“Mάνο, πώς θα σου φαινότανε να βάλουμε την Σωτηρία Μπέλλου να τραγουδήσει τον “Επιτάφιο” του Μίκη Θεοδωράκη;” λέει ο Δημήτρης Λέκκας. Είναι αργά το βράδυ, άνοιξη του 1978, στον “Μαγεμένο Αυλό”. Ο Μάνος Χατζιδάκις ετοιμάζει το πρόγραμμα του Τρίτου για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Είμαι εδώ μαζί με τον Λέκκα και την Ρηνιώ Παπανικόλα, τη μυθική βραχνή φωνή του ραδιοφώνου, για να του προτείνουμε αυτή την ιδέα. Εγώ θα το σκηνοθετήσω, ο Λέκκας θα έχει τη μουσική επιμέλεια, η Ρηνιώ, που είναι φίλη της Μπέλλου, θα μας φέρει σε επαφή. “Αριστούργημα!” λέει ο Χατζιδάκις, “Να το κάνετε αμέσως!”, παραγγέλνει διαφορετικές πάστες για τον καθένα μας και με το κουταλάκι του εσπρέσσο μας κλέβει από ένα κομμάτι, δήθεν για να δει πως είναι.
H Μπέλλου τραγουδούσε εκείνη την εποχή στο “Χάραμα”, μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Μπαίνουμε στο μαγαζί, είναι και οι δύο στην πίστα, ο Τσιτσάνης λιτός, ασκητικός, ανέκφραστος, παίζει μπουζούκι και τραγουδάει με την ιδιότυπη φωνή του τα αθάνατα αριστουργήματά του. Δίπλα του η Σωτηρία, με πουλόβερ και παντελόνι, μαύρα αντρικά παπούτσια, μαλλιά κοντοκουρεμένα και σκούρα μυωπικά γυαλιά. Όταν τραγουδάει, στο στόμα λαμπυρίζουν δυο-τρία χρυσά δόντια. Η Ρηνιώ μας έχει πει πως η Μπέλλου, που δεν κρύβει τις λεσβιακές προτιμήσεις της, όταν την πρωτοείδε, την πλησίασε και έσκυψε και της είπε σιγά στο αυτί: “Το ξέρω ότι με θέλεις. Είναι εδώ δίπλα ένα ξενοδοχείο. Πάω εγώ τώρα, έλα εσύ σε λίγο, για να μην καρφωθούμε!” Η Ρηνιώ γέλασε, της εξήγησε ότι δεν πάει με γυναίκες, έγιναν φίλες. Να, τώρα που την είδε, την χαιρετάει από την πίστα και της αφιερώνει το “Απόψε κάνεις μπάμ!” προσθέτοντας και ένα “Ρηνιώ” στο τέλος: “Aπόψε κάνεις μπάμ! Ρηνιώ, απόψε κάνεις μπάμ! Ρηνιώ, σε βλέπουν και φρενάρουνε και σταματούν τα τραμ, Ρηνιώ…”
Το πρόγραμμα στο “Χάραμα” τελείωσε χαράματα. Άκουσα αυτή τη συγκλονιστική φωνή να τραγουδάει με σπαραγμό, είδα τον κόσμο να χορεύει σεμνά και ταπεινά, ένοιωσα τη χαρμολύπη να με κυριεύει, έζησα ένα διαφορετικό είδος διασκέδασης. Ήταν σαν παράσταση αρχαίας τραγωδίας, σαν θεία λειτουργία. Περάσαμε πρώτα από τον Τσιτσάνη, έσκυψα και του φίλησα το χέρι, το τράβηξε ντροπαλά, “Δεσπότης είμαι;” είπε και γέλασε. Πήγαμε μετά στο καμαρίνι της Μπέλλου και της εξηγήσαμε το λόγο της επίσκεψης. “Αφού είστε φίλοι της Ρηνιώς, θα το κάνω. Να έρθετε όμως στο σπίτι, να συζητήσουμε με την ησυχία μας”. “Πού είναι το σπίτι;” “Στα Σπάτα”.”Πώς θα το βρούμε;” “Όποιον και να ρωτήσετε πού είναι το παλατάκι της Μπέλλου, θα σας πει. Ελάτε τη Δευτέρα που έχω ρεπό”.
Δευτέρα μεσημέρι, με το σιέλ, σαραβαλιασμένο Φολκσφάγκεν της Ρηνιώς, φτάνουμε στα Σπάτα. “Πού είναι το παλατάκι της Μπέλλου;” Μας δείχνουν ένα νεόχτιστο διώροφο, με κάτι κολόνες στην είσοδο (εξ ου και παλατάκι), με ένα μεγάλο αγρόκτημα στο πίσω μέρος. Χτυπάμε, ξαναχτυπάμε, εμφανίζεται ένας σκύλος, εμφανίζεται μια γάτα, η Μπέλλου πουθενά! “Σωτηρία! Σωτηρία!” φωνάζουμε και οι τρεις και χτυπάμε τα κουδούνια. Με τα πολλά, εμφανίζεται στην πόρτα, έρχεται και μας ανοίγει. “Δεν σας είδα καλά και επειδή χρωστάω κάτι λεφτά, κρύβομαι” δικαιολογείται. Η Σωτηρία παίζει μανιωδώς χαρτιά, έχει χάσει περιουσίες, είναι το πάθος της. “Ευτυχώς που γνώρισα την Τασούλα και έρχεται κάθε βράδυ, παίρνει το μεροκάματο και το βάζει στην τράπεζα. Έτσι χτίσαμε το παλατάκι”.
Μας οδηγεί στο πίσω μέρος, σε μια μεγάλη αυλή. Δίπλα υπάρχει ένα μποστάνι με δέντρα και κηπευτικά. Καθόμαστε, έρχεται η Τασούλα. Είναι νεώτερη από την Μπέλλου, μελαχρινή, με κοντό μαλλί. Φοράει φόρμα και γαλότσες. “Εδώ ότι τρώμε είναι από τον κήπο μας. Δεν τρώμε εμείς τα ραντισμένα!” λέει και βγάζει μεζέδες και ούζο. Η Σωτηρία και η Ρηνιώ καπνίζουν μανιωδώς και μιλάνε για τα παλιά. “Πες την ιστορία με τον άντρα σου, να ακούσουν τα παιδιά!” την παροτρύνει η Ρηνιώ. ” Τι να πω ρε Ρηνιώ; Με έδερνε ο μεθύστακας! Ήμουν 18 χρονών κορίτσι και αυτός με έδερνε. Γύρναγε μεθυσμένος και ξέσπαγε πάνω μου. Μια-δυο-τρεις, στο τέλος δεν άντεξα και του έριξα βιτριόλι στη μούρη! Με καταδίκασαν 3 χρόνια φυλάκιση, έμεινα μέσα 4 μήνες, μετά αποφυλακίστηκα, γύρισα στο χωριό μου, στην Εύβοια. Χάλι λεγόταν, και πραγματικά όλα εκεί ήταν ένα μαύρο χάλι. Δεν άντεξα, τσακώθηκα με τον πατέρα μου, σηκώθηκα και έφυγα, ήρθα στην Αθήνα 28 Οκτωβρίου του 1940, τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος. Μετά ήρθε η Κατοχή, με έπιασαν και με έβαλαν πάλι στη φυλακή επειδή ήμουν στο ΕΑΜ. Βασανιστήρια, ξύλο, πείνα, μέχρι το 1948 που γνώρισα τον Τσιτσάνη και με πήρε μαζί του…”
Παρατηρώ, ότι ενώ αφηγείται την ιστορία της, ρίχνει κάτω ψίχουλα από ψωμί. Μέσα σε λίγα λεπτά μαζεύονται καμιά δεκαριά περιστέρια και αρχίζουν να τσιμπολογούν. Τα διώχνει κι αυτά μετά από λίγο επιστρέφουν. “Βρωμοπούλια!” σχολιάζει “Όλη την ημέρα γουργουρίζουν, κουτσουλάνε, ζευγαρώνουν και μετά τρώνε τα παιδιά τους! Και ύστερα σου λέει ότι είναι το σύμβολο της ειρήνης!” και όπως μιλάει, με μια αστραπιαία κίνηση, αρπάζει ένα περιστέρι, του στρίβει το λαιμό, του κόβει το κεφάλι και αρχίζει να το ξεπουπουλιάζει μπροστά στα έπληκτα μάτια μας! “Μείνετε, θα φάμε περιστέρι με ρύζι!” μας λέει και ενώ εμείς έχουμε φρικάρει, αυτή, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, δίνει το ξεπουπουλιασμένο περιστέρι στην Τασούλα, γυρνάει σε εμάς, “πάμε τώρα να σας δείξω το παλατάκι” λέει.
Όλα τα έπιπλα στο σαλόνι είναι σκεπασμένα με άσπρα σεντόνια, “για να μην σκονίζονται”, σε μια γωνιά άθικτο, μέσα στο κουτί του, ένα πικάπ Technics “το πήρα από την Αμερική, αλλά δεν το έχω συνδέσει ακόμα”, στη σερβάντα ασημένια μαχαιροπίρουνα τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτες “τα αγόρασα από τη Ρωσία, είναι ατόφιο ασήμι”. Υπάρχει μια μεγάλη δρύινη τραπεζαρία με 12 σκαλιστές καρέκλες “παραγγελία την έκανα στον Βαράγκη, ακόμα δεν την έχω ξεχρεώσει” και ένας πελώριος καθρέφτης “και αυτόν από τη Ρωσία τον πήρα, ήταν του Τσάρου”. Ανεβαίνουμε στην κρεβατοκάμαρα, πάνω στο κρεββάτι μια τεράστια κούκλα, με ανοιχτά τα χέρια, μας χαμογελάει. Στους τοίχους κάδρα με φωτογραφίες, τοπία και ανάμεσά τους μια φωτογραφία του Κρίστοφερ Λι σαν Δράκουλας. “Τι είναι αυτό;” ρωτάει ξαφνιασμένη η Ρηνιώ. “Α, δεν το ξέρεις; Ο Δράκουλας είναι μεγάλος θαυμαστής μου! Έχει όλους τους δίσκους μου και τους ακούει με μανία! Όποτε πηγαίνω στην Αμερική, έρχεται στις συναυλίες μου.”
Επιστρέφουμε στην τραπεζαρία, η Τασούλα έχει βρει ένα παλιό πικάπ Grunding, o Λέκκας βάζει τον “Επιτάφιο”, το πικάπ κλαίει, “χάλια το λέει ο Μπιθικώτσης” σχολιάζει η Μπέλλου. Της εξηγούμε ότι το πικάπ χάνει στροφές, δεν φαίνεται να πείθεται. Σηκώνεται, μας φέρνει αβγοτάραχο για μεζέ, ακούμε το δίσκο και κάνουμε σχόλια, κάποια στιγμή τελειώνει, πέφτει σιωπή. Κρεμόμαστε, στην κυριολεξία, από τα χείλη της. “Ωραίο” λέει και σβήνει το χιλιοστό τσιγάρο. “Ωραίο, αλλά δεν θα το πω. Δεν έχει στρογγυλά λόγια”. “Τι σημαίνει στρογγυλά λόγια;” την ρωτάω. “Να είναι μικρότεροι οι στίχοι και να έχει ομοιοκαταληξίες για να τα θυμάμαι. Αυτό είναι ολόκληρο κατεβατό. Πού να το θυμηθώ;” “Μα θα τα έχεις γραμμένα τα λόγια, όταν θα το ηχογραφήσουμε, μπροστά σου” της εξηγεί ο Λέκκας “Κι αν μου ζητήσουν στο μαγαζί να τους το πω; Πώς θα το λέω; Θα βγάζω το χαρτί και θα τα διαβάζω; Όχι παιδιά μην επιμένετε! Δεν θα το τραγουδήσω!”
“Μα θα σου ζητάνε να πεις τον “Επιτάφιο” στο μαγαζί;” την ρωτάει η Ρηνιώ. “Γιατί; Mια χαρά ζεϊμπεκιά είναι το πρώτο τραγούδι” λέει και εκεί, μέσα στην δρύινη τραπεζαρία, αρχίζει και τραγουδάει: “Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου…” με ένα τέτοιο πόνο και σπαραγμό που μένουμε αγάλματα. Πάνω που έχουμε ανατριχιάσει και την ακούμε συγκλονισμένοι, ξαφνικά σταματάει, γυρίζει προς την κουζίνα και φωνάζει: “Mωρή Τασούλα, τι έγινε εκείνο το περιστέρι;”
Oχι, δεν φάγαμε το άτυχο περιστέρι που πριν λίγη ώρα περπατούσε αμέριμνο ανάμεσά μας. Σαν να είχαμε συνεννοηθεί και οι τρεις, “Εμείς νηστεύουμε!” είπαμε με μια φωνή, “Αντε ρε φάτε, δεν έχουν σημασία τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα, το είπε και ο Χριστός” προσπάθησε να μας πείσει, αλλά είμασταν ανένδοτοι. Φάγαμε το νοστιμότατο ρύζι, τη σαλάτα από το αγρόκτημα και ύστερα ντίρλα από τα ούζα (που δεν τα νηστέψαμε καθόλου) παρακαλέσαμε την Σωτηρία να μας τραγουδήσει το “Δυο πόρτες έχει η ζωή”. Και δακρύσαμε εκείνη την Σαρακοστή του 1978 για την παλιοζωή, που έχει δύο πόρτες, μπαίνεις από τη μια, σεργιανάς ένα πρωϊνό, κι ώσπου να έρθει το δειλινό από την άλλη βγαίνεις…
(Mια συγκλονιστική φωτογραφία του Σπύρου Στάβερη. Η Μπέλου στον Ευαγγελισμό, άρρωστη, έχοντας χάσει την ανεπανάληπτη φωνή της)
Βαρέθηκα το μέσα... αποφάσισα να βγαίνω μέσα στην παύρη νύχτα, να βλέπω λίγη κίνηση του δρόμου, να συναντάω ανθρώπους, να φεύγει λίγο το μυαλό... ότι βλέπω, ότι σκέφτομαι, ότι μου αρέσει, θα το γράφω το βράδυ και κάθε βράδυ στην cosmopoliti... εκεί μπορείτε να ακούτε "το τρίτο στεφάνι" του Κώστα Ταχτσή, τραγούδια σε αποκλειστική πρώτη μετάδοση, παρουσιάσεις βιβλίων και παραστάσεων... ευχαριστώ Χριστίνα Πολίτη, που με έβγαλες από το σπίτι και με έκανες cosmopoliti!
Σχόλια για αυτό το άρθρο
Κλείστε διακόπες με σκάφος απο την BednBlue.com και λάβετε έκπτωση χρησιμοποιώντας το κούπονι: cosmopoliti
Σχόλια για αυτό το άρθρο