτά του κλαμπ, με αποτέλεσμα όποτε ανάβουν τα φωτορυθμικά, να γίνονται μικρές εκκενώσεις ρεύματος, τζιζ, σαν να πέφτει κεραυνός. Οι ήρωες στον κόσμο τους, περιμένοντας κάτι που δεν ξέρουν τι είναι αυτό που περιμένουν, νομίζουν ότι τελικά είναι οι κεραυνοί ως θεϊκό σημάδι, κάτι που βολεύει τον ηλεκτρολόγο Αισχύλο που τους αφήνει στην αυταπάτη τους, προκειμένου να βρει χρόνο να κυκλοφορήσει τα βράδια ως Αριστοφένια Ευριπέα, ελληνοπούλα της αντίστασης που αναγκάζεται να δίνει το κορμί της στους Γερμανούς για να φωτογραφίζει σε μικροφίλμ τα μυστικά τους σχέδια.
Αν σου πω τώρα, μετά από όλα αυτά, ότι ο Χουβαρδάς σέβεται την Ορέστεια πολύ περισσότερο από πολλούς άλλους θα με πεις τρελό. Όχι φίλε μου. Ελάχιστες ικανότητες σημειολογικής παρατήρησης να έχεις και λίγο χρόνο να διαβάσεις το εξαιρετικό πρόγραμμα, θα καταλάβεις ότι έχει ρίξει δουλειά και μελέτη. Απλά ακολουθεί τη λογική των drag queens. Όταν ένας άντρας ντύνεται Αλίκη, Μαρινέλλα κλπ, υπερτονίζοντας κωμικά τα κλισέ της κι όλοι πεθαίνουμε στα γέλια, ο τυπάς δεν το κάνει επειδή κοροϊδεύει, το κάνει επειδή λατρεύει το ίνδαλμα που διακωμωδεί, το αποθεώνει. Και το παιχνίδι που παίζει είναι με το κοινό πλέον. Μέσα του είναι ξεκαθαρισμένα τα πράγματα. Το ίδιο ισχύει και για τον Χουβαρδά με την pocket size, διόμισι ωρών μόλις, «Ορέστεια» του.
Δεν ξέρω αν η παράσταση είναι καλή ή κακή, σπάνια άλλωστε χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις. Ξέρω όμως (κι εκεί πάει η παρένθεση που σου είπα να κρατήσεις στην αρχή) ότι είναι μοναδική και ξεχωριστή και πέρα από τη μούχλα του «Ελληνικού θεάτρου» κι όλα αυτά σε μια σεμνή, λιτή παραγωγή, που δεν χρησιμοποιεί οπτικά πυροτεχνήματα (στα οποία ο Χούβαρ τα παίζει στα δάχτυλά του) για να σου δημιουργήσει όλες αυτές τις εικόνες που περιγράφω. Ξέρω πως δεν υπάρχει λόγος να ανεβάσεις οτιδήποτε κλασικό αν δεν έχεις μια πρόταση ανάγνωσης απέναντι του κι εδώ υπάρχει πρόταση. Αυτή της ανίχνευσης του εσωτερικού και εξωτερικού μας διαστημικού προσωπικού και ιστορικού μας χάους προκειμένου να αντιληφθούμε τη θέση μας στο σύμπαν. H NASA το έκανε με μια διαστημική κάψουλα που ταξιδεύει στην απεραντοσύνη του σύμπαντος για να συναντήσει νέους πολιτισμούς και μεταξύ άλλων μέσα της κουβαλάει ηχογράφηση της 9ης του Μπετόβεν ως κορυφαίο επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος.
Εμείς στη δική μας κάψουλα βάζουμε την «Ορέστεια» πάνω σε ένα φερ φορζέ, αυτά τα κακόγουστα τζαμένια τραπέζια βεράντας γεμάτα δαχτυλιές και σημάδια από ποτήρια με φραπέ, άρα μη σου πω ότι είμαστε και πιο ειλικρινείς. Σε μια προσπάθεια που θα είναι κρίμα να τελειώσει την πορεία της εδώ, με την χτεσινή της τελευταία παράσταση στο Ηρώδειο εφόσον έχει πολλά ακόμα να εξερευνήσει. Όπως πχ, τι μοντάζ θα έκανε ο Μπαζ Λούρμαν σε μια ταινία του Αγγελόπουλου, πώς θα συνεργαζόταν ο Κιούμπρικ με τους Μόντι Πάιθον και τι θα πάθαιναν οι κριτικοί αν κάποιος έβαζε την Εύα Κουμαριανού να υποδυθεί τον Αλέξη Μινωτή να παίζει τραγωδία. Γιατί, χωρίς να τον ξέρω τον άνθρωπο, είμαι σίγουρος ότι ο Χουβαρδάς τα έχει σκεφτεί όλα αυτά.
Κάνε κονέ με τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στείλε απειλητικές επιστολές και εξώδικα στο terra_gelida@hotmail.com .
Σχόλια για αυτό το άρθρο